LOU

Τετάρτη 12 Ιουνίου 2019

Oι επιπτώσεις της ψωρίασης στην ψυχολογία του ατόμου.

Όταν το 84% των ανθρώπων με ψωρίαση δηλώνουν ότι υφίστανται διακρίσεις εξαιτίας του δέρματος τους και περίπου οι μισοί συμμετέχοντες (το 45%) δηλώνουν ότι έχουν ρωτηθεί εάν η πάθησή τους είναι μεταδοτική, αντιλαμβανόμαστε ότι πρέπει να γίνουν πολλά ακόμη στον τομέα της ψωρίασης – τουλάχιστον στο επίπεδο της ενημέρωσης και της ψυχολογικής υποστήριξης αυτών των ανθρώπων.
Η μεγαλύτερη έρευνα για την ψωρίαση είναι αποκαλυπτική
Οι παραπάνω διαπιστώσεις προκύπτουν από τη μεγαλύτερη διεθνή έρευνα που έχει γίνει μέχρι σήμερα για την ψωρίαση. Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι εντυπωσιακά. Σύμφωνα με αυτά, το 84% των ατόμων που ζουν με μέτρια ως σοβαρή ψωρίαση υφίστανται διακρίσεις και περιφρόνηση, με πολλούς (40%) να δηλώνουν ότι αισθάνονται να τους κοιτούν επίμονα όταν βρίσκονται σε δημόσιους χώρους. Επιπρόσθετα, οι απαντήσεις των 8.338 συμμετεχόντων, δείχνουν ότι τα άτομα που ζουν με ψωρίαση έχουν πολύ χαμηλές προσδοκίες από τη θεραπεία τους, σε σχέση με την επίτευξη καθαρού δέρματος.
Στην έρευνα συμμετείχαν περισσότερα από 8.300 άτομα από 31 χώρες, και είναι η πρώτη στο είδους της που εστιάζει στην αντίληψη του καθαρού δέρματος για την ψωρίαση. Επίσης, αποτελεί τη μεγαλύτερη συνεργασία μεταξύ της φαρμακευτικής εταιρίας Novartis και Συλλόγων ασθενών, συμπεριλαμβανομένων 25 συλλόγων από όλο τον κόσμο.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα που ανέδειξε η έρευνα είναι οι επιπτώσεις της ψωρίασης στην προσωπική ζωή και την ψυχολογία των ατόμων, με το 16% των συμμετεχόντων να παραδέχεται ότι επιλέγει την απομόνωση από το κοινωνικό σύνολο ως μηχανισμό αντιμετώπισης. Αυτή η έλλειψη ελπίδας και αυτοεκτίμησης αντικατοπτρίζεται στα αποτελέσματα της έρευνας, με το 55% να δηλώνει ότι δεν πιστεύει πως το καθαρό ή σχεδόν καθαρό δέρμα είναι ρεαλιστικός στόχος.
“Όλοι έχουν δικαίωμα στη λήψη μιας αποτελεσματικής θεραπείας για την ψωρίαση με στόχο την επίτευξη καθαρού δέρματος, ωστόσο αυτή η έρευνα δείχνει ότι η πλειοψηφία δεν πιστεύει ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό”, δήλωσε ο Dr. Richard B Warren, Ανώτερος Λέκτορας και Επίτιμος Σύμβουλος Δερματολογίας στο Δερματολογικό Κέντρο του Νοσοκομείου του Salford Royal Foundation, στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. “Παρότι μπορεί να μην έχουμε τη δυνατότητα να αλλάξουμε τη στάση του κοινού εν μια νυκτί, ως δερματολόγοι, οφείλουμε να συνεργαστούμε με τους ασθενείς και να τους ενθαρρύνουμε να αγωνιστούν προς τον θεραπευτικό στόχο του καθαρού δέρματος”.

Η αρνητική επίδραση της νόσου του Crohn στην ψυχολογία.

Η νόσος του Crohn είναι ένα χρόνιο φλεγμονώδες νόσημα που μπορεί να αφορά οποιοδήποτε τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα, ο οποίος αρχίζει από το στόμα και καταλήγει στον πρωκτό και εξασφαλίζει στον οργανισμό μας την πέψη και την απορρόφηση των τροφών.
Η νόσος του Crohn παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με μια άλλη πάθηση του παχέος εντέρου που ονομάζεται ελκώδης κολίτιδα και παλαιότερα πιστευόταν ότι πρόκειται για την ίδια ασθένεια. Κανείς δε γνωρίζει τι προκαλεί την νόσο Crohn. Ορισμένες έρευνες υποδεικνύουν βακτηριακές μολύνσεις ως κύριες υπόπτους. Η διατροφή έχει σίγουρα μια επίδραση στα συμπτώματα της νόσου. Η νόσος αρχίζει συνήθως κατά τη διάρκεια της εφηβείας και της πρώιμης ενηλικίωσης, αλλά μπορεί επί- σης να αρχίσει κατά τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας ή και αργότερα κατά την διάρκεια της ζωής.
Υποψία νόσου Crohn μπορεί να υπάρξει σε ασθενείς με πυρετό, κοιλιακό πόνο και διάρροια με ή χωρίς αιμορραγία. Οι εργαστηριακές εξετάσεις όπως αναφέρει η βιβλιογραφία μπορεί να δείξουν ανεβασμένο αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, παραπέμποντας σε φλεγμονή, καθώς και χαμηλό ποσοστό ερυθρών αιμοσφαιρίων (αναιμία), έλλειψη ιχνοστοιχείων και πρωτεϊνών εξαιτίας της χρόνιας διάρροιας.
Η ακτινογραφία μετά από βαριούχο υποκλυσμό μπορεί να φανερώσει τα έλκη, τις στενώσεις, και μερικές φορές την ύπαρξη συριγγίων στο έντερο. Η άμεση απεικόνιση του ορθού και του παχέος εντέρου μπορεί να ολοκληρωθεί με τη βοήθεια λεπτών εύκαμπτων σωλήνων (ενδοσκόπια). Η κολονοσκόπηση είναι ακριβέστερη από το βαριούχο υποκλυσμό στην ανίχνευση των μικρών ελκών ή των μικρών φλεγμονόδων περιοχών καθώς και στον έλεγχο του τελικού ειλεού.
Δεδομένου ότι δεν υπάρχει καμία ριζική θεραπεία για τη νόσο, οι στόχοι είναι:
1) Να επιτυγχάνονται μεγαλύτεροι περίοδοι ηρεμίας στον ασθενή. 
2) Να υπάρχει διατήρηση των περιόδων αυτών 
3) Να ελαχιστοποιούνται οι παρενέργειες 
4) Να βελτιώνεται η ποιότητα ζωής του ασθενή
5) Να έχει ψυχική ισορροπία
Σε χρόνιες νόσους όπως στην περίπτωση της νόσου crohn, η ύπαρξη άγχους και φοβίας για το αβέβαιο, το άγνωστο για την επιπλοκή που πρόκειται να εμφανιστεί, οι συνεχείς υποτροπές συνοδευόμενες από πόνους και συνεχόμενες κενώσεις καθιστούν τον ασθενή αδύναμο να αντιδράσει. Η εμφάνιση άγχους είναι βέβαιη και πολλές φορές επειδή δεν υπάρχουν οι κατάλληλοι υποστηρικτικοί μηχανισμοί η ψυχοπιεστική αυτή κατάσταση οδηγεί στην εμφάνιση της κατάθλιψης που είναι και το κύριο γνώρισμα των ασθενών με νόσο crohn συνοδευμένη με πολλές υποτροπές.
Η νόσος crohn περιλαμβάνει, μαζί με την ελκώδη κολίτιδα, τις φλεγμονώδεις νόσους των εντέρων, οι οποίες επειδή η νοσηρότητα και η χρόνια εξέλιξή τους ασκούν ιδιαίτερη επίδραση στην ποιότητα ζωής του ασθενή, της οποίας η μέτρηση απαιτεί τον προσδιορισμό του βαθμού υποκειμενικής ευημερίας που αποδίδεται στην έλλειψη συμπτωμάτων, στο ψυχολογικό στρες και την καθημερινή δραστηριότητα, και είναι χρήσιμη ως όργανο της αξιολόγησης, και στις κλινικές δοκιμές και τα προγράμματα υγείας. Η παρουσία ψυχολογικής αναταραχής στην νόσο crohn συμβάλλει στην κακή ποιότητα της ζωής σε σχέση με την υγεία. Η ανίχνευση και η θεραπεία της ψυχολογικής αναταραχής στην νόσο φέρνουν τη δυνατότητα να βελτιωθεί η σχετική με την υγεία ποιότητα της ζωής για αυτούς τους ασθενείς.
Σε μια μελέτη ασθενών – μαρτύρων φάνηκε ότι οι ασθενείς έχουν ένα μικρότερο δίκτυο κοινωνικών επαφών αλλά περισσότερες σχέσεις με κάποια πιο στενά μέλη της οικογένειας. Από την μελέτη φάνηκε ότι τα πιο στενά μέλη της οικογένειας είναι συνήθως αρμόδια για την κοινωνική υποστήριξη του ασθενή. Η Ψυχολογική υποστήριξη θα μπορούσε να εστιάσει την προσοχή στο να μειώσει την πίεση και να προκαλέσει βαθιά χαλάρωση, να μειώσει τα συμπτώματα της ασθένειας, να μειώσει την κατάθλιψη και την ανησυχία, να αυξήσει την αίσθηση της ευημερίας, της συνειδητοποίησης και της δημιουργικότητας, να αυξήσει τη δυνατότητα του σώματος να ελέγξει τον πόνο και να ισορροπήσει την ενέργεια του σώματος ώστε να μειώσει το συναισθηματικό τραύμα, να βελτιώσει τη δύναμη της θέλησης, να τονώσει την αυτοεικόνα, να ανορθώσει την αυτοεκτίμηση.


Έρευνα: Aυξημένες πιθανότητες εμφάνισης αυτοάνοσου νοσήματος σε άτομα με στρες.

Οι ερευνητές, με επικεφαλής τη δρα Χουάν Σονγκ του ιατρικού Ινστιτούτου Καρολίνσκα του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό ιατρικό περιοδικό Journal of American Medical Association (JAMA), σύμφωνα με το πρακτορείο Ρόιτερς, ανέλυσαν στοιχεία για 106.464 ανθρώπους με διαταραχές του στρες, 126.652 αδέλφια τους χωρίς τέτοια διαταραχή, καθώς και πάνω από ένα εκατομμύριο άλλα μη συγγενικά άτομα χωρίς τέτοιο πρόβλημα. Οι μισοί περίπου άνθρωποι παρακολουθήθηκαν σε βάθος τουλάχιστον δεκαετίας.
Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν διαγνωσθεί με διαταραχή μετατραυματικού στρες, ήταν 46% πιθανότερο να εμφανίσουν επίσης κάποια αυτοάνοση νόσο, σε σχέση με όσους δεν είχαν διαταραχή του στρες. Όταν πάντως οι ασθενείς με μετατραυματικό στρες έπαιρναν αντικαταθλιπτικά φάρμακα (SSRIs) κατά το πρώτο έτος μετά τη διάγνωσή τους, ο κίνδυνος εκδήλωσης αυτοάνοσου νοσήματος ήταν μικρότερος.
Ο κίνδυνος για αυτοάνοσο νόσημα ήταν κατά μέσο όρο κατά 36% αυξημένος για όποιον είχε διαγνωσθεί με οποιαδήποτε διαταραχή του στρες. Υπολογίσθηκε ότι περίπου ένας άνθρωπος στους 100 που έχει διαγνωσθεί με διαταραχή του στρες, αναπτύσσει κάθε χρόνο κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, έναντι ποσοστού 0,6% στο γενικό πληθυσμό.
«Το σοβαρό ή παρατεταμένο συναισθηματικό στρες προκαλεί μεταβολές σε πολλαπλές σωματικές λειτουργίες μέσω απορρύθμισης στην απελευθέρωση των ορμονών του στρες», δήλωσε η δρ Σονγκ.
Σοβαρό στρες μπορεί να προέλθει από την απώλεια ενός συγγενικού ή αγαπημένου προσώπου, από τη βίωση μιας φυσικής καταστροφής, την έκθεση σε προσωπική βία κ.ά. Αν και αρκετοί άνθρωποι ανακάμπτουν σταδιακά μετά από τέτοια περιστατικά, άλλοι εκδηλώνουν ψυχικές διαταραχές, οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο για κάποια αυτοάνοση νόσο. Στις νόσους αυτές το ανοσοποιητικό σύστημα επιτίθεται στο ίδιο το σώμα του ασθενούς, προκαλώντας παθήσεις όπως ο ερυθηματώδης λύκος, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η πολλαπλή σκλήρυνση, η ελκώδης κολίτιδα, ο διαβήτης τύπου 1 κ.α.
Η νέα μελέτη δείχνει ότι το στρες αυξάνει αναλογικά περισσότερο τον κίνδυνο για ενδοκρινολογικά αυτοάνοσα προβλήματα όπως ο διαβήτης, ενώ ο κίνδυνος είναι τόσο μεγαλύτερος σε όσο νεότερη ηλικία γίνεται η διάγνωση της διαταραχής του στρες.

Τι είναι τα αυτοάνοσα νοσήματα;

Αυτοάνοσα νοσήματα είναι οι ασθένειες που ο οργανισμός μας ουσιαστικά επιτίθεται στον εαυτό του, στα κύτταρα του και κατ’ επέκταση στα όργανά του.
Το ανοσολογικό μας σύστημα είναι πολύ σημαντικό γιατί είναι η άμυνά μας στις ασθένειες. Στα αυτοάνοσα, το ανοσοποιητικό δεν «πέφτει» δεν δυσλειτουργεί αλλά αντιθέτως βρίσκεται σε υπερδραστηριότητα, υπερλειτουργεί με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζει τα δικά του στοιχεία και να καταστρέφει τους υγιείς ιστούς του.
Τα αυτοάνοσα είναι το πιο συχνό αίτιο των χρόνιων ασθενειών και έρχονται να αντιμετωπίζουν πιο συχνά οι άνθρωποι απ ότι με τον καρκίνο ή τις καρδιοπάθειες. Την τελευταία δεκαετία τα αυτοάνοσα είχαν ραγδαία αύξηση με ισχυρότερους και συνηθέστερους αντιπροσώπους τα εξείς:
  • Σκλήρυνση κατά πλάκας
  • Μυασθένειες
  • Διαβήτης τύπου Ι
  • Ρευματοειδής αρθρίτιδα
  • Θυρεοειδίτιδα Hashimoto
  • Ψωρίαση
  • Ελκώδης κολίτιδα
  • Νόσος του Crohn
  • Ερυθηματώδης λύκος
  • Δερματίτιδες π.χ σκληροδερμία
  • Ποιο είναι το αίτιο για τα αυτοάνοσα νοσήματα;
Τα αυτοάνοσα νοσήματα θεωρούνται μια πολυπαραγοντική νόσος, δηλαδή η αιτιοπαθολογία τους δεν έχει βρεθεί να είναι ένα και μοναδικό αίτιο. Οι παράγοντες που έχουν μελετηθεί για την εύρεση του αιτίου είναι : βακτήρια, ιοί, φάρμακα, χημικές ουσίες, διατροφικοί, ψυχολογικοί και περιβαντολλογικοί παράγοντες. Δεν έχει βρεθεί όμως μέχρι και σήμερα ερευνητικά ένας από αυτούς τους παράγοντες σαν αποκλειστικό αίτιο της έναρξης για τα αυτοάνοσα νοσήματα.
Δεν είναι κληρονομικές παθήσεις αλλά έχει βρεθεί μια συσχέτιση σε ίδια μέλη μιας οικογένειας να πάσχουν από διαφορετικά αυτοάνοσα. Φαίνεται να υπάρχει μια γονιδιακή προδιάθεση που έχει έναρξη, έξαρση και ύφεση από διαφορετικούς παράγοντες.

Οι ψυχολογικοί παράγοντες που προκαλούν τα αυτοάνοσα

Τα αυτοάνοσα νοσήματα δεν μπορούμε να πούμε ότι οφείλονται αποκλειστικά στην ψυχολογία και κυρίως στο άγχος. Υπάρχουν όμως σημαντικές ενδείξεις για τον ρόλο του ψυχολογικού παράγοντα στα αυτοάνοσα. Σε αρκετούς ασθενείς, ένα ιδιαίτερα έντονο ψυχολογικό στρες προηγείται της εμφάνισής τους. Κάποιο έντονο γεγονός ζωής, μια εμπειρία που τους φόρτισε, ένα έντονο άγχος ή θλίψη συσχετίζεται με την περίοδο πριν την διάγνωση ενός αυτοάνοσου.
Η δεύτερη ένδειξη αφορά στο γεγονός ότι μετά την εμφάνιση ενός αυτοάνοσου ο ασθενής επηρεάζεται και με ψυχολογικά συμπτώματα όπως το άγχος και η θλίψη. Επίσης κατά τη διάρκεια της φαρμακευτικής θεραπείας η έξαρση ή η ύφεση των συμπτωμάτων έχουν να κάνουν πολύ με το ψυχολογικό στρες και τη διαχείριση συναισθημάτων όπως είναι ο θυμός, το άγχος και η θλίψη.

Τι επίδραση έχουν στην ψυχολογία τα αυτοάνοσα νοσήματα;

Τα αυτοάνοσα επιδρούν στην ψυχολογία όπως τα περισσότερα χρόνια ιατρικά νοσήματα. Δεν σημαίνει όμως ότι όλοι οι ασθενείς με ένα αυτοάνοσο θα αναπτύξουν ψυχολογικά συμπτώματα στην πορεία της νόσου.  Επίσης κάποια από τα παρακάτω συμπτώματα εμφανίζονται το ίδιο συχνά και σε ανθρώπους που δεν πάσχουν από κάποιο αυτοάνοσο ή άλλη χρόνια νόσο. Αυτό σημαίνει ότι παίζει σημαντικό ρόλο η προσωπικότητα, η προδιάθεση για ψυχολογικές διαταραχές, τα γεγονότα ζωής και όχι μόνο η έναρξη ενός αυτοάνοσου. Η ψυχολογία υγείας που ασχολείται με τη στήριξη ασθενών με χρόνια νοσήματα έχει συνοψίσει σε διάφορες έρευνες τις συχνότερες ψυχολογικές δυσκολίες που μπορεί να ακολουθήσουν ένα αυτοάνοσo.
  • Άγχος
  • Εξάρσεις θυμού
  • Φοβίες
  • Κατάθλιψη
  • Χρόνιο πόνο
  • Σεξουαλικές δυσκολίες
  • Διαταραχή στους οικογενειακούς ρόλους
  • Κοινωνική απόσυρση
  • Άρνηση για συμμόρφωση στη θεραπεία
  • Δυσκολία να συνεχίζει τη ζωή με τους ρυθμούς και τις συνήθειες που είχε υιοθετήσει
  • Μειώσει στην ικανότητά του στον εργασιακό χώρο
  • Χαμηλή αυτοεκτίμηση και αυτοπεποίθηση
  • Απώλεια της ευχαρίστησης που απορρέει από διαφορετικές καθημερινές δραστηριότητες

Πώς μπορεί να βοηθήσει ο ψυχολόγος υγείας;

Η ψυχο-εκπαιδευτική προσέγγιση, η συμβουλευτική για θέματα υγείας αλλά και η γνωσιακή-συμπεριφορική ψυχοθεραπεία είναι θεραπευτικοί τρόποι που συνδυάζονται με την ιατρική θεραπεία με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας ζωής και των ψυχολογικών επιδράσεων.
Σύμφωνα με το βιοψυχοκοινωνικό μοντέλο, η αναγνώριση της σκέψης, του συναισθήματος και της συμπεριφοράς του ασθενή σε σχέση με την νόσο του είναι ο πιο αξιόπιστος και αποτελεσματικός τρόπος σε συνδυασμό με την ιατρική θεραπεία για ολιστική αντιμετώπιση του προβλήματος. Η ψυχολογία υγείας μπορεί να βοηθήσει τον ασθενή:
  • Στην αλλαγή του αρνητικού τρόπου σκέψης που προκαλεί μια χρόνια νόσος (πχ απαισιοδοξία για το μέλλον)
  • Στη διαχείριση έντονων συναισθημάτων όπως θλίψη, άγχος και θυμό
  • Στην ενθάρρυνση τοποθέτησης στόχων για το μέλλον, αποκατάσταση κίνησης και ρόλων στη ζωή τους
  • Στρατηγικές αντιμετώπισης για τις δυσκολίες της νόσου
  • Επικοινωνία και κατανόηση της πληροφορίας του ιατρού και των άλλων επαγγελματιών υγείας
  • Συμμόρφωση και υποστήριξη σε ιατρικές συστάσεις, στη φαρμακευτική αγωγή και στη θεραπεία
  • Να δεχθούν τη διάγνωσή τους και να προσαρμόσουν τη ζωή τους πάνω σε αυτήν
  • Να θεραπεύσει τυχόν ψυχολογικές διαταράξεις που συχνά εμφανίζονται μαζί με την νόσο π.χ. φοβίες, κατάθλιψη, κρίσεις πανικού κλπ.
  • Να επικοινωνούν με πιο αποδοτικό τρόπο την ψυχική οδύνη που αισθάνονται στα μέλη της οικογένειάς τους.
  • Να βοηθήσει την οικογένεια να αντιμετωπίσει τις ψυχολογικές επιπτώσεις που είχε η διάγνωση της ασθένειας του αγαπημένου τους.
  • Να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε πρόβλημα σχετίζεται με την ασθένεια τους.
  • Η κάθε ασθένεια έχει διαφορετική επίδραση στον κάθε άνθρωπο και στο περιβάλλον του, οπότε οι στόχοι του ψυχολόγου στο χώρο υγείας αναπλάθονται συνέχεια ανάλογα με τις ανάγκες του καθένα.
Πηγή: iatronet.gr