LOU

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2016

Έμφυλη Εγκληματικότητα: Μια απόπειρα κριτικής προσέγγισης

«Έμφυλη Εγκληματικότητα: Μια απόπειρα κριτικής προσέγγισης». Μονογραφικού χαρακτήρα συμβολή 375 σελ. που περιέχεται στο ευρύτερο έργο: Ν. Κουράκη (επιμ.), Έμφυλη Εγκληματικότητα – Ποινική και εγκληματολογική προσέγγιση του φύλου, [με συμβολές των Ελ. Αποσπόρη, Αθ. Συκιώτου, Φωτ. Μηλιώνη], Β’ έκδοση, Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2009, σσ.83-458.

Αθανασία Συκιώτου,

Έπίκουρη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Νομικής Σχολής ΔΠΘ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Με αυτή την εκτενέστατη συμβολή μονογραφικού τύπου 375 σελίδων επιχειρείται για πρώτη φορά στην ελληνική βιβλιογραφία η εγκληματολογική προσέγγιση των εγκλημάτων που ορίζονται στον Ποινικό μας Κώδικα, υπό τον έμφυλο προσδιορισμό τους, δηλ. υπό το πρίσμα του διαχωρισμού των φύλων του δράστη ή του θύματος. Σ’αυτή τη μελέτη γίνεται κατάταξη και μελέτη των εγκλημάτων που περιλαμβάνονται στον Ποινικό Κώδικα, σε μια προσπάθεια προσέγγισης τους από πλευράς Αντεγκληματικής πολιτικής με σκοπό να συναχθούν συμπεράσματα για την αντιμετώπιση των φύλων (ως δράστη ή θύματος).
Η συγγραφέας τονίζει ότι παρόλη την αύξουσα τάση της γυναικείας εγκληματικότητας, ιδίως από τότε που εισήλθε η γυναίκα στον εργασιακό στίβο, η ποσοτική και ποιοτική απόκλιση στην εγκληματική δραστηριότητα των δύο φύλων παραμένει μεγάλη, με τους άνδρες να έχουν την πρωτοκαθεδρία τόσο στον αριθμό όσο και στη βαρύτητα των από αυτών τελουμένων εγκλημάτων. Στην απόκλιση αυτή, θα πρέπει να υπολογίζεται ένα αξιόλογο ποσοστό εγκλημάτων που τελούνται από άνδρες δράστες κατά γυναικών, όπως σωματικές βλάβες (κακοποίηση από συζύγους), αιμομιξίες και βιασμοί, τα οποία παραμένουν άγνωστα για τις αρχές (σκοτεινός αριθμός), γιατί οι γυναίκες δεν καταγγέλλουν εύκολα τα συγκεκριμένα εγκλήματα, λόγω φόβου διασυρμού τους ή αντιποίνων από τους άνδρες/δράστες, κυρίως όταν αυτά τελούνται μέσα στην οικογένεια.
Παρά τη μεγάλη διαφορά μεταξύ της ανδρικής και της γυναικείας εγκληματικότητας, γενική διαπίστωση αποτελεί ότι οι περισσότερες συμπεριφορές που τιμωρούνται ως εγκλήματα από τον Ποινικό Κώδικα είναι άφυλες, άλλες επειδή η αρχική τους διατύπωση ήταν τέτοια κι άλλες μετά από μεταγενέστερη τροποποίηση- αποτέλεσμα ωρίμανσης τόσο του νομοθέτη, όσο και της κοινωνίας. Ωστόσο, ορισμένα από τα εγκλήματα που δεν έχουν ή που απέβαλαν τον κατά νόμο έμφυλο χαρακτήρα τους εξακολουθούν να παραμένουν στην πράξη έμφυλα ως προς τον δράστη τους, τελούμενα αποκλειστικά ή ως επί το πλείστον από άνδρες δράστες κατά γυναικών, γεγονός που αποτελεί «καθρέφτη» των ισχυουσών κοινωνικών δομών και στερεοτύπων.
Μετά την ταξινόμηση των εγκλημάτων κατά τον έμφυλο προσδιορισμό τους, μελετάται και αναλύεται κάθε έγκλημα ξεχωριστά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, παρ’όλο που στην εξέταση κάθε εγκλήματος αναλύονται στοιχεία που ενδιαφέρουν και το ποινικό δίκαιο (στοιχεία του εγκλήματος), το βάρος της μελέτης πέφτει στα εγκληματολογικά χαρακτηριστικά των πρωταγωνιστών του εγκλήματος. Επιπρόσθετα, για κάθε εξεταζόμενο έγκλημα παρατίθενται στατιστικά στοιχεία και νομολογία, από τη μελέτη των οποίων συμπληρώνεται η σκιαγράφηση της προσωπικότητας δράστη και θύματος, τουλάχιστον των κυριότερων χαρακτηριστικών τους. Στην αρχή κάθε ενότητας υπάρχει σχετική βιβλιογραφία η οποία παρατίθεται συγκεντρωτικά στο τέλος.
Κατ’αρχάς στην εισαγωγή επιχειρείται μια πρώτη ταξινόμηση των εγκλημάτων σύμφωνα με το φύλο, όπου διακρίνονται:
  • Εγκλήματα άφυλα, κοινά και για τα δύο φύλα, δηλ. των οποίων δράστης ή θύμα ενδέχεται να είναι είτε άνδρας είτε γυναίκα. Μερικά από τα εγκλήματα αυτά που αποτελούν την πλειοψηφία των εγκλημάτων φαίνεται να διαφοροποιούνται στην πράξη, αφού ορισμένα εμφανίζονται στατιστικά να τελούνται κατ’εξοχήν από άνδρες και να στρέφονται κατ’εξοχήν κατά γυναικών, όπως στην περίπτωση π.χ., του βιασμού ή της σωματεμπορίας.
  • Εγκλήματα που έχουν ως αποκλειστικό δράστη γυναίκα, όπως: η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (όταν η ίδια η κυοφορούσα διακόπτει ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της -άρθ.304 παρ.3 περίπτωση 1 ΠΚ) και η παιδοκτονία
  • Εγκλήματα με αποκλειστικό και άμεσο θύμα τη γυναίκα, που εμφανίζονται στον Ποινικό Κώδικα, όπως η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (άρθ.304 παρ.1, 2 και 3 περίπτωση 2 ΠΚ όταν προκαλείται από τρίτον, αλλά κυρίως όταν προκληθεί βαρεία πάθηση του σώματος ή της διάνοιας της εγκύου ή ακόμη ο θάνατος της (άρθ.304 παρ.2 στοιχείο β ΠΚ), η απατηλή επίτευξη συνουσίας, η εκμετάλλευση πόρνης, η μαστροπεία (άρθ.349 παρ.3 ΠΚ), η ακούσια και εκούσια απαγωγή και η εγκατάλειψη εγκύου.
  • Εγκλήματα με έμμεσο θύμα τη γυναίκα, όπως: σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού, και τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης (έγκλημα που στρέφεται έμμεσα κατά της γυναίκας όταν τελείται από τρίτο πρόσωπο, αν και στις περισσότερες περιπτώσεις πρόκειται για έγκλημα που στρέφεται κατά του εμβρύου, τόσο όταν διαπράττεται από την ίδια την έγκυο, όσο και όταν τελείται από τρίτο πρόσωπο, ενώ περίπτωση που μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει άμεσο θύμα τη γυναίκα είναι όταν προκληθεί βαρεία πάθηση του σώματος ή της διάνοιας της εγκύου ή ακόμη ο θάνατός της).
  • Εγκλήματα με δράστες και θύματα αποκλειστικά άνδρες, όπως η ασέλγεια παρά φύση,
  • Εγκλήματα με δράστες αποκλειστικά άνδρες και θύματα αποκλειστικά γυναίκες, όπως η ακούσια και η εκούσια απαγωγή, η απατηλή επίτευξη συνουσίας, η εκμετάλλευση πόρνης και η εγκατάλειψη εγκύου.
  • Εγκλήματα με δράστες άνδρες χωρίς άμεσο θύμα. Αυτά θεωρούνται από τη συγγραφέα ως «αυτονόητα έμφυλα» εγκλήματα, δηλ. σ’αυτά ο νομοθέτης δεν αναφέρει το φύλο του δράστη, αλλά πρόκειται για εγκλήματα που αναφέρονται σε ενέργειες ή δραστηριότητες οι οποίες μπορούν να τελεστούν αποκλειστικά από άνδρες, όπως η κατάχρηση εκκλησιαστικού αξιώματος ή τα εγκλήματα που ανάγονται στη στρατιωτική υπηρεσία και στην υποχρέωση για στράτευση.
  • Εγκλήματα «παραδοσιακά ανδρικά», δηλ. με δράστες, αλλά και θύματα κυρίως άνδρες. Πρόκειται για εγκλήματα που ενώ αναφέρονται ως «άφυλα» από τον ΠΚ [με τη χρήση του όρου «όποιος»], στην πράξη πρόκειται για κατ’εξοχήν ανδρικά εγκλήματα, όπως η μονομαχία, η οποία κατά τη συγγραφέα είναι παρωχημένο έγκλημα και πρέπει να καταργηθεί.
Στο τέλος της εισαγωγής παρατίθεται πίνακας με σχηματική ταξινόμηση των εγκλημάτων του Ποινικού Κώδικα που αναφέρουν τον άνδρα ή τη γυναίκα ως δράστη ή θύμα αντίστοιχα.
Η δεύτερη ταξινόμηση των εγκλημάτων σύμφωνα με το φύλο ακολουθείται και ως διάγραμμα στον κύριο κορμό της μελέτης ως ακολούθως:
  • Εγκλήματα σχετικά με την εγκυμοσύνη ή εγκλήματα που επενεργούν στο γυναικείο σώμα πριν, κατά ή μετά τον τοκετό με δράστη ή θύμα (άμεσο ή έμμεσο) τη γυναίκα, όπως: η παιδοκτονία, η τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης, η σωματική βλάβη εμβρύου ή νεογνού και η εγκατάλειψη εγκύου,
  • Εγκλήματα με αποκλειστικό δράστη άνδρα και αποκλειστικό θύμα γυναίκα, όπως: η ακούσια και εκούσια απαγωγή, η απατηλή επίτευξη συνουσίας και η εκμετάλλευση πόρνης (πλην της εγκατάλειψης εγκύου που κατατάσσεται στην προηγούμενη ενότητα των εγκλημάτων που επενεργούν στο γυναικείο σώμα, λόγω της σχέσης της με την εγκυμοσύνη),
  • Εγκλήματα άφυλα που στην πράξη στρέφονται κατ’εξοχήν κατά γυναικών, όπως: η σωματεμπορία και ο βιασμός και
  • Εγκλήματα με αποκλειστικούς δράστες και θύματα άνδρες, όπως: η ασέλγεια παρά φύση.
Η μελέτη καταλήγει στο συμπέρασμα ότι τα περισσότερα de iure έμφυλα εγκλήματα είτε είναι αναχρονιστικά, είτε αποπνέουν σεξιστικές αντιλήψεις και ως εκ τούτου κρίνεται σκόπιμη η τροποποίηση και ενδεχομένως η κατάργησή τους.
Στο βιβλίο όπου εντάσσεται και η παρούσα μελέτη επιχειρείται μια συνολική προσέγγιση του προβλήματος της έμφυλης εγκληματικότητας τόσο από την πλευρά της Εγκληματολογίας, όσο και από την πλευρά του Ποινικού δικαίου και της Αντεγκληματικής πολιτικής. Σκοπός του βιβλίου είναι να δώσει μια πανοπτική εικόνα αυτής της εγκληματικότητας πρώτον σε σχέση με την αιτιολογία και τη φαινομενολογία της (εγκληματολογική προσέγγιση), δεύτερον σε σχέση με το ποινικό πλαίσιο αντιμετώπισής της (προσέγγιση ποινικού δικαίου) και τρίτον σε σχέση με τις δυνατότητες βελτίωσης του ποινικού πλαισίου (προσέγγιση Αντεγκληματικής πολιτικής).

Ένταξη μεταναστών και προσφύγων: πραγματικότητα και νομικά προβλήματα

«Ένταξη μεταναστών και προσφύγων: πραγματικότητα και νομικά προβλήματα», στα Πρακτικά Συνεδρίου που διοργάνωσε ο Τομέας Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών ΔΠΘ στις 28-29 Νοεμβρίου 2006 με θέμα «Αλλοδαποί στην Ελλάδα: ένταξη ή περιθωριοποίηση;», Εκδ. Αντ. Σάκκουλα, 2008, σσ.77-104.

Αθανασία Συκιώτου,

Έπίκουρη Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Νομικής Σχολής ΔΠΘ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η συγγραφέας διαπιστώνει κατ’αρχάς ότι η ένταξη προϋποθέτει μεταναστευτική πολιτική και αυτή συνδέεται στενά με την Αντεγκληματική πολιτική, ιδίως την κοινωνική Αντεγκληματική πολιτική, καθ’ο μέρος τα μέτρα για την οικονομία και την ανεργία αποτελούν μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα, μάλιστα πρωτογενή, απευθυνόμενα στο σύνολο του πληθυσμού και τα οποία στοχεύουν στην εξάλειψη των παραγόντων ή συνθηκών που διευκολύνουν την εμφάνιση και ανάπτυξη του εγκλήματος, συμβάλλοντας έτσι, στη γενική πρόληψη του εγκλήματος. Βέβαια, στην Ελλάδα πάσχει τόσο η μεταναστευτική όσο και η Αντεγκληματική πολιτική. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι που εγκαταλείπουν τις εστίες τους δεν έχουν τους ίδιους λόγους που το πράττουν και γι’αυτό δεν πρέπει να εντάσσονται στην ίδια κατηγορία και να τυγχάνουν της ίδιας αντιμετώπισης. Στο σημείο αυτό, κάνει διάκριση μεταξύ εκούσιας και ακούσιας μετανάστευσης και στη συνέχεια προχωρά στη διάκριση των εξής κατηγοριών αλλοδαπών που βρίσκονται στην Ελλάδα: α) μετανάστες νόμιμοι και μη, β) πρόσφυγες ήδη αναγνωρισμένοι από το κράτος, γ) αιτούντες άσυλο, άτομα δηλ. που έχουν ζητήσει να αναγνωρισθούν ως πρόσφυγες, αλλά που βρίσκονται ακόμη στη διαδικασία εξέτασης της αιτήσεως τους, δ) απορριφθέντες αιτούντες άσυλο, που δεν δύνανται να επιστρέψουν στη χώρα τους και ε) μια ιδιαιτέρως ευάλωτη κατηγορία, τα θύματα εμπορίας ανθρώπων, τα οποία ως προς την προστασία που πρέπει να τους παρέχεται από τη χώρα υποδοχής, θα πρέπει να εξομοιώνονται εν ευρεία εννοία με τους πρόσφυγες.
Στην πρώτη ενότητα η συγγραφέας αναφέρεται στα στάδια προσαρμογής του αλλοδαπού στη χώρα υποδοχής και τονίζει ότι όταν μιλούμε για την ένταξη, συνήθως, θεωρούμε ότι το χρονικό σημείο που σηματοδοτεί την έναρξη των προσπαθειών ένταξης είναι η στιγμή της νομιμοποίησης του αλλοδαπού (και του αιτούντος άσυλο μετά την αναγνώρισή του ως πρόσφυγα) και το σημείο λήξης των προσπαθειών ένταξης η στιγμή κτήσης της ελληνικής ιθαγένειας (πλήρης ένταξη).
Ωστόσο, θεωρεί ότι η διαδικασία της ένταξης πρέπει να αρχίζει από πολύ νωρίς, αφού τα προβλήματα αρχίζουν να συνυφαίνονται από τη στιγμή εισόδου στη χώρα υποδοχής, αλλά και ήδη πολύ πριν φτάσει ο αλλοδαπός στη χώρα. Δεδομένου δε, ότι η διαδικασία νομιμοποίησης είναι αρκούντως αργή, είναι πολλοί οι διαμένοντες στη χώρα για μακρό χρονικό διάστημα σε αναμονή μιας νομιμοποίησης –και για τους οποίους η παραμονή έχει ήδη δημιουργήσει προβλήματα που ενδέχεται να παγιωθούν και να μη δύνανται να επιλυθούν, ακόμη και όταν έλθει η πολυπόθητη νομιμοποίησή τους, που τότε πλέον ίσως να είναι αργά για να αρχίσει η διαδικασία ένταξης (γιατί ενδέχεται να έχει ήδη επέλθει μια εκτροπή ή σύγκρουση με την κοινωνική ομάδα).
Στο σημείο αυτό, διακρίνονται τα στάδια προσαρμογής ενός αλλοδαπού, μετανάστη ή πρόσφυγα, σε μια χώρα σε: α) προμεταναστευτικό, β) διαδικασία φυγής και γ) στάδιο εγκατάστασης στη χώρα υποδοχής. Αυτό το τελευταίο είναι και το πιο δύσκολο στάδιο προσαρμογής, κατά το οποίο αρχίζει και η κατ’εξοχήν ένταξη στη χώρα. Συχνά αυτό είναι το στάδιο, το οποίο, εάν δεν γίνει αντικείμενο επεξεργασίας, ενδέχεται να οδηγήσει σε άμεση σύγκρουση με τον κοινωνικό περίγυρο, με αποτέλεσμα τη γένεση εγκληματικών συμπεριφορών.
Προς τούτο στην επόμενη ενότητα ακολουθεί με συντομία σύγκριση μεταξύ εγκληματικότητας μεταναστών και προσφύγων.
Στη συνέχεια, στην τρίτη ενότητα αναλύονται τα κυριότερα προβλήματα ένταξης που για τη συγγραφέα είναι: τοπρόβλημα γλώσσας, η εργασία και η νομιμοποίηση. Άμεσα συνδεόμενα με το θέμα της νομιμοποίησης θεωρεί η συγγραφέας ότι είναι δύο θεμελιώδη δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται στους αλλοδαπούς για να μπορούν να φτάσουν στο στάδιο της νομιμοποίησής τους: το δικαίωμα της αναφοράς στις αρχές και το δικαίωμα υπεράσπισης. Επισημαίνονται τα κενά στη διαδικασία νομιμοποίησης των αλλοδαπών και παρατίθενται, ενδεικτικώς, μερικά από τα προβλήματα που συνδέονται με τη νομιμοποίηση των αλλοδαπών όπως: να µη συντρέχει λόγος δηµόσιας τάξης στο πρόσωπο του ενδιαφεροµένου, η κατάταξη αλλοδαπών σε εσφαλμένη διαδικασία νοµιµοποίησης, η προϋπόθεση κατοχής διαβατηρίου και η εκπρόθεσµη κατάθεση αιτήµατος άδειας διαµονής.
Ένα σοβαρό ερώτημα που τίθεται σχετικά με την ένταξη είναι τι γίνονται οι άνθρωποι για τους οποίους αφ’ενός μεν έχουν απορριφθεί όλες οι δυνατότητες νομικής συνδρομής προς νομιμοποίησή τους, αφ’ετέρου όμως, η απομάκρυνσή τους δεν έχει λάβει χώρα (γιατί δεν είναι εφικτή) και οι οποίοι δεν παύουν να παραμένουν -παράνομα μεν, αλλά να παραμένουν- στην Ελλάδα, να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, να εργάζονται έστω και παράνομα και με δύο λόγια να συγκολλώνται με τον ιστό της Ελληνικής κοινωνίας και να εντάσσονται σ’αυτόν, είτε το επιθυμεί η ελληνική κοινωνία -και οι ίδιοι οι αλλοδαποί- είτε όχι. Στο ζήτημα αυτό η συγγραφέας θεωρεί ότι πρόβλημα τίθεται αντίστροφα: στην περίπτωση αυτή δεν θα πρέπει να ξεκινούμε από τη νομιμοποίηση προς την προσαρμογή και την ένταξη, αλλά από μια ήδη επελθούσα ένταξη προς αναζήτηση μιας νόμιμης λύσης στο θέμα της παραμονής των αλλοδαπών.
Η συγγραφέας καταλήγει στο συμπέρασμα ότι συνεχώς τα φαινόμενα της κοινωνικής περιθωριοποίησης των αλλοδαπών πολλαπλασιάζονται και καλλιεργούνται κυρίως από την ανεργία και την εξαθλίωση. Μαζί με την περιθωριοποίηση, η εγκληματικότητα καθίσταται αναπόφευκτη, αφού πολλοί από τους αλλοδαπούς είτε θα εργαστούν παράνομα, είτε όσοι δεν μπορούν να βρουν (έστω και παράνομη) δουλειά, ενδέχεται να γίνουν στόχοι εγκληματικών οργανώσεων για εκμετάλλευση ή/και χρησιμοποίησή τους για διάπραξη εγκληματικών πράξεων, με συνέπεια την ανακύκλωση του εγκληματικού πεδίου. Τέλος η συγγραφέας θεωρεί ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ουσιαστική και οργανωμένη προσπάθεια ένταξης των αλλοδαπών (μεταναστών και προσφύγων), ενώ σε αρκετές χώρες της Ε.Ε. οι προσπάθειες ένταξης εξαντλούνται με τη χορήγηση κάποιου επιδόματος και τη δημιουργία ζωνών ή ειδικών κατοικιών για μετανάστες που στην ουσία τους δεν είναι τίποτε παραπάνω από γκέτος. Η ένταξη των αλλοδαπών δεν είναι μόνο μια υπόθεση που εξαρτάται από τη ξενοφοβία ή όχι ενός λαού. Συναρτάται άμεσα με το νομοθετικό πλαίσιο που μπορεί να προωθήσει ικανοποιητικά τη δυνατότητα ένταξης και να προστατεύσει ή όχι τα δικαιώματά του αλλοδαπού στη χώρα υποδοχής.
Η συγγραφέας θεωρεί ότι η λύση για την αποτελεσματική ένταξη των αλλοδαπών ίσως βρίσκεται σε τοπικό επίπεδο: στη δημιουργία δηλαδή ομάδων που θα δουλεύουν για την ενημέρωση του κόσμου στις γειτονιές, στη δημιουργία διαπολιτισμικών κέντρων, που θα φέρνουν τους ημεδαπούς και τους αλλοδαπούς πιο κοντά και που θα βοηθούν τους τελευταίους να ξεπερνούν τα προβλήματά τους στη νέα χώρα.

Διαδίκτυο ως σύγχρονο όχημα θυματοποίησης

Η παρούσα μονογραφία εξετάζει για πρώτη φορά υπό το πρίσμα της Θυματολογίας και της Αντεγκληματικής πολιτικής το ζήτημα της θυματοποίησης του ατόμου με τη χρήση του Διαδικτύου εστιάζοντας στις συνέπειες που μπορεί να έχει ένα έγκλημα που τελείται μ’αυτό τον τρόπο για το θύμα. Για τον σκοπό αυτό μελετώνται διαδικτυακά εγκλήματα δηλ. εγκλήματα που διαπράττονται μέσω Διαδικτύου (είτε χρησιμοποιούν η/υ είτε άλλο μέσο τεχνολογίας π.χ. κινητή τηλεφωνία) είτε για να προσβάλλουν δεδομένα ή αρχεία, είτε αυτά που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για τη διακίνηση ποικίλου υλικού, είτε ακόμη για την τέλεση ενός παραδοσιακού εγκλήματος.
Η μονογραφία διαρθρώνεται σε δύο άριστα ισοζυγιασμένα μέρη, όπου το πρώτο μέρος διαχωρίζεται σε τέσσερα κεφάλαια και το δεύτερο σε τρία. Κάθε κεφάλαιο με τη σειρά του διαχωρίζεται σε αντίστοιχες ενότητες και υποενότητες.
Η μονογραφία ξεκινά με τη διαπίστωση ότι το έγκλημα στο Διαδίκτυο αποκτά λόγω του παγκόσμιου χαρακτήρα της πληροφορίας -και εξ αυτού του λόγου παγκοσμιότητα- και δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις για το υπάρχον μοντέλο της επιβολής του νόμου, αλλά συγχρόνως και της διασφάλισης των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
Το Διαδίκτυο είναι ένα μέσο που προσφέρει πολύ περισσότερα οφέλη στους δράστες απ’ό,τι τα παραδοσιακά μέσα και το οποίο διευκολύνει κατ’εξοχήν τις οργανωμένες εγκληματικές οργανώσεις που δρουν σε διακρατικό επίπεδο, δεδομένου ότι διαθέτει τα εξής χαρακτηριστικά: είναι ταχύτατο, εύκολο στη διάπραξή του, αφήνει μόνο ψηφιακά ίχνη, διευκολύνει την εκτεταμένη συνέργια, χωρίς αποκάλυψη της πραγματικής ταυτότητας των δραστών και επιπλέον, δεν απαιτούνται ιδιαίτερες σωματικές δυνάμεις για τη διάπραξή του, αφού δίνει τη δυνατότητα στον/ους δράστη/ες, χωρίς να μετακινηθεί/ούν από τη θέση του/ς, να επιφέρει/ουν τα εγκληματικά του/ς αποτελέσματα ευρισκόμενος/οι ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς τόπους εύκολα, γρήγορα και ανέξοδα, πλήττοντας μάλιστα την ίδια στιγμή αδιευκρίνιστο αριθμό προσώπων.
Στην εισαγωγή αποσαφηνίζονται οι όροι ηλεκτρονικού και πληροφορικού εγκλήματος και τονίζεται ότι σε καμια περίπτωση δεν μπορούμε να μιλάμε για «κατάχρηση» του Διαδικτύου όταν τελείται μέσω αυτού ένα έγκλημα, αφού δεν φταίει το μέσο για τη συγκεκριμένη χρήση.
Με τον όρο «ηλεκτρονικό έγκλημα» ή «έγκλημα τελούμενο με η/υ» εννοούνται, με ευρεία έννοια: όλες οι αξιόποινες πράξεις που τελούνται με τη χρήση ενός συστήματος ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων και όπου ο υπολογιστής μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως βοηθητικό μέσο και με στενή: τα εγκλήματα για την τέλεση των οποίων ο υπολογιστής αποτελεί κύριο μέσο τέλεσης είτε τελούνται στο Διαδίκτυο είτε όχι.
Η πληροφορική σε σχέση με το έγκλημα μπορεί να συνδέεται ως εξής:
  • Υπάρχουν εγκλήματα που διαπράττονται τόσο σε κοινό όσο και σε ηλεκτρονικό περιβάλλον
  • Εγκλήματα που διαπράττονται μόνο σε περιβάλλον ηλεκτρονικών υπολογιστών χωρίς να υπάρχει σύνδεση στο Διαδίκτυο (π.χ. αντιγραφή προγράμματος σε δισκέττα) και
  • Εγκλήματα που διαπράττονται αποκλειστικώς στο Διαδίκτυο (γνήσια εγκλήματα του κυβερνοχώρου – cyber-crimes).
Με την έννοια «διαδικτυακό έγκλημα» εννοείται το έγκλημα που διαπράττεται σε περιβάλλον Διαδικτύου, και τότε πρόκειται για έγκλημα σχετιζόμενο με τον κυβερνοχώρο ή για έγκλημα που διαπράττεται στον κυβερνοχώρο ή για έγκλημα που διαπράττεται με τη βοήθεια του κυβερνοχώρου.
Αντίστοιχα, η συγγραφέας διακρίνει:
    • Τα εγκλήματα που στρέφονται κατά ηλεκτρονικού υπολογιστή όπως:
  1. Διάρρηξη ασφάλειας πληροφοριών με παράνομη διείσδυση σε δεδομένα (hacking, cracking) που μπορούν ακόμη να επηρεάσουν και την εθνική ασφάλεια της χώρας
  2. Καταστροφικές πράξεις σε ηλεκτρονικά αρχεία με διείσδυση π.χ. ιών.
    • Τα εγκλήματα που προσβάλλουν το απόρρητο και τη διαθεσιμότητα των δεδομένων και των συστημάτων ή την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής όπως:
  1. Υποκλοπές, παραβίαση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, αποστολή ανεπιθύμητης αλληλογραφίας
  2. Τα εγκλήματα σχετικά με την προσβολή των πνευματικών δικαιωμάτων (copyright, κ.λπ.)
  • Εγκλήματα που προσβάλλουν παραδοσιακά έννομα αγαθά, αλλά που απαιτούν ιδιαίτερη τυποποίηση για την καταστολή τους όπως διάρρηξη οικονομικών στοιχείων με σκοπό π.χ. την τέλεση οικονομικών εγκλημάτων απάτης, ξέπλυμα βρώμικου χρήματος κ.λπ.
  • Εγκλήματα που χρησιμοποιούν τα συστήματα πληροφορικής για διακίνηση υλικού, όπως:
  • Αποστολή υβριστικών ή συκοφαντικών μηνυμάτων,
  1. Διακίνηση πορνογραφικού υλικού ή
  2. Υλικού Προπαγάνδας μίσους για υποκίνηση φυλετικών διακρίσεων.
  • Τα εγκλήματα που χρησιμοποιούν τον Η/Υ ως μέσο για την τέλεση εγκλημάτων κοινού ποινικού δικαίου όπως:
  1. Παράσυρση θυμάτων εμπορίας ανθρώπων με σκοπό τη σεξουαλική ή εργασιακή εκμετάλλευση,
  • Διακίνηση ναρκωτικών,
  • Τέλεση τρομοκρατικών ενεργειών.
Η συγγραφέας ωστόσο τονίζει ότι οποιοδήποτε έγκλημα μπορεί πλέον να τελεστεί μέσω Διαδικτύου.
Η μονογραφία περιστρέφεται γύρω από τις εξής επισημάνσεις:
  1. Το Διαδίκτυο αποτελεί ένα νέο μέσο θυματοποίησης
  2. Για να καταλήξει κανείς στο κατά πόσο το μέσο αυτό συμβάλλει στη θυματοποίηση ή πόσο εκτενής είναι η θυματοποίηση σ’ένα τόπο μέσω του Διαδικτύου θα πρέπει να λάβει υπόψη του σωρευτικώς τους ακόλουθους παράγοντες:
  1. τη δομή του συστήματος επικοινωνιών σε μια χώρα,
  2. τη συχνότητα χρήσης του Διαδικτύου από τα ενδεχόμενα θύματα, αλλά και
  • το είδος χρήσης του Διαδικτύου από αυτά
  1. Το θύμα μπορεί να συμβάλει στη θυματοποίησή του είτε λόγω άγνοιας είτε συνειδητά
  2. Η δίωξη προσκόπτει σε πολλά προβλήματα
  3. Η προληπτική και κατασταλτική χρήση του Διαδικτύου από τις αρχές μπορεί να επιφέρει συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών.
Το πρώτο μέρος είναι αφιερωμένο στη συμβολή του Διαδικτύου στη θυματοποίηση με τις δυνατότητες που προσφέρει στους δράστες, στη μελέτη των διαφόρων τύπων χρηστών όπως και ορισμένων χαρακτηριστικών κατηγοριών διαδικτυακών εγκλημάτων, καθώς και στους παράγοντες που συμβάλλουν ή αναστέλλουν τη θυματοποίηση μέσω Διαδικτύου.
Το πρώτο κεφάλαιο κρίνεται σκόπιμο να αφιερωθεί στην εξέταση των δυνατοτήτων που προσφέρει το Διαδίκτυο για θετική και αρνητική χρήση και ιδιαίτερα για να εξοικειωθεί ο αναγνώστης με έννοιες όπως: το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ο παγκόσμιος Ιστός, η μεταφορά αρχείων, η σύνδεση με απομακρυσμένο η/υ, η αναμεταδιδόμενη συζήτηση, οι ομάδες συζήτησης (news groups) και οι πίνακες ανακοινώσεων. Τα παραπάνω μέσα που προσφέρονται για την ταχύτερη μεταφορά πληροφοριών, μπορούν ωστόσο να γίνουν αντικείμενο χρήσης και για εγκληματικούς σκοπούς.
Στο δεύτερο κεφάλαιο διακρίνονται τρεις τύποι χρηστών του Διαδικτύου: α) οι δράστες, όπου σε τρεις ιδιαίτερες ενότητες αναπτύσσονται οι μέθοδοι που αυτοί χρησιμοποιούν για να παρασύρουν και να παγιδεύσουν αντίστοιχα τα θύματά τους, και να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, β) τα εν δυνάμει θύματα, που διακρίνονται από τη συγγραφέα σ’αυτά που είναι εντελώς αθώα και σ’αυτά που συμβάλλουν στη θυματοποίησή τους και γ) μια ιδιαίτερη κατηγορία χρηστών: αυτοί που αναζητούν υπηρεσίες που προσφέρουν τα θύματα, χαρακτηριστική στην περίπτωση της εμπορίας ανθρώπων.
Στο τρίτο κεφάλαιο αναπτύσσονται ενδεικτικώς τρεις κατηγορίες διαδικτυακών εγκλημάτων σε τρεις υποενότητες: α) τα εγκλήματα που στρέφονται κατά της ιδιωτικής ζωής και που προκαλούν κακόβουλες εισβολές σε δίκτυα   ή αποστέλλουν ανεπιθύμητη αλληλογραφία (spams), β) τα εγκλήματα που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο για διακίνηση υλικού, και ενδεικτικά αναπτύσσονται τα παραδείγματα της αποστολής υβριστικών συκοφαντικών ή εκβιαστικών μηνυμάτων, της διακίνηση υλικού προπαγάνδας μίσους για υποκίνηση φυλετικών διακρίσεων ή εξτρεμιστικής προπαγάνδας και γ) τα εγκλήματα κοινού ποινικού δικαίου που χρησιμοποιούν το Διαδίκτυο ως μέσο για την τέλεση με τα ιδιαίτερα παραδείγματα της παράσυρσης θυμάτων εμπορίας ανθρώπων και της τέλεσης τρομοκρατικών ενεργειών.
Η συγγραφέας παρατηρεί ότι μερικά εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου που τελούνται μέσω Διαδικτύου έχουν για το θύμα πολύ σοβαρότερες συνέπειες όταν αυτά τελούνται με τη χρήση αυτού του μέσου παρά με τις παραδοσιακές τεχνικές.
Ο δράστης που χρησιμοποιεί το Διαδίκτυο για να παρασύρει π.χ. ανύποπτα θύματα εμπορίας ανθρώπων μπορεί να επιφέρει τα εγκληματικά του αποτελέσματα σε παγκόσμια κλίμακα, πλήττοντας την ίδια στιγμή ένα αδιευκρίνιστο αριθμό θυμάτων ταυτοχρόνως σε διαφορετικούς τόπους. Είναι σαν να πατά ένα κουμπί και να ρίχνει μια βόμβα που μπορεί να σκοτώσει ταυτόχρονα χιλιάδες ανθρώπους.
Εξάλλου, θεωρεί ότι η χρήση του Διαδικτύου έχει μεταλλάξει τις σχέσεις θύματος-δράστη με την έννοια ότι, επειδή συχνά το θύμα δεν γνωρίζει τον δράστη, δεν υπάρχει πια και η παραδοσιακή αντιπαράθεση δράστη-θύματος και κατά συνέπεια αφενός η θυματοποίηση σε μερικά εγκλήματα είναι πιο «ύπουλη», αφού ο δράστης είναι αόρατος και αφετέρου το θύμα δεν μπορεί να βοηθήσει άμεσα τις διωκτικές αρχές με περιγραφή υπόπτου, κ.λπ.
Στο τέταρτο και τελευταίο κεφάλαιο του πρώτου μέρους εξετάζονται οι παράγοντες που συμβάλλουν ή αναστέλλουν τη θυματοποίηση μέσω Διαδικτύου, που αυτοί είναι για τη συγγραφέα η δομή των τηλεπικοινωνιών σε μια χώρα, η χρήση του Διαδικτύου, καθώς και η συχνότητα και είδος χρήσης του, αλλά και οι πολιτισμικές διαφορές που διαφοροποιούν το είδος χρήσης του Διαδικτύου από χώρα σε χώρα και κάνουν το Διαδίκτυο περισσότερο προσφιλές στη μια και λιγώτερο στην άλλη.
Η συγγραφέας θεωρεί ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πια ακριβώς είναι η συμβολή του Διαδικτύου στη θυματοποίηση εάν δεν έχουμε υπόψη μας την υποδομή των τηλεπικοινωνιακών συστημάτων σε μια χώρα, καθώς και το είδος και τη συχνότητα της χρήσης από τα ενδεχόμενα θύματα, όπως και την ύπαρξη ή όχι προληπτικών μέτρων που ενδέχεται να λαμβάνει το ίδιο ή/και τα θεσμικά όργανα για να αποτρέψουν τη θυματοποίηση ή/και την απαναθυματοποίησή του. Αυτοί οι παράγοντες μπορούν να συμβάλλουν αποφασιστικά στη μέτρηση της θυματοποίησης, έτσι ώστε αν δεν τους λάβουμε υπόψη μας να έχουμε ανακριβή εικόνα για τη θυματοποίηση. Δεν πρέπει, βέβαια, να ξεχνάμε ότι η διαθεσιμότητα όσον αφορά τον εξοπλισμό και τις υποδομές διαφέρει μεταξύ των κρατών, κυρίως για οικονομικούς λόγους. Ωστόσο, δεν θα έπρεπε να υποτιμούμε την ταχύτητα με την οποία το Διαδίκτυο αυξάνεται. Χαρακτηριστικό είναι ότι χώρες που μέχρι χτες δεν είχαν υποδομή στις τηλεπικοινωνίες μέσα σε λίγα μόλις χρόνια ανταγωνίζονται τις προηγμένες. Το γεγονός ότι η χρήση του Διαδικτύου αυξάνει με μεγάλη ταχύτητα εξηγείται και από τα κρούσματα ορισμένων διαδικτυακά τελούμενων εγκλημάτων όπως της πορνογραφίας ανηλίκων.
Το δεύτερο μέρος της μονογραφίας αφορά στην αντιμετώπιση της τελούμενης μέσω Διαδικτύου εγκληματικότητας και εδώ η συγγραφέας εστιάζει στην εξέταση του θέματος από πλευράς Αντεγκληματικής Πολιτικής.
Στο πρώτο κεφάλαιο αναπτύσσονται τα νομοθετικά μέτρα σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδο σε δύο αντίστοιχες ενότητες. Η ανάπτυξη της διαδικτυακής εγκληματικότητας οδήγησε στην ανάγκη δημιουργίας νέων τυποποιήσεων για την αντιμετώπιση των νέων εγκληματικών συμπεριφορών. Τα προστατευόμενα αγαθά, όπως η ανηλικότητα, η ιδιωτική ζωή, η πληροφοριακή αυτοδιάθεση του ατόμου δεν θα μπορούσαν να προστατευθούν χωρίς ποινικές διατάξεις. Δεδομένης της παγκοσμιότητας τη πληροφορίας, ταυτόχρονα ανέκυψε και η ανάγκη σύγκλισης των ποινικών συστημάτων των χωρών, ώστε να υπάρξει ομοιόμορφη και αποτελεσματική αντιμετώπιση των νέων εγκλημάτων. Ωστόσο, μόνη η οριζόντια δράση που επιτυγχάνεται σε επίπεδο συμβάσεων και συνεργασίας των κρατών δεν είναι αρκετή, αφού τα κείμενα εξαρτώνται αφενός από τη βούληση του νομοθέτη και αφετέρου από ύπαρξη αρκετών οικονομικών μέσων για να εφαρμοστούν.
Το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει το Διαδίκτυο είναι χαώδες, δεδομένου ότι πρόκειται για αντικείμενο που εξελίσσεται με ιλιγγιώδη ταχύτητα και μάλιστα σε πεδία που εκ των προτέρων δεν ήταν ούτε γνωστά, ούτε ελέγξιμα. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των διατάξεων είναι τόσο ορατός, ώστε δίνεται η εντύπωση ότι η θέσπιση νομοθετικών περιορισμών στο Διαδίκτυο είναι μάλλον συγκυριακή.
Από τα νομοθετικά μέτρα σε υπερεθνικό επίπεδο εξετάζονται ιδιαίτερα τα μέτρα που έχουν ληφθεί σε επίπεδο Συμβουλίου της Ευρώπης κυρίως η Σύμβαση της Βουδαπέσητς για το κυβερνοέγκλημα. Η συγγραφέας τονίζει ότι το κείμενο της Σύμβασης αποτελεί μεν μια σημαντική προσπάθεια για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο, ωστόσο παραμένει ανεφάρμοστη, αφού, σήμερα, επτά χρόνια μετά την υιοθέτησή της, λιγότερα από τα μισά Κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης την έχουν κυρώσει. Εξάλλου, δεν παύει να είναι ένα περιφερειακό κείμενο, και επιπλέον, μεταξύ των χωρών που την έχουν κυρώσει αριθμούνται κράτη που δεν έχουν τεχνολογική υποδομή και αντίστοιχη διείσδυση στο Διαδίκτυο, όπως η Αλβανία, η Κροατία, Βοζνία-Ερζεγοβίνη, Σκόπια. Περαιτέρω, αφήνει πολλά περιθώρια στον κάθε εθνικό νομοθέτη –όπως οι περισσότερες συμβάσεις άλλωστε– με συνέπεια στην πράξη να προκύπτουν πολλά προβλήματα σχετικά με τον χαρακτηρισμό των πράξεων από διαφορετικούς ορισμούς, αλλά και θέματα δικαιοδοσίας. Στη συνέχεια εξετάζονται οι νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ε.Ε. για την καταπολέμηση του εγκλήματος στον κυβερνοχώρο και αναφέρονται οι διάφορες Οδηγίες, Αποφάσεις και Αποφάσεις-πλαίσια της Ε.Ε. για τη ρύθμιση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, καθώς και τη προστασία των προσωπικών δεδομένων. Ιδιαίτερα σχολιάζονται οι Οδηγίες που υιοθετήθηκαν σε σχέση με την ευθύνη των παρόχων για τη διατήρηση των δεδομένων. Η συγγραφέας θεωρεί ότι το ζήτημα έχει μεγάλη σημασία γιατί, δεδομένου ότι ο δράστης δεν είναι φυσικά παρών στο τόπο επέλευσης των αποτελεσμάτων της εγκληματικής του ενέργειας, δεν μπορούν κατά συνέπεια να αναζητηθούν πραγματικά ίχνη, τα ψηφιακά ίχνη είναι ο μοναδικός τρόπος να διερευνηθεί το έγκλημα. Σε επίπεδο εθνικού νομοθετικού πλαισίου εξετάζονται αφενός οι ρυθμίσεις του Ποινικού Κώδικα και αφετέρου οι ειδικοί νόμοι που ρυθμίζουν θέματα του Διαδικτύου και αφορούν ιδιαίτερα την ευθύνη των παρόχων υπηρεσιών Διαδικτύου για πράξεις χρηστών τους, καθώς και την προστασία της ιδιωτικής ζωής και του απορρήτου των προσωπικών δεδομένων.
Από την εξέταση του εθνικού και υπερεθνικού νομοθετικού πλαισίου η συγγραφέας καταλήγει ότι κανένα από τα κείμενα σε υπερεθνικό ή εθνικό επίπεδο δεν έχουν λάβει την πρόνοια να συμπεριλάβουν διατάξεις για τα θύματα εγκλημάτων που σχετίζονται με το Διαδίκτυο και αυτό δείχνει ότι υποτιμούν τη σημασία των εγκλημάτων που τελούνται με αυτό το μέσο. Έτσι, ο αγώνας γίνεται ακόμη πιο άνισος μεταξύ θύματος και δράστη. Πουθενά επίσης, δεν φαίνεται ο νομοθέτης να καθιστά επιβαρυντική περίσταση τη χρήση του Διαδικτύου για την τέλεση εγκλημάτων. Ωστόσο, η συγγραφέας πιστεύει ότι απαιτείται κάτι τέτοιο, δεδομένου ότι το Διαδίκτυο επιτρέπει στον δράστη την ταχύτατη διασκόρπιση του εγκληματικού του αποτελέσματος σε πολλούς τόπους και τη ταυτόχρονη δημιουργία αδιευκρίνιστου αριθμού θυμάτων, δίνοντας του μάλιστα τη δυνατότητα να ενεργήσει έτσι χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του.
Στο δεύτερο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους εξετάζονται τα τεχνικά μέτρα για την αντιμετώπιση της διαδικτυακής εγκληματικότητας σε υπερεθνικό και εθνικό επίπεδα.
Σε υπερεθνικό επίπεδο η συγγραφέας εξετάζει ενδεικτικώς τα προληπτικά και κατασταλτικά τεχνικά μέτρα για την παιδική πορνογραφία, καθώς και τα διάφορα τεχνικά μέσα κατά της ηλεκτρονικής διείσδυσης και ανεπιθύμητης αλληλογραφίας. Σε εθνικό επίπεδο, η συγγραφέας διακρίνει τα τεχνικά μέσα που συνδράμουν σε επίπεδο καταστολής για τον εντοπισμό των δραστών ή που δίνουν τη δυνατότητα στα θύματα να καταγγείλουν άμεσα εγκληματικές ενέργειες και σε τεχνικά μέσα που δρουν ταυτόχρονα τόσο σε επίπεδο πρόληψης όσο και καταστολής.
Στο τρίτο και τελευταίο κεφάλαιο του δευτέρου μέρους, εξετάζονται η προληπτική και κατασταλτική χρήση του Διαδικτύου σε σχέση με τη συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών.
Η συγγραφέας στο κεφάλαιο αυτό διακρίνει: α) τη χρήση του Διαδικτύου από όργανα καταστολής του εγκλήματος στο πλαίσιο συγκεκριμένης κατασταλτικής δράσης για τη δίωξη συγκεκριμένου εγκλήματος με σκοπό τη σύλληψη του δράστη και την προστασία του θύματος από μελλοντική θυματοποίηση ή επαναθυματοποίησή του και β) τη χρήση του Διαδικτύου από οποιαδήποτε όργανα ελέγχου (αφενός: είτε κρατικά θεσμοθετημένα για την προληπτικό έλεγχο του εγκλήματος, είτε ιδιωτικά, που ενεργούν για λογαριασμό κρατικών φορέων ακόμη και στρατιωτικών και αφετέρου: είτε εθνικά, είτε υπερεθνικά, (π.χ. SIS), όπου κάποια από τα όργανα αυτά ενδέχεται να δρουν και άτυπα), με σκοπό την προληπτική αποτροπή μελλοντικής (και συχνά αόριστης) εγκληματικής απειλής. Στο πλαίσιο της δεύτερης χρήσης του Διαδικτύου (από οποιαδήποτε όργανα ελέγχου με σκοπό την προληπτική αποτροπή μελλοντικής εγκληματικής απειλής) η συγγραφέας επισημαίνει ότι εμφιλοχωρεί και ο κίνδυνος «φακελώματος» όλων των πολιτών και η συρρίκνωση των ατομικών ελευθεριών τους με πρόσχημα την πιθανή τέλεση σοβαρού εγκλήματος, ιδίως τρομοκρατικών απειλών. Σ’αυτή τη δεύτερη περίπτωση η συγγραφέας θεωρεί ότι γίνεται ταυτόχρονη παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας προσωπικών δεδομένων. Ο προληπτικός έλεγχος του Διαδικτύου μπορεί να έχει και την έννοια της μείωσης της επικοινωνίας. Ωστόσο, ενώ η εκ των προτέρων μείωση της επικοινωνίας στο Διαδίκτυο με εισαγωγή ειδικών φίλτρων δεν επεμβαίνει στην «ιδιωτικότητα» (π.χ. φίλτρα για αποφυγή αποστολής spams, ιών, επικοινωνίας με ιστοσελίδες πορνογραφικού περιεχομένου), αλλά αντίθετα την προστατεύει, ο προληπτικός έλεγχος με στόχο τον εντοπισμό (δήθεν) εγκληματικών ενεργειών μπορεί να καταλήξει στην επέμβαση στην ιδιωτική ζωή και σε παραβίαση προσωπικών δεδομένων.
Η ενότητα σχετικά με την κατασταλτική χρήση του Διαδικτύου διακρίνεται: α) στη διερεύνηση των διαπραχθέντων ηλεκτρονικών εγκλημάτων, όπου αναπτύσσεται κυρίως η δράση του Τμήματος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος και β) προβλήματα που σχετίζονται με τη δίωξη ενός διαδικτυακού εγκλήματος. Τα πρόβλημα σχετικά με τη δίωξη είναι αρκετά. Από τη στιγμή της διαπίστωσης του εγκλήματος μέχρι τη στιγμή της δίωξης των δραστών μεσολαβούν αρκετά προβλήματα που αναχαιτίζουν μέχρι και ματαιώνουν την τελευταία. Η δυσκολία ελέγχου των συστημάτων και των δικτύων πληροφοριών και ιδίως του διαδικτύου, η ανωνυμία των χρηστών και οι μεγάλες δυνατότητες για την εξαφάνιση των ιχνών του εγκλήματος μέσω της διαγραφής των στοιχείων δημιουργούν συνεχώς ανάγκες για νέες εξουσίες και νομικά εργαλεία σε περιπτώσεις τέτοιων εγκλημάτων. Τα τελευταία δημιουργούν προβλήματα σχετικά με το απόρρητο της επικοινωνίας των πολιτών, ενώ υπάρχει ο κίνδυνος να καταλήξουν σε μια γενικευμένη επιτήρηση. Ο διακρατικός χαρακτήρας των εγκλημάτων του διαδικτύου επιβάλλει την ανάγκη αστυνομικής και δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών για τη δίωξη και τιμώρησή του. Η ανυπαρξία ενός ομοιόμορφου νομοθετικού πλαισίου δημιουργεί προβλήματα τόσο σε επίπεδο ορισμού ορισμένων συμπεριφορών, όσο και σε επίπεδο έρευνας και συλλογής αποδεικτικού υλικού. Η αντιμετώπιση αυτού του είδους της εγκληματικότητας δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή αποσπασματικά ως ένα περιφερειακό ζήτημα ποινικής καταστολής, αλλά ως ζήτημα που λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του έχει ευρύτερη σημασία για το Ποινικό Δίκαιο και την Αντεγκληματική Πολιτική.
Μερικές από τις πιο χαρακτηριστικές ομάδες προβλημάτων που εντοπίζει και αναπτύσσει η συγγραφέας αφορούν: α) τη συλλογή των αποδείξεων, β) την κατ’εξοχήν υπερεθνική διάσταση των ηλεκτρονικών εγκλημάτων και γ) την αδυναμία άρσης του απορρήτου στα πλημμελήματα.
Η επόμενη και τελευταία ενότητα αφορά στη χρήση του Διαδικτύου στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου. Η συγγραφέας επισημαίνει ότι η χρήση του Διαδικτύου στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου παρουσιάζει τον κίνδυνο να επιτρέψει σε κάποιους την εισβολή και παραβίαση της ιδιωτικής ζωής του ατόμου και των προσωπικών του δεδομένων, φτάνοντας μέχρι τη δημιουργία αρχείου (φακελώματος), για εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε συμφερόντων είτε αυτή η χρήση νομιμοποιείται κάτω από την προληπτική αποτροπή μελλοντικής εγκληματικής ενέργειας στο όνομα της ασφάλειας, είτε όχι. Μετά το τρομοκρατικό κτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 στις ΗΠΑ η προστασία της ιδιωτικής ζωής και των προσωπικών δεδομένων του ατόμου έχουν καμφθεί υπό την πίεση της παγκοσμιοποιημένης διάστασης της ασφάλειας και οδηγούμαστε (πιθανότατα και να έχουμε ήδη φτάσει) σε ένα παγκόσμιο αστυνομοκρατούμενο μοντέλο στους σκοπούς του οποίου το Διαδίκτυο παρέχει εξαιρετική συνδρομή.
Η συγγραφέας τονίζει ότι ενώ η κρατική δράση στο πεδίο της καταστολής είναι συγκεκριμένη, αφού αναφέρεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο, αντίθετα η πρόληψη δεν προσανατολίζεται σε συγκεκριμένο κίνδυνο και γι’αυτό μοιάζει να βρίσκεται σε αντίφαση με την αρχή της αναλογικότητας.
Στην ενότητα αυτή εξετάζονται σε δύο υποενότητες αφενός οι προληπτικοί έλεγχοι που συνδέονται με την παραβίαση της ιδιωτικής ζωής και της προστασίας προσωπικών δεδομένων σε υπερεθνικό επίπεδο και αφετέρου σε εθνικό επίπεδο. Η συγγραφέας τονίζει ότι τα τελευταία χρόνια τα όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εκδώσει σειρά νομοθετικών κειμένων που αφήνουν χαραμάδα για αμφιβόλου νομιμότητας ενέργειες, με πρόσχημα την προφύλαξη από την τρομοκρατία αναφέρεται δε στις συμφωνίες μεταξύ Κοινότητας και ΗΠΑ για τη διαβίβαση και επεξεργασία δεδομένων επιβατών αεροπορικών μεταφορών που επιτρέπει την ηλεκτρονική διασύνδεση αρχείων βάσει του εγκληματικού προφίλ που δημιουργούσε ένα ειδικό πρόγραμμα. Στη συνέχεια επισημαίνει ότι το Συμβούλιο της Ε.Ε. ήδη προωθεί πρόταση Απόφασης-πλαισίου για τη χρήση των δεδομένων των καταστάσεων με τα ονόματα των επιβατών και συνδέεται στενά με άλλα συστήματα συλλογής και χρήσης δεδομένων των επιβατών, ιδίως δε τη συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Επίσης, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα νέο δίκαιο προστασίας δεδομένων στον τρίτο πυλώνα, βρίσκεται υπό επεξεργασία (και αναμένεται να υιοθετηθεί μέχρι το τέλος του 2008) Απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου για την προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα Αστυνομικής και Δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις. Η συγγραφέας σημειώνει ότι το σημαντικό στην Απόφαση-πλαίσιο είναι ότι οι υφιστάμενες αρχές, οι οποίες εντάσσονται στο Σύστημα πληροφοριών Schengen (SIS Ι και ΙΙ), στην Europol, στη Eurojust και στο σύστημα τελωνειακών πληροφοριών του τρίτου πυλώνα θα συγχωνευθούν σε μια ενιαία αρχή ελέγχου, ωστόσο αυτό από τη μια πλευρά είναι θετικό γιατί ενοποιεί τον αποσπασματικό χαρακτήρα της προστασίας, από την άλλη όμως, δημιουργεί ασάφεια ως προς τον τρόπο λειτουργίας αυτής της ενιαίας αρχής και ιδιαίτερα με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο των επί μέρους αρχών δεδομένου ότι η πρόταση προβλέπει ότι αυτό παραμένουν σε ισχύ και επισημαίνει τα σημεία της κριτικής του Ευρωπαίου Επόπτη προστασίας δεδομένων που εντοπίζονται κυρίως στο ότι το σχέδιο της Απόφασης αποδυναμώνει την προστασία των προσωπικών δεδομένων τονίζοντας χαρακτηριστικά την ασάφεια της διατύπωσης του σχεδίου, ιδίως ως προς την περιγραφή των νόμιμων σκοπών επεξεργασίας.
Η μονογραφία καταλήγει στις εξής διαπιστώσεις:
Όλα δείχνουν ότι ο χρήστης του Διαδικτύου είναι περισσότερο ευάλωτος από οποιονδήποτε άλλο να θυματοποιηθεί, αφού οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν και από την πιο απλή χρήση του Διαδικτύου είναι αναρίθμητοι και καθημερινώς πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Παραδοσιακά εγκλήματα που έγιναν ιδιότυπα με τη χρήση του Διαδικτύου και των η/υ, εγκλήματα που παραμένουν παραδοσιακά και αλλάζουν ως προς το μέσο τέλεσης, εγκλήματα που είναι γνήσια ηλεκτρονικά, σε όλα αυτά που έχουν εκλάβει παγκόσμιο χαρακτήρα με ταχύτατο ρυθμό, καλούνται να απαντήσουν οι απροετοίμαστες για την μορφή αυτή του παγκοσμιοποιημένου εγκλήματος διωκτικές αρχές.
Ο/οι δράστης/ες κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία που τους προσφέρει το Διαδίκτυο μπορούν να τελέσουν ακόμη και εγκλήματα που με τον παραδοσιακό τρόπο δεν θα τολμούσαν να σκεφτούν. Οι εισβολές στην ιδιωτική ζωή και στην προσωπική ελευθερία είναι καθημερινό φαινόμενο πλέον και το κράτος δεν φαίνεται ούτε να μπορεί να αποτρέψει τη θυματοποίηση του πολίτη, ούτε και να καταστείλει ικανοποιητικά αυτού του είδους τις προσβολές.
Από την άλλη πλευρά, τα ίδια τα όργανα της κρατικής μηχανής ενέχονται σε παραβιάσεις ατομικών ελευθεριών και φθάνουν ακόμη και σε εγκληματικές ενέργειες στο όνομα της ασφάλειας και της ευταξίας.
Ο πολίτης-χρήστης-θύμα του Διαδικτύου παραμένει εν πολλοίς ανίσχυρος, αφού ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με τον εξής κίνδυνο: είτε να πέσει θύμα των ενεργειών της κρατικής μηχανής που ανά πάσα στιγμή εκείνη το επιθυμεί μπορεί να διεισδύσει μέσω των δυνατοτήτων του Διαδικτύου στην ιδιωτικότητά του, είτε να πέσει θύμα εγκληματικών ενεργειών τρίτων μέσω του Διαδικτύου απέναντι στις οποίες οι διωκτικές αρχές συχνά φαίνονται ανίσχυρες να τον βοηθήσουν λόγω των υποτιθέμενων εγγυήσεων που έχουν τεθεί για την προστασία των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής. Προβλήματα που αναιρούν ακόμη και τη δίωξη ορισμένων εγκλημάτων που έχουν τελεστεί μέσω Διαδικτύου, όπως π.χ. η δυνατότητα άρσης του απορρήτου μόνο σε κακουργήματα, οδηγεί στην ουσιαστική ατιμωρησία συμπεριφορών που απ’ότι φαίνεται ο νομοθέτης δεν έχει πάρει πολύ στα σοβαρά, αλλά που ωστόσο καθρεφτίζουν τη μεγάλη νοσηρότητα της κοινωνίας.
Από την άλλη πλευρά δεν αρκεί μόνο το νομοθετικό πλαίσιο, αλλά αυτού του είδους τα εγκλήματα χρειάζονται και τελειότατου τύπου τεχνολογική υποδομή για να «τρέξουν» πίσω από τους δράστες του Διαδικτύου. Δυστυχώς παρατηρείται ότι τα κράτη που έχουν άριστη τεχνολογική υποδομή είναι περισσότερο αυτά που ενέχονται σε εγκληματικές δραστηριότητες και δίνουν άσυλο σε παρόχους και λοιπούς ενδιάμεσους που απολαμβάνουν πραγματική ασυλία. Αντίθετα τα κράτη που δεν έχουν -ή δεν τόσο- αναπτυγμένη τεχνολογική υποδομή αποτελούν -ιδιαίτερα για ορισμένα εγκλήματα- και στόχους εγκληματικών ενεργειών.
Από πλευράς αντεγκληματικής πολιτικής και για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση της ηλεκτρονικής εγκληματικότητας (με στενή και ευρεία έννοια), θα πρέπει να συνυπάρχουν σωρευτικώς:
α) Νομοθετικό πλαίσιο ικανό να τιμωρεί αυστηρά, αλλά ταυτόχρονα ευέλικτο ώστε να μη δημιουργεί εμπόδια στη δίωξη.
β) Ομοιόμορφο νομοθετικό πλαίσιο σε διακρατικό επίπεδο που είναι σημαντικό στοιχείο για να μπορεί να υπερκεραστεί το πρόσκομμα της ασυνέχειας της ποινικής καταστολής με δυνατότητα αποτελεσματικής διακρατικής συνεργασίας σ’αυτόν τον τομέα. Τούτο απαιτεί σφαιρική και διεπιστημονική αντιμετώπιση των θεμάτων που πρέπει να ρυθμιστούν και
γ) άριστη τεχνολογική υποδομή που να επιτρέπει τη ταχύτατη επέμβαση των διωκτικών αρχών για τον εντοπισμό των δραστών και τη διαφύλαξη των στοιχείων. Δυστυχώς δεν αρκεί να υπάρχει μόνο νομοθετικό πλαίσιο για τις συγκεκριμένες εγκληματικές συμπεριφορές, αλλά και νομοθετικό πλαίσιο που θα επιτρέπει την κοινή ρύθμιση του συστήματος των επικοινωνιών, που αυτό αποτελεί και το στοίχημα για τις κυβερνήσεις.
Δεν αρκεί πια να κινούμαστε μόνο σε επίπεδο οριζόντιας δράσης για να αντιμετωπίσουμε το Διαδικτυακό έγκλημα, γιατί αυτό είναι ουτοπικό. Η πρόκληση μπροστά στην οποία βρισκόμαστε σήμερα είναι ότι θα πρέπει να απαντήσουμε στο παγκοσμιοποιημένο έγκλημα με ένα παγκόσμιο δίκαιο διαφορετικά όλες οι προσπάθειες θα είναι άλλοτε αποσπασματικές και άλλοτε συγκυριακές.
Στο τέλος της μονογραφίας παρατίθενται δύο παραρτήματα το πρώτο με λίστα διεθνών νομοθετικών κειμένων και το δεύτερο με λίστα διαδικτυακών τόπων σχετικών με την καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος.
Η μονογραφία κλείνει με παράθεση εκτενούς πίνακα ελληνικής και ξένης βιβλιογραφίας.

Γυναίκες: Τα εύκολα θύματα του bullying στην εργασία

Χαρισματικοί άνθρωποι, που εμπνέουν κατ’ αρχάς εμπιστοσύνη αλλά στην συνέχεια αποκαλύπτουν το πραγματικό τους «πρόσωπο», ψηλά στην ιεραρχία και μορφωμένοι είναι το σύνηθες προφίλ των θυτών του εκφοβισμού στον χώρο εργασίας. Ήπιων τόνων, κυρίως γυναίκες (ανύπαντρες μητέρες ή διαζευγμένες), χαμηλότερης μόρφωσης και χαμηλά στην ιεραρχία της δουλειάς, είναι οι άνθρωποι που υφίστανται το εργασιακό bullying. Και όλα αυτά, ενώ απουσιάζει παντελώς το σχετικό νομικό πλαίσιο στήριξης των εργαζομένων από την Ελλάδα…
Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα συμπεράσματα που αναδείχτηκαν στην πολύ ενδιαφέρουσα εκδήλωση για τον εργασιακό εκφοβισμό που διοργάνωσε ο Πανθεσσαλικός Σύλλογος Νομικών και Πολιτικών Επιστημόνων – Εκπαιδευτικών σήμερα το απόγευμα. Κύριες ομιλήτριες ήταν η κ. Νάνσυ Παπαλεξανδρή, ομότιμη καθηγήτρια στη διοίκηση ανθρώπινου δυναμικού, πρώην αντιπρύτανης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, η κ. Τένια Μακρή, ψυχολόγος – συγγραφέας και η κ. Κίρκη Πατσιαντάς, διδάκτορας Νομικής – δικηγόρος.
Στην εκδήλωση παρουσιάστηκε έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών από το 2009 σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, ενώ η κ. Μακρή αναφέρθηκε αναλυτικά στο… προφίλ των θυμάτων και των θυτών του εργασιακού bullying.
Γυναίκες… τα θύματα
Όπως και στην ιδιωτική ζωή, οι γυναίκες φαίνεται πως και στον χώρο εργασίας αποτελούν τα… εύκολα θύματα για την άσκηση εργασιακού εκφοβισμού. Σύμφωνα με την κ. Τένια Μακρή, η γυναίκα είναι στοχοποιημένη κατά 85% μέσα στο χώρο της εργασίας, άσχετα εάν πρόκειται για το δημόσιο ή τον ιδιωτικό τομέα. Ακόμη περισσότερο, δε, οι ανύπαντρες μητέρες και οι διαζευγμένες.
Επίσης, στοχοποιούνται πολύ εύκολα οι άνθρωποι που είναι χαμηλών τόνων, δε μιλούν πολύ εύκολα, κρατούν μία σιωπή η οποία δεν εκλαμβάνεται ως αξιοπρέπεια, αλλά ως αδυναμία απέναντι στην εξουσία.
Σύμφωνα με την κ. Μακρή, άνθρωποι που είναι χαμηλοτέρας μόρφωσης γίνονται πιο συχνά θύματα ψυχολογικής βίας μέσα στο χώρο.
Αντίθετα, άνθρωποι που αναρριχώνται στην ιεραρχία κι έχουν μια ανώτερη εκπαίδευση συνήθως είναι οι θύτες.
Η γνωστή ψυχολόγος ανέπτυξε και το σύνηθες προφίλ των θυτών, διευκρινίζοντας πάντα πως οι ψυχοπαθολογικές περιπτώσεις αποτελούν μία ξεχωριστή κατηγορία.
Έτσι λοιπόν, όπως είπε η κ. Μακρή, θύτης είναι εκείνος που είναι επικριτικός, δεν ικανοποιείται με τίποτα, κάνει τον υφιστάμενό του να νιώθει υποδεέστερος, αναθέτει δουλειά που τη θέλει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και βρίσκει πάντα ένα σφάλμα σ’ αυτό που γίνεται στη δουλειά του υφισταμένου του, δεν τον βοηθάει να προαχθεί, δεν τον ακούει σε περίπτωση που νιώθει ότι πιέζεται, βιάζεται ή κακοποιείται μέσα στην εργασία. Είναι ο άνθρωπος που διψά για εξουσία, φοβάται πάρα πολύ μην εκτεθεί και φοβάται κυρίως μήπως η δουλειά του υφισταμένου του είναι καλύτερη από τη δική του.
Ο εκφοβισμός στον εργασιακό χώρο μπορεί να δημιουργήσει πολλά προβλήματα. Συνήθως είναι κρίσεις πανικού, δυσκολία στον ύπνο, δυσκολία στη δουλειά κ.α, ενώ η τελική μορφή ενός ανθρώπου που κακοποιείται κατά συρροή μέσα στον χώρο της εργασίας είναι η κατάθλιψη. Εξάλλου, υπάρχει σύμφωνα με την κ. Μακρή ένα μικρό ποσοστό ανθρώπων που από την πάρα πολύ μεγάλη πίεση και την χαμηλή ψυχική τους ανεκτικότητα, καταλήγουν στην αυτοκτονία.
«Οι προϊστάμενοι που είναι «κακοποιητικοί» έχουν μία πάρα πολύ χαρισματική προσωπικότητα: από τη μία δημιουργούν το αίσθημα της ασφάλειας και της εμπιστοσύνης και μετά αρχίζουν να ελέγχουν και να κακοποιούν. Αυτοί επειδή είναι πάρα πολύ χαριστικοί στην προσωπικότητά τους μπορούν και χειραγωγούν τα ανώτερα απ’ αυτούς στελέχη, ώστε όταν ο εργαζόμενος απευθυνθεί σε αυτούς, έχουν δημιουργήσει τέτοιο κύκλο που ο άνθρωπος που «βιάζεται» πάρα πολλές φορές δε μπορεί να βρει το δίκιο του. Κι εκείνο που συνήθως ακούν αυτοί οι άνθρωποι είναι ότι «δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα για σένα», κατέληξε.
Από την πλευρά της η κ. Παπαλεξανδρή, παρουσίασε έρευνα που διεξήγε το 2009 το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών σε δείγμα 840 στελεχών του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Όπως είπε η κ. Παπαλεξανδρή, το 13% του δείγματος απήντησε ότι γίνονται δέκτες αρνητικών πράξεων από προϊσταμένους, συναδέλφους και άλλους, μέσα στον χώρο της εργασίας, «αλλά με ήπιο τρόπο. Δηλαδή, γυρνάω το κεφάλι όταν περνάς, σου αποκρύπτω στοιχεία ή χαρτιά, σημειώνω αρνητικά σχόλια και γενικά πράγματα για τα οποία δε μπορεί να διαμαρτυρηθεί κάποιος» όπως είπε χαρακτηριστικά.
Αυτό δεν είναι ένα ελληνικό γνώρισμα, αλλά μία κοινή… πρακτική που απαντάται σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες όπου μάλιστα τα ποσοστά είναι υψηλότερα. Εξαίρεση αποτελούν οι Σκανδιναβικές χώρες, οι οποίες έχουν θεσπίσει «δίχτυ» προστασίας των εργαζομένων που νιώθουν θύματα εργασιακού εκφοβισμού. Στην Ελλάδα φυσικά, δεν υπάρχει καν σχετική νομοθεσία…
Η κ.Παπαλεξανδρή εκτίμησε ότι μετά την κρίση τα πράγματα είναι χειρότερα σε ό,τι αφορά στον εργασιακό εκφοβισμό, ωστόσο καμιά φορά η κρίση μπορεί να λειτουργήσει λυτρωτικά γιατί συσπειρώνει ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια θέση.

Ενδοοικογενειακή Βία: Tο θύμα, ο θύτης και οι επιπτώσεις της

Η βία μέσα στην οικογένεια είναι ένα διαχρονικό φαινόμενο που δεν διαλέγει κοινωνικές τάξεις ή εθνικότητα. 
Στην Ελλάδα, το ποσοστό της βίας μέσα στην οικογένεια φαίνεται ότι έχει αυξηθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, λόγω των δύσκολων κοινωνικο-οικονομικών συνθηκών μέσα στις οποίες ζούμε.
Παρά τη δεδομένη αύξηση, τα πραγματικά ποσοστά δεν μπορούν να είναι γνωστά, αφού περίπου μόνο 1 στα 20 περιστατικά καταγγέλλονται στην αστυνομία.
Η δομή της ελληνικής οικογένειας είναι της αρχής «τα εν οίκο μη εν δήμω», γι’ αυτό και η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα καλά κρυμμένο μυστικό από τις γυναίκες θύματα κακοποίησης, οι οποίες λόγω της ντροπής και ενοχής που αισθάνονται δεν αποκαλύπτουν τη βία που υφίστανται, δεν αναζητούν βοήθεια κι έτσι εγκλωβίζονται σε καταστροφικές καταστάσεις.
Η ενδοοικογενειακή βία είναι η κατάσταση στην οποία ένα μέλος της οικογένειας προκαλεί οποιασδήποτε μορφής βλάβες σε ένα άλλο μέλος της και δεν περιορίζεται στη σωματική κακοποίηση, αλλά μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Περιλαμβάνει τις άμεσες και έμμεσες απειλές, τη συναισθηματική και ψυχολογική βία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την κοινωνική απομόνωση, τον οικονομικό έλεγχο και γενικότερα όλες τις συμπεριφορές που ωθούν ένα άτομο να ζει υπό ένα διαρκή φόβο.
Σκιαγραφώντας το προφίλ των κακοποιημένων γυναικών, φαίνεται ότι πρόκειται για γυναίκες που παρουσιάζουν
• Χαμηλή αυτοεκτίμηση,.
• Παθητική συμπεριφορά, καθώς υπομένουν, ανέχονται τον εξευτελισμό και την προσβολή.
• Χαρακτηριστικό είναι επίσης το ενοχικό συναίσθημα, καθώς, δέχονται την ευθύνη για τις βίαιες πράξεις των συζύγων τους. πιστεύουν ότι ευθύνονται και αρνούνται τον θυμό που νιώθουν από την κακοποίηση.
• Αισθάνονται φόβο, ανασφάλεια, αβοηθητότητα και αναξιότητα ότι δεν μπορούν να τα καταφέρουν χωρίς την παρουσία του συζύγου.
• Υπάρχει συναισθηματική εμπλοκή, παγίδευση και εξάρτηση, εξαιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης και της απομόνωσης.
Για τους λόγους αυτούς, σπάνια γυναίκες που δέχονται κακοποίηση από τον σύζυγο ή τον σύντροφό τους εγκαταλείπουν το οικογενειακό περιβάλλον. Φοβούνται τις επιπτώσεις της αποκάλυψης και την αντίδραση από το σύζυγο. Φοβούνται ότι η οικογένειά τους δεν θα τις στηρίξει, είτε γιατί δεν έχει τη δυνατότητα, είτε γιατί πιστεύει την αντίληψη «κάνε υπομονή μην χαλάσεις την οικογένειά σου». Πιστεύουν ότι θα διαλυθεί η οικογένειά τους και τα παιδιά τους θα κουβαλούν το στίγμα των χωρισμένων γονιών. Εκλογικεύουν την κατάσταση λέγοντας ότι τα παιδιά χρειάζονται και τους δυο γονείς για να μεγαλώσουν σωστά. Ακόμα και όταν φτάνουν στο σημείο να χρειάζονται νοσηλεία μετά την άσκηση βίας εις βάρος τους, μπορεί να αρχίσουν να το σκέφτονται, αλλά είναι λίγες οι περιπτώσεις που θα πάρουν την απόφαση να φύγουν από τη νοσηρή κατάσταση. Ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών παραδέχονται ότι είναι ερωτευμένες με το σύζυγό τους και ότι αν αυτοί αλλάξουν συμπεριφορά, τότε εκείνες θα τα ξεχάσουν όλα και θα είναι ευτυχισμένες.
Από την άλλη μεριά, οι θύτες συνήθως είναι άτομα υπεράνω υποψίας και δεν παρουσιάζουν σημάδια βίαιης συμπεριφοράς έξω από το σπίτι. Εμφανίζουν:
• Χαμηλή αυτοεκτίμηση.
• Είναι αυταρχικοί, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι αξίζουν.
Συχνά, το βίαιο σεξ χρησιμοποιείται ως μέσο για να αυξήσουν την αυτοεκτίμησή τους και τον ανδρισμό τους.
• Έχουν κτητική συμπεριφορά.
• Διακατέχονται από αισθήματα παθολογικής ζήλιας.
• Πολλοί εμφανίζουν διαταραχές προσωπικότητας.
• Κάποιοι έχουν υπάρξει θύματα ή μάρτυρες βίας στην πατρική τους οικογένεια.
Ανάμεσα στους βίαιους άνδρες φαίνεται να διαμορφώνονται δύο κατηγορίες. Είναι εκείνοι που είναι σε θέση να αναγνωρίζουν τις πράξεις τους, λυπούνται και μετανοούν για τη βίαιη συμπεριφορά τους, καθώς και εκείνοι που παραμένουν σε άρνηση, δεν παραδέχονται ότι η συμπεριφορά τους είναι βίαιη, δεν εκτιμούν τις αρνητικές επιπτώσεις που έχει η πράξη τους στο θύμα ή στα άλλα μέλη της οικογένειας. Δικαιολογούν τον εαυτό τους για τη συμπεριφορά τους, προβάλλοντας άλλους, εξωγενείς παράγοντες, όπως οικονομικά προβλήματα, αλκοόλ, ή την προκλητική συμπεριφορά της συζύγου.
Οι επιπτώσεις της κακοποίησης είναι πολύ σοβαρές σε κάθε τομέα της ζωής του θύματος. Σωματικά, είναι αυτονόητο ότι μπορεί να υπάρξουν τραυματισμοί που να απαιτούν ιατρική φροντίδα, μέχρι και την απόκτηση χρόνιων προβλημάτων υγείας. Οι γυναίκες που κακοποιούνται αντιμετωπίζουν σοβαρά ψυχικά προβλήματα.
Φαίνεται ότι το 60% πληρεί τα διαγνωστικά κριτήρια για την κατάθλιψη, ενώ υπάρχει σημαντικά αυξημένος κίνδυνος απόπειρας αυτοκτονίας. Εκτός από την κατάθλιψη, τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας βιώνουν συνήθως άγχος και πανικό, και είναι πιθανό να πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για κάποια αγχώδη διαταραχή. Πέραν αυτών, η πιο συχνά αναφερόμενη ψυχολογική επίπτωση για τα θύματα της ενδοοικογενειακής βίας είναι η διαταραχή μετατραυματικού στρες, η οποία χαρακτηρίζεται από τη συνεχή αναδρομή και αναβίωση ενοχλητικών σκηνών του παρελθόντος.
Ο ύπνος τους είναι διαταραγμένος, ενώ συχνά έχουν εφιάλτες και αποφεύγουν κάθε ερέθισμα που σχετίζεται με την κακοποίηση. Τα προβλήματα αυτά τις οδηγούν στην απομόνωση από την υπόλοιπη οικογένεια και τον φιλικό περίγυρο, απαγορεύοντάς τους να παραμείνουν λειτουργικές στην καθημερινότητά τους. Επιπλέον, ο ρόλος τους ως μητέρα επηρεάζεται και αυτός με τη σειρά του, καθώς οι ανικανοποίητες συναισθηματικές και μη ανάγκες και επιθυμίες σαφώς και εκδηλώνονται στη συμπεριφορά και τη σχέση με τα παιδιά τους, για τα οποία οι επιπτώσεις είναι ίσως οι σοβαρότερες, καθώς δεν μεγαλώνουν σε ένα ασφαλές, ήρεμο, αλλά και υποστηρικτικό περιβάλλον. Αντίθετα, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα κακομεταχείρισης και των ίδιων των παιδιών. Βρίσκονται σε απόλυτο κίνδυνο τραυματισμού κατά τη διάρκεια των βίαιων πράξεων ανάμεσα στους γονείς. Ενώ, αισθάνονται έντονο φόβο, άγχος, ενοχές και ντροπή με αποτέλεσμα να οδηγούνται σε συμπτώματα τραύματος με χαρακτηριστικό τους εφιάλτες.
Σε κάθε περιστατικό βίας μπορεί να γίνει εμφανές ότι απαρτίζεται από τρεις φάσεις οι οποίες επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά. Στο πρώτο στάδιο το θύμα υπόκειται σε λιγότερο βίαιες συμπεριφορές, όπως είναι οι φωνές με απειλές και προσβολές. Τα θύματα σύντομα διαισθάνονται ότι θα ακολουθήσει η σωματική βία, κι έτσι προσπαθούν να την αποφύγουν ενεργώντας συγκαταβατικά. Το δεύτερο στάδιο της βίας χαρακτηρίζεται από ανεξέλεγκτη σωματική επιθετικότητα εξαιρετικά βίαιη και επικίνδυνη. Στο τελευταίο στάδιο, ο θύτης ενεργεί απολογητικά και συμπονετικά προς το θύμα, ενώ υπόσχεται ότι δε θα επαναληφθεί.
Στην πραγματικότητα, όμως, συμβαίνει το αντίθετο. Ξανασυμβαίνει και σε κάθε επόμενη φορά ο θύτης έχει όλο και λιγότερες τύψεις για τη συμπεριφορά του, ενώ γίνεται όλο και πιο δύσκολο για το θύμα να ξεφύγει από την κατάσταση.
Για την αντιμετώπιση, λοιπόν, της νοσηρής αυτής κατάστασης χρειάζονται δραστικά μέτρα. Η γυναίκα θα πρέπει να αντιληφθεί ότι πραγματικά κινδυνεύει, τόσο αυτή όσο και τα παιδιά της, αν υπάρχουν. Πρέπει να βρει το θάρρος και να ζητήσει βοήθεια και υποστήριξη. Μπορεί να σκεφτεί και να επιλέξει ένα από τα κοντινά της πρόσωπα, το οποίο θα μπορούσε να εμπιστευτεί. Μπορεί, επίσης να απευθυνθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες που δραστηριοποιούνται στη χώρα μας και μπορούν να της παρέχουν μία όσο το δυνατόν πιο πλήρη υποστήριξης. Από τη νομική υποστήριξη, την ψυχολογική, ακόμα και τα μέσα για να μπορέσει να φύγει από το σπίτι και να έχει κάπου να μείνει η ίδια και τα παιδιά της. Ακόμα και οι ιδιώτες επαγγελματίες ψυχικής υγείας μπορούν να παρέχουν τη στήριξη τους και να την καθοδηγήσουν, δίνοντάς της τις λύσεις που χρειάζεται.
«Τροφή»: Να μία τεράστια πληγή παντού γύρω μας…
Παρεμπιπτόντως τώρα τελευταία «ανακάλυψαν» κάποιοι την σχολική βία, δεν την ήξεραν.
Ξαφνιάστηκαν θα έλεγα.
Πιο υποκρισία όμως πεθαίνει κανείς!
Εν τω μεταξύ έχουν γίνει όλοι ειδικοί και εξ σφεντονίζουν τα χίλια μύρια για τους θύτες και έχουν όλες τις λύσεις και τους τρόπους να κάνουν, να δείξουν, να, να, να… Κι όταν ακούνε το παιδί ή την γυναίκα του γείτονα να ουρλιάζει δυναμώνουν απλώς την μουσική ή την τηλεόραση, για να μην φτάνουν στα ευαίσθητα αυτιά τους οι ήχοι της κακοποίησης, λες κι έτσι εξαφανίζεται και το πρόβλημα ή ίσως από ντροπή, που το αφήνουν να συμβαίνει…
ΟΡΓΊΖΟΜΑΙ, ΣΙΧΑΊΝΟΜΑΙ ΚΑΙ ΌΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΠΩ, ΘΑ ΕΊΝΑΙ ΛΊΓΟ..!
Εκτός από ένα: αν τιμούσαν τα παντελόνια τους, οι ίδιοι οι άντρες θα έπρεπε να έχουν αποβάλλει αυτά τα αποβράσματα που τολμάνε να σηκώσουν χέρι σε γυναίκα και παιδί! Αυτοί που γνωρίζουν και μένουν άπραγοι, είναι το ίδιο ένοχοι και ανάξιοι να λέγονται άντρες! Και οι γυναίκες, ΕΠΙΤΈΛΟΥΣ, ξεσκεπάστε αυτά τα άνανδρα σκουλήκια, που θεωρούν αντριλίκι το να σηκώνουν το χέρι τους στους πιο αδύναμους, με το να τους καλύπτετε, δημιουργείτε το επόμενο θύμα τους και ΠΆΝΤΑ αυτό είναι το ΠΑΙΔΙ σας…