LOU

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

Προσευχή στον Άγιο Ιούδα τον Θαδδαίο

normal_agioudas

«** Π Ρ Ο Σ Ε Υ Χ Η  Ε Ν Ν Ε Α Η Μ Ε Ρ Ο Υ **
Αυτή η προσευχή λέγεται όταν συναντάμε προβλήματα ή όταν δεν φαίνεται να υπάρχει βοήθεια και έχουμε σχεδόν απελπιστεί.
Οι προσευχές του εννεαημέρου πρέπει να απαγγέλονται 7 φορές την ημέρα, επί εννέα (9) συνεχείς ημέρες. Οι προσευχές εισακούγονται την εννάτη και πριν και ποτέ μέχρι τώρα δεν απέτυχαν. Θα λάβετε τη Χάρη που ζητάτε, όσο απραγματοποίητη κι αν φαίνεται. (υπογραμμίσεις δικές μας).
(Διαδώστε την ευλάβεια στον Άγιο Ιούδα τον Θαδδαίο). Ο Άγιος Απόστολος Ιούδας έχει γράψει μία Επιστολή η οποία ευρίσκεται στην Καινή Διαθήκη, πριν από την Αποκάλυψη του Ιωάννου. Την διαδίδετε και αυτή με την παρούσα Ευλογία».


 «Αγιώτατε Απόστολε, Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, πιστέ υπηρέτη και φίλε του Ιησού, η Ορθοδοξία, σ’ όλον τον κόσμο σε τιμά και σε επικαλείτε ως Προστάτη των απελπισμένων υποθέσεων, αυτών για τις οποίες έχει χαθεί κάθε ελπίδα.
Προσευχήσου για μένα. Είμαι τόσο απελπισμένος/η και μόνος/η. Σε ικετεύω κάνε χρήση αυτής της ιδιαίτερης Χάρης που σου έχει δοθεί, να φέρνεις ορατή και γρήγορη βοήθεια όπου δεν υπάρχει καμμία σχεδόν ελπίδα βοηθείας. 

Βοήθησέ με τούτη την ώρα της ανάγκης, για να μπορέσω να λάβω την παρηγοριά και την βοήθεια της Αγίας Τριάδος, σ’ όλες μου τις ανάγκες, δοκιμασίες, και βάσανα – (εδώ εκφράζετε το αίτημά σας) – και να μπορώ να υμνώ τον Χριστό μαζί με σένα και με όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς.
Υπόσχομαι, ω ευλογημένε Άγιε Ιούδα Θαδδαίε, να ενθυμούμαι πάντοτε αυτή τη μεγάλη Χάρη. Να σε τιμώ πάντοτε, ιδιαίτερα ως τον πιο δυνατό προστάτη μου, και μ’ ευγνωμοσύνη να ενθαρρύνω την ευλάβεια προς εσένα, ΑΜΗΝ.
Είθε το όνομα της Αγίας Τριάδος να λατρεύεται και να υμνείται απ’ όλους τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, στους αιώνες των αιώνων, ΑΜΗΝ.
Είθε το όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, να υμνείται και να δοξάζεται τώρα και παντοτεινά, ΑΜΗΝ.
‘Αγιε Ιούδα Θαδδαίε δεήσου για μας και άκουσε τις προσευχές μας, ΑΜΗΝ.
Ας είναι ευλογημένο το όνομα του Ιησού Χριστού. Ας είναι ευλογημένο το όνομα της Υπεραγίας και Αειπαρθένου Μαρίας. Ας είναι ευλογημένος ο Άγιος Ιούδας ο Θαδδαίος.
Σ’ όλο τον κόσμο και σ’ όλους τους αιώνες, ΑΜΗΝ.
Πάτερ Ημών ……
Χαίρε Μαρία Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου.
Ευλογημένη συ εν γυναιξί και ευλογημένος ο καρπός της κοιλίας σου, ο Ιησούς.
Υπεραγία Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών των αμαρτωλών νυν και αεί και την ώρα του θανάτου ημών, ΑΜΗΝ».

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Η θεωρία της ετικέτας (Labeling Approach)

Την δεκαετία του 1960 μία ομάδα αμερικανών κοινωνιολόγων  4 διατύπωσε μία άλλη θεωρία σχετικά με την παραβατικότητα, την λεγόμενη «θεωρία» της ετικέτας (labeling theory), μίας θεωρίας που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια του τμήματος εκείνου της κοινωνιολογίας που αποκαλείται «αποκλίνουσα συμπεριφορά» (deviant behavior). Πολλές από τις απόψεις που διατυπώθηκαν με την θεωρία της ετικέτας, είχαν ήδη προταθεί ( στις αρχές τις δεκαετίας του 1940) από τον Edwin Lemert,ο οποίος σε ένα από τα άρθρα του ισχυρίστηκε ότι ο κοινωνικός έλεγχος αποτελεί ένα μηχανισμό μέσα από τον οποίο γεννιέται η παραβατικότητα. Σύμφωνα με τις απόψεις αυτές δεν είναι η παραβατικότητα το κύριο αντικείμενο μελέτης, όσο οι μηχανισμοί του κοινωνικού ελέγχου.  Αυτό σημαίνει στην πράξη ότι αντικείμενο μελέτης δεν αποτελεί το άτομο στο οποίο επιβάλλονται οι ποινές, αλλά το υποκείμενο που τις επιβάλλει, ήτοι οι φορείς της εξουσίας. Η θεωρία της ετικέτας συνοψίζεται συνήθως –κατά τρόπο ίσως υπερβολικά απλοϊκό-στην εξής χαρακτηριστική διαπίστωση- ορισμό:  «αποκλίνουσα συμπεριφορά είναι εκείνη η συμπεριφορά επάνω στην οποία επικολλάται η ετικέτα «αποκλίνουσα». Η απόκλιση δηλαδή είναι δημιούργημα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, οι οποίες πρώτα χαρακτηρίζουν ορισμένα άτομα ως αποκλίνοντα και ύστερα τα απομονώνουν από τους νομοταγείς πολίτες. Κατά συνέπεια ως αποκλίνουσα συμπεριφορά δεν θεωρείται απλώς κάθε συμπεριφορά που αποκλίνει απλώς από τους παραδεδεγμένους κανόνες, αλλά κυρίως εκείνη η συμπεριφορά που είναι αποτέλεσμα αλληλενεργείας (interaction) ανάμεσα στον φορέα τηςσυμπεριφοράς και σε όσους την προσδιορίζουν και την χαρακτηρίζουν «αποκλίνουσα». Αυτού του είδους η συμπεριφορά εξηγείται δηλαδή από κοινωνικούς παράγοντες μάλλον, παρά από βιολογικούς η ψυχολογικούς. Με πιο απλά λόγια θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως ως παρέκκλιση δεν ορίζεται τόσο η παραβίαση των κοινωνικών κανόνων, αλλά ο χαρακτηρισμός μίας συμπεριφοράς ως τέτοιας. Εισηγητής βασικών αντιλήψεων γύρω από την αποκλίνουσα συμπεριφορά μπορεί να θεωρηθεί και ο Merton, του οποίου οι βασικές αντιλήψεις προαναφέρθηκαν. Αυτός επεσήμανε την ανάγκη να διερευνηθούν τα διάφορα είδη αποκλίνουσας συμπεριφοράς (όπως η εγκληματικότητα, ο αλκοολισμός κλπ.). Ο Merton πρότεινε ακόμα να διερευνηθούν οι αντιδράσεις ως προς την αποκλίνουσα συμπεριφορά των ομάδων που συμμορφώνονται με τις κοινωνικές επιταγές, καθώς και με ποιό τρόπο οι αντιδράσεις ορισμένων ομάδων τείνουν να δημιουργήσουν ή να απαλείψουν την αποκλίνουσα συμπεριφορά. Επίσης o Kitsuse, για να αναφερθούμε στις κεντρικές ιδέες ορισμένων υποστηρικτών της «θεωρίας» αυτής, θεώρησε την αποκλίνουσα συμπεριφορά ως μία διαδικασία βάσει της οποίας τα μέλη μίας κοινωνίας ερμηνεύουν μία συμπεριφορά ως αποκλίνουσα, προσδιορίζουν τα άτομα που συμπεριφέρονται έτσι ως αποκλίνοντα και τέλος επιβάλλουν την προσήκουσα, κατά την γνώμη τους, μεταχείριση. Η θεωρία της ετικέτας αναφέρεται στις συνέπειες που μπορεί να έχει ο αρνητικός χαρακτηρισμός του ανηλίκου ως εγκληματία, τόσο από κοινωνικές ομάδες όσο και από θεσμούς του επίσημου κοινωνικού ελέγχου, οι οποίες δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο εγκληματικότητα, με το χαρακτηρισμό ορισμένων ατόμων και ομάδων και με το στιγματισμό και την απονομή εγκληματικού status. Η ιδέα αυτή εκφράστηκε και από τον Recless ο οποίος έχει επισημάνει τον ρόλο που παίζει η περί εαυτού μας αντίληψη (self-concept) στην πρόληψη της εγκληματικότητας. Τα μη εγκληματικά πρότυπα δημιουργούν στο άτομο την αντίληψη, ότι ο εαυτός του είναι «καλός», «τίμιος», κ.λ.π. και αυτή η ιδέα περί του εαυτού μας είναι σα να δημιουργεί στεγανά σαν να τον απομονώνει από όλες τις καταστάσεις που μπορούν να τον ενθαρρύνουν να εγκληματήσει. Οι αρχές της εκάστοτε χώρας τείνουν, σύμφωνα πάντα με την ίδια θεωρία να διώκουν κάποια άτομα μόνο και μόνο επειδή αποτελούν μέλη μίας κοινωνικής ομάδαςκαι δημιουργούν κατά κάποιο τρόπο την εγκληματικότητα με το χαρακτηρισμό ορισμένων ατόμων και ομάδων. Οι ετικέτεςεπιβάλλονται κυρίως στα μέλη των ανίσχυρων κοινωνικών ομάδων (μειονότητες, φτωχοί)από τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και από τους φορείς του επίσημου ελέγχου.Διευκρινίζεται πάντως ότι η θεωρία της ετικέτας –όπως άλλωστε προαναφέρθηκε- μπορεί να τονίζει τις αρνητικές συνέπειες που μπορεί να έχει η επικόλληση της ετικέτας σε κάποιο άτομο, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υποστηρίζεται και η ακραία άποψη, ότι δηλαδή αρκεί να χαρακτηρίσει κανείς ένα άτομο ως παραβατικό για να καταστεί το άτομο αυτό παραβάτικό. Να σημειωθεί ότι η συμβολή της θεωρίας της ετικέτας στην ερμηνεία της παραβατικότητας των ανηλίκων υπήρξε σημαντική, καθώς οι ανήλικοι που προέρχονται από τις χαμηλότερες κοινωνικοοικονομικές τάξεις, καταγγέλλονται με μεγαλύτερη συχνότητα, θεωρούνται πιο επικίνδυνοι και συλλαμβάνονται και καταδικάζονται με μεγαλύτερη ευκολία σε σχέση με τους υπόλοιπους ανηλίκους.

ΜΙΣΕΛ ΦΟΥΚΩ: ΦΥΛΑΚΕΣ

H γέννηση της φυλακής στον Michel FoucaultH έννοια της εξουσίας που εισήγαγε το έργο του Foucault έθεσε καινούργιες διαστάσεις στην προσπάθεια κατανόησης της νεωτερικότητας. Αν μέχρι τώρα η αντίληψη για τη νεωτερικότητα ήταν μονάχα εκείνη που αναδείκνυε το Λόγο ως το καθοριστικό αξιακό της κριτήριο, με το έργο του Foucault φανερώνεται ότι ο Λόγος ίσως να μην είναι τόσο ουδέτερος όσο ήθελε να παρουσιάζεται. Μέσα από μια ενδελεχή ιστορική έρευνα σε διάφορες τοπικές κοινωνίες, περίγυρους και κοινωνικές καταστάσεις πραγμάτων ο Foucault καταλήγει στο συμπέρασμα ότι υπάρχει μια στενή σχέση ανάμεσα στο λόγο και την εξουσία. Η φυλακή, το ψυχιατρικό ίδρυμα, το νοσοκομείο, το πανεπιστήμιο, το σχολείο, το ψυχιατρικό γραφείο, όλα αποτελούν παραδείγματα τόπων όπου οικοδομείται μια διάσπαρτη και επιμέρους οργάνωση εξουσίας (David Harvey, 1989:379). Αυτή η εξουσία δεν υπάρχει απλά, αλλά επιδιώκει να οργανωθεί σε διοικητική εξουσία με στόχο την πειθάρχηση. Η πειθαρχική αυτή εξουσία αναλαμβάνει τη ρύθμιση, την επιτήρηση και τη διακυβέρνηση πρώτα του ανθρώπινου είδους ή ολόκληρων πληθυσμών και δευτερευόντως του ατόμου και του σώματος. Οι τόποι της είναι εκείνοι οι νέοι θεσμοί που αναπτύχθηκαν κατά τον 19ο αιώνα και οι οποίοι «αστυνομεύουν» και πειθαναγκάζουν τους σύγχρονους πληθυσμούς - στα εργαστήρια, στα στρατόπεδα, στα σχολεία, στις φυλακές, στα νοσοκομεία, στις κλινικές και ούτω καθεξής. (Hall, 2003:401). Ο στόχος της «πειθαρχικής εξουσίας» είναι να θέσει υπό αυστηρότερο έλεγχο και πειθαρχία «τη ζωή, το θάνατο, τις δραστηριότητες, την εργασία, τις λύπες και τις χαρές του ατόμου», καθώς και την ηθική και ψυχική υγεία του/της, τις σεξουαλικές πρακτικές και την οικογενειακή ζωή. Εξασκεί πάνω τους την εξουσία των διοικητικών καθεστώτων, την ειδημοσύνη του επαγγελματία και τη γνώση που «παρέχεται από τη «μαθητεία» των κοινωνικών επιστημών. Η βασική επιδίωξή της είναι η παραγωγή «ενός ανθρωπίνου όντος που θα μπορεί να αντιμετωπίζεται ως "πειθήνιο σώμα"» (Hall, 2003:424).
Aυτή η θέση του Foucault διατυπώνεται μέσα από την έρευνά του σχετικά με τη γέννηση της φυλακής. Σύμφωνα με τον Foucault η φυλακή αποτελεί προνομιακό χώρο εφαρμογής των «πειθαρχικών μεθόδων» που εξαπλώνεται κατά τον 18ο-19ο αιώνα και σε στρατόπεδα, σχολεία, εργοστάσια κτλ. Μέχρι εκείνη την περίοδο η ποινή που επιβαλλόταν στον κατάδικο ήταν κυρίως σωματικής φύσης και υλοποιούνταν με θανάτωση ή σωματικές ποινές. Από την περίοδο όμως του 18ου-19ου αιώνα αναδιαρθρώνεται ολόκληρη η ρύθμιση της ποινικής τιμωρίας στη Δύση. Πραγματοποιούνται πολυάριθμα μεταρρυθμιστικά σχέδια ενώ καταργούνται παλιά διατάγματα. Εμφανίζονται καινούργιες θεωρίες του νόμου και του εγκλήματος αλλά και ένας καινούργιος ηθικός και πολιτικός τρόπος δικαιολόγησης του ίδιου του εγκλήματος. Με τις γενικότερες συνθήκες που επικράτησαν στις δυτικές κοινωνίες, ιδίως μετά τη Γαλλική Επανάσταση του 1789, πραγματοποιήθηκε η μετάβαση από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, με σωματική τιμωρία, στο σύγχρονο τρόπο τιμωρίας, με φυλάκιση. Σύμφωνα με τον Foucault αυτή η μεταρρύθμιση δεν οφείλεται τόσο στον ανθρωπισμό των διαφωτιστών μεταρρυθμιστών της εποχής, όσο με τις πολιτισμικές και πολιτικές αλλαγές που σχετίζονταν με την αντικατάσταση της μεσαιωνικής απόλυτης μοναρχίας από το σύγχρονο φιλελεύθερο καπιταλισμό.

Η τιμωρία τείνει πλέον προς μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής διαδικασίας η οποία θα επιβάλλεται στο εξής μέσα σε περιορισμένους χώρους. Η φυλακή δεν έχει επαφή με το εξωτερικό, ούτε κενό· δεν διακόπτεται, παρά μονάχα όταν το έργο της έχει ολότελα εκπληρωθεί· αδιάλειπτη πρέπει να είναι η επιβολή της πάνω στο άτομο: ακατάπαυστη πειθαρχία. (Φουκώ, 2005:309). Αυτή η εξέλιξη επιφέρει πολλές συνέπειες: εγκαταλείπει το πεδίο της σχεδόν καθημερινής αντίληψης για να εισχωρήσει στην περιοχή της αφηρημένης συνείδησης· η αποτελεσματικότητά της αναζητείται στο μοιραίο της και όχι στη θεαματική της ένταση ως αποτρεπτική πρόκληση· ο υποδειγματικός μηχανισμός της τιμωρίας αλλάζει τώρα τα γρανάζια του. Όσο κι αν σκοτώνει, κι αυτή, όσο κι αν σκληρά τιμωρεί, αυτό δεν αποτελεί πια εξύμνηση της Υπέρτατης Εξουσίας προσωποποιημένης στο βασιλιά ή το μονάρχη· είναι ένα στοιχείο της, που είναι αναγκασμένη να το ανέχεται, αλλά που δύσκολα μπορεί να το προβάλλει. Σύμφωνα με τον Foucault, όσο η Υπέρτατη Εξουσία, προσωποποιημένη στο βασιλιά ή το μονάρχη, παρέμενε το κεντρικό πρόσωπο σε ολόκληρο το νομικό οικοδόμημα της Δύσης, η τιμωρητική αντίστοιχα "γυρνούσε" γύρω απ' αυτόν. Όταν οι κοινωνικές, πολιτικές και ποινικές ανακατατάξεις του 18ου-19ου αιώνα ανέδειξαν την ελευθερία ως το υπέρτατο αγαθό που ανήκει σε όλους, αντίστοιχα και η τιμωρητική στράφηκε γύρω από αυτό. Η τιμωρία πλέον, βασίζεται πρώτ' απ' όλα στην απλή μορφή της «στέρησης της ελευθερίας» (Φουκώ, 2005:305) και αυτό επιτυγχάνεται με τον περιορισμό του κατάδικου μέσα σε ένα συγκεκριμένο χώρο. Η απώλεια της ελευθερίας έχει λοιπόν για όλους την ίδια αξία όσο έχει και η αναγνώρισή της. Ο Διαφωτισμός που ανακάλυψε τις ελευθερίες, εφεύρε και την τιμωρία μέσω της φυλακής.
Το γεγονός ότι η φυλάκιση θα μπορούσε, όπως σήμερα, να καλύψει ολόκληρο τον χώρο της τιμωρίας, είναι μια ιδέα που οι μεταρρυθμιστές του 18ου αιώνα δεν ήταν δυνατόν να συλλάβουν την εποχή εκείνη. Αυτοί που κλέβουν, φυλακίζονται· αυτοί που βιάζουν, φυλακίζονται· κι αυτοί που σκοτώνουν, επίσης. H μεταρρύθμιση προς μια πιο συγκαλυμμένη πλευρά της ποινικής δικαιοσύνης είναι σύμφωνα με τον Foucault μια στρατηγική για την αναδιάρθρωση της κολαστικής εξουσίας, σύμφωνα με μέθοδες που την καθιστούν πιο ομαλή, πιο δραστική, πιο σταθερή και πιο αποτελεσματική. Ο παλαιότερος τρόπος τιμωρίας αντικαθίσταται τώρα με μια τεράστια περιφραγμένη, περίπλοκη και ιεραρχημένη αρχιτεκτονική, που εντάσσεται στον κρατικό μηχανισμό. Σύμφωνα με τον Foucault δημιουργείται μια ολότελα διαφορετική υλικότητα, μια ολότελα διαφορετική φυσική της εξουσίας, ένας ολότελα διαφορετικός τρόπος περίζωσης του ανθρώπινου σώματος. Μεταξύ του εγκλήματος και της επιστροφής στη νομιμότητα, η φυλακή θα αποτελέσει «ένα χώρο ανάμεσα σε δύο κόσμους», έναν τόπο κατάλληλο για τις ατομικές μεταμορφώσεις που θα επαναφέρουν στο Κράτος τους υπηκόους που είχε χάσει, μια και το απομονωμένο κελί πλέον οφείλει να εξασφαλίσει τη διαδικασία της ανασύστασης του ατόμου ως υποκειμένου δικαίου, με την ενίσχυση των σημειωτικών συστημάτων και των παραστάσεων που αυτά θέτουν σε κυκλοφορία: αναμετάδοση μορφών εξαναγκασμού και πειθαναγκασμού (ωράρια, υποχρεωτικές κινήσεις, τακτικές δραστηριότητες, μοναχικός στοχασμός, εργασία μαζί με άλλους, σιωπή κ.α.). Ο Foucault υποστηρίζει πως εκείνο που επιχειρείται να ανασυγκροτηθεί με αυτή τη νέα μέθοδο είναι μια διττή σύσταση: να ανασυγκροτηθεί το νομικό υποκείμενο του κοινωνικού συμβολαίου, ή να διαπλαστεί ένα πειθήνιο υποκείμενο, υποταγμένο στη γενική και ταυτόχρονα λεπτομερέστατη μορφή της εξουσίας. Επιπλέον επιτρέπει την ακριβή ποσοτική επιβολή της ποινής, σύμφωνα με μια χρονική διάρκεια. Στερώντας τον χρόνο από τον κατάδικο, η φυλάκιση φαίνεται να εκφράζει συγκεκριμένα την ιδέα ότι η παράβαση έχει παραβλάψει, πέρα από το θύμα, την κοινωνία ολόκληρη. [...] Από εδώ προέρχεται και η τόσο κοινή, η τόσο κατάλληλη για τη λειτουργία της τιμωρίας έκφραση, ότι φυλακίζεται κανείς για να «ξεπληρώσει το χρέος του στην κοινωνία». (Φουκώ, 2005:305) Ο εγκληματίας, στιγματισμένος σαν κοινός εχθρός, και που όλοι έχουν συμφέρον να τον καταδιώξουν, τίθεται έξω από το κοινωνικό συμβόλαιο, χάνει την ιδιότητα του πολίτη, και εμφανίζεται σαν να εμπεριέχει κάτι από την αγριότητα της φύσης· εμφανίζεται ως ο κακούργος, το τέρας, ίσως ο τρελός, ο άρρωστος, και αργότερα ο «ανώμαλος». Ως τέτοιος, θα περιέλθει μια μέρα στον τομέα της επιστημονικής αντικειμενοποίησης, και θα του επιβληθεί η αντίστοιχη «θεραπεία». Η φυλακή γίνεται με αυτό τον τρόπο πρόθυμα αποδεκτή αφού, εγκλείοντας, αναμορφώνοντας, καθυποτάσσοντας, αναδημιουργεί, εντείνοντας κάπως, όλους τους μηχανισμούς που υπάρχουν ήδη στο κοινωνικό σώμα. Η φυλακή: στρατώνας κάπως αυστηρός, σχολείο χωρίς επιείκεια, ζοφερό εργαστήρι - αλλά, ουσιαστικά τίποτα το ποιοτικά διαφορετικό. (Φουκώ, 2005:305). Η φυλακή ως πειθαρχικός μηχανισμός, πρέπει να είναι εξαντλητικός ασχολούμενος με όλες τις όψεις του ατόμου, με τη σωματική εκγύμνασή του, την κλίση του για εργασία, την καθημερινή του συμπεριφορά, την ηθική στάση, τις ικανότητές του· πολύ περισσότερο από το σχολείο, το εργαστήρι ή το στρατό, που υπονοούν πάντα κάποια εξειδίκευση. Σύμφωνα με τον Foucault η φυλακή επιβάλλει μιας ανακωδίκωση της ύπαρξης. (Φουκώ, 2005:309). Αυτό το επιτυγχάνει:
1) Με την απομόνωση και τον κατακερματισμό των καταδίκων στο χώρο της φυλακής
2) Με τη συνεχή επιτήρησή του
Η απομόνωση και ο κατακερματισμός των καταδίκων στο σώμα της φυλακής υποστηρίζει ο Foucault, είναι το χαρακτηριστικό της ως μοντέλο σωφρονισμού, επειδή ο σωφρονισμός του καθενός κατάδικου δεν επιτυγχάνεται τόσο από την επιβολή ενός κοινού νόμου, αλλά από το τι υπαγορεύει στον ίδιο τον κατάδικο η συνείδησή του, όπου ολομόναχη στο κελί της βρίσκει την ευκαιρία να διαφωτίσει το άτομο· το άτομο να αντικρίσει τον εαυτό του με κατασιγασμένα τα πάθη του και μακριά από τον κόσμο που τον περιτριγυρίζει, ακούει μόνο τη φωνή της συνείδησής του.
Η φυλακή είναι σύμφωνα με τον Foucault ταυτόχρονα και ένας χώρος παρατήρησης των κατάδικων, γνώσης του κάθε κρατουμένου, γνώσης της συμπεριφοράς του, των βαθύτερων τάσεών του, της προοδευτικής του βελτίωσης· οι φυλακές πρέπει να θεωρούνται χώρος διαμόρφωσης για μια κλινική γνωριμία των καταδίκων· ο παραβάτης του νόμου μετατρέπεται έτσι σε αντικείμενο εφικτής γνώσης. Ο φυλακισμένος πρέπει να μπορεί μόνιμα να παρακολουθείται· πρέπει να καταγράφονται και να ταξινομούνται οι διαπιστώσεις που τον αφορούν. Για να περιγράψει αυτή τη μέθοδο ο Foucault χρησιμοποιεί το σχήμα του «Πανοπτικού» του Jeremy Bentham. Το «Πανοπτικόν» δίνει τη δυνατότητα της ταυτόχρονης επιτήρησης και παρατήρησης, της βεβαιότητας και της γνώσης, της ατομικοποίησης και του συνολικού αθροίσματος, της απομόνωσης και διαφάνειας. Στην περιφέρεια, ένα δακτυλιοειδές οικοδόμημα· στο κέντρο, ένας πύργος· ο πύργος αυτός έχει μεγάλα παράθυρα που βλέπουν προς το εσωτερικό του δακτυλίου· το περιφερειακό οικοδόμημα διαιρείται σε κελιά, που το καθένα τους διαπερνά ολόκληρο το πάχος του οικοδομήματος· τα κελιά έχουν δύο παράθυρα - το ένα τους βλέπει προς τα μέσα και αντιστοιχεί σ' ένα από τα παράθυρα του πύργου· το άλλο δίνει προς τα έξω, και αφήνει το φως να διαπερνά το κελί πέρα για πέρα. Φτάνει έτσι να τοποθετηθεί ένας επιτηρητής στον κεντρικό πύργο, και σε κάθε κελί να κλειστεί ένας τρελός, ένας άρρωστος, ένας κατάδικος, ένας εργάτης ή ένας μαθητής. Το πανοπτικό αυτό σύστημα δημιουργεί μονάδες χώρων που επιτρέπουν την αδιάκοπη παρακολούθηση και την άμεση αναγνώριση. Κοντολογίς, αντιστρέφεται η μέθοδος του «μπουντρουμιού»· ή μάλλον, από τις τρεις λειτουργίες του - εγκλεισμός, στέρηση του φωτός και απόκρυψη - παραμένει μονάχα η πρώτη και καταργούνται οι δύο άλλες. Το άπλετο φως και το βλέμμα του επιτηρητή συλλαμβάνουν περισσότερα απ' ό,τι το σκοτάδι που, στο κάτω-κάτω προστάτευε. Η ορατότητα είναι μια παγίδα. (Φουκώ, 2005:265). Με τους εξατομικευμένους αυτούς χώρους ο κρατούμενος βρίσκεται σε μόνιμη παρακολούθηση. Μάλιστα, προσφέρεται η ψευδαίσθηση στους επιτηρούμενους της συνεχούς παρακολούθησής τους ανεξάρτητα αν υφίσταται κάθε στιγμή ή όχι. Το σύστημα αυτό του πανοπτικού συστήματος έγινε, γύρω στα 1830-1840, το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα των περισσότερων σχεδίων φυλακής. Η επιτυχημένη εφαρμογή του στην αρχιτεκτονική των φυλακών, το κατέστησε πρόσφορο και για άλλες μορφές δημόσιας χωροθέτησης, όπως στα εργοστάσια, τα σχολεία, τα στρατόπεδα, τα νοσοκομεία, τα ψυχιατρεία κτλ. Η τοποθέτηση λοιπόν «υπό παρατήρηση» υποστηρίζει ο Foucault είναι η φυσική προέκταση μιας δικαιοσύνης που την έχουν κατακλύσει οι πειθαρχικές μέθοδες και οι διαδικασίες της εξέτασης. Το γεγονός ότι οι φυλακή με τα κελιά της, με τις τακτές της χρονολογίες, την υποχρεωτική εργασία, τα όργανα επιτήρησης και καταγραφής, με τους δεξιοτέχνες της σε ζητήματα εφαρμογής των κανονισμών, που μεταλλάζουν και πολλαπλασιάζουν τα καθήκοντα του δικαστή, έγινε το σύγχρονο όργανο του ποινικού συστήματος, δεν πρέπει να εκπλήσσει. Τί το εκπληκτικό αν η φυλακή μοιάζει με τα εργοστάσια, με τα σχολεία, τους στρατώνες, με τα νοσοκομεία - που όλα τους μοιάζουν με φυλακές; (Φουκώ, 2005:298). Σύμφωνα με τον Foucault, αυτή η διάδοση του πανοπικού συστήματος σε ολόκληρο τον κοινωνικό κορμό συνέβαλλε στη διαμόρφωση της λεγόμενης πειθαρχικής κοινωνίας. 
Συμπεράσματα
Μέσα από την έρευνα του Foucault σχετικά με τη γέννηση της φυλακής μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η νεωτερική κοινωνία πηγαίνει με μια αυξανόμενη πειθαρχία των ατόμων. Η φυλακή είναι απλώς η ακραία και πιο συμπυκνωμένη μορφή αυτού του γενικότερου κλίματος πειθαρχίας που συντηρείται από την εξουσία. Ναι μεν είναι ένας τρόπος τιμωρίας και πιθανόν πιο ανθρώπινος από τους παλαιότερους τρόπους τιμωρίας, αλλά αφορά κυρίως την πειθαρχία των ατόμων, υπό την έννοια ότι εισερχόμαστε με τη νεωτερική κοινωνία σε μια διαδικασία κατά την οποία το σύνολο της καθημερινής ζωής υπόκεινται σε έναν εξωτερικό έλεγχο με σκοπό να πειθαρχηθεί. Αυτό που αποδεικνύεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι, παρόλο που η πειθαρχική εξουσία αποτελεί το προϊόν για μεγάλης κλίμακας νέους ρυθμιστικούς συλλογικούς θεσμούς της νεωτερικότητας, οι τεχνικές τους αφορούν την εφαρμογή της εξουσίας που «εξατομικεύει» ακόμη περισσότερο το άτομο-υποκείμενο. Ο καθολικός αυτός χαρακτήρας της πειθαρχίας στην εικόνα του Foucault δείχνει ότι όσο πιο συλλογική και οργανωμένη είναι η φύση των θεσμών της νεωτερικότητας τόσο μεγαλύτερη είναι η απομόνωση, η επιτήρηση και η εξατομίκευση του ατόμου-υποκειμένου.

Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου



Η Εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973 ήταν η κορυφαία αντιδικτατορική εκδήλωση και ουσιαστικά προανήγγειλε την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών, η οποία από τις 21 Απριλίου 1967 είχε επιβάλλει καθεστώς στυγνής δικτατορίας στη χώρα.
Η αντίστροφη μέτρηση ξεκίνησε στις 14 Φεβρουαρίου 1973, όταν ξεσηκώθηκαν οι φοιτητές της Αθήνας και συγκεντρώθηκαν στο Πολυτεχνείο. Ζητούσαν την κατάργηση του Ν.1347, ο οποίος προέβλεπε την υποχρεωτική στράτευση όσων ανέπτυσσαν συνδικαλιστική δράση κατά τη διάρκεια των σπουδών τους. Η αστυνομία, παραβιάζοντας το πανεπιστημιακό άσυλο, εισήλθε στο χώρο του ιδρύματος, συνέλαβε 11 φοιτητές και τους παρέπεμψε σε δίκη με την κατηγορία της «περιύβρισης αρχής». Οι 8 καταδικάστηκαν σε διάφορες ποινές, ενώ περίπου 100 άλλοι αναγκάστηκαν να διακόψουν τις σπουδές τους και να ντυθούν στο χακί.
Επτά ημέρες μετά τα πρώτα γεγονότα του Πολυτεχνείου, στις 21 Φεβρουαρίου οι φοιτητές κατέλαβαν το κτίριο της Νομικής σχολής στην Αθήνα, προβάλλοντας τα συνθήματα «Δημοκρατία», «Κάτω η Χούντα» και «Ζήτω η Ελευθερία». Η αστυνομία επενέβη και πάλι για να καταστείλει την εξέγερση, αλλά η βίαιη εκδίωξη των φοιτητών από το κτίριο της Νομικής ενίσχυσε ακόμη περισσότερο την αγωνιστικότητά τους.
Η εξέγερση που ξεκίνησε στις 14 Νοεμβρίου του 1973 επρόκειτο να αποτελέσει την κορύφωση των αντιδικτατορικών εκδηλώσεων. Το πρωί εκείνης της ημέρας οι φοιτητές συγκεντρώθηκαν στο προαύλιο του Πολυτεχνείου και αποφάσισαν την κήρυξη αποχής από τα μαθήματα, με αίτημα να γίνουν εκλογές για τους φοιτητικούς συλλόγους τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους και όχι στα τέλη του επόμενου χρόνου, όπως είχε ανακοινώσει το καθεστώς.
Ακολούθησαν συνελεύσεις φοιτητών στην Ιατρική και στη Νομική σχολή. Μάλιστα, οι φοιτητές της Νομικής εξέδωσαν ψήφισμα, με το οποίο ζητούσαν την ανάκληση των αποφάσεων της Χούντας για τη διεξαγωγή των φοιτητικών εκλογών, εκδημοκρατισμό των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 20% του προϋπολογισμού και ανάκληση του Ν.1347 για την αναγκαστική στράτευση των φοιτητών.
Όσο περνούσε η μέρα άρχισαν να μαζεύονται ολοένα και περισσότεροι φοιτητές στο Πολυτεχνείο, αλλά και άλλοι που πληροφορήθηκαν το νέο. Η αστυνομία αποδείχθηκε ανίκανη να εμποδίσει την προσέλευση του κόσμου. Το απόγευμα πάρθηκε η απόφαση για κατάληψη του Πολυτεχνείου. Οι πόρτες έκλεισαν και από τότε άρχισε η οργάνωση της εξέγερσης. Το πρώτο βήμα ήταν η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, στην οποία μετείχαν 22 φοιτητές και 2 εργάτες, με σκοπό να καθοδηγήσει τον αγώνα. Επιπλέον, δημιουργήθηκαν επιτροπές σε όλες τις σχολές για να οργανώσουν την κατάληψη και την επικοινωνία με την ελληνική κοινωνία.

Για το σκοπό αυτό άρχισε να λειτουργεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, αρχικά στο κτίριο του Χημικού και αργότερα στο κτίριο των Μηχανολόγων, με εκφωνητές τη Μαρία Δαμανάκη και τον Δημήτρη Παπαχρήστου. Επιπλέον, στο Πολυτεχνείο εγκαταστάθηκαν πολύγραφοι, που δούλευαν μέρα - νύχτα, για να πληροφορούν τους φοιτητές και τον υπόλοιπο κόσμο για τις αποφάσεις της Συντονιστικής Επιτροπής και των φοιτητικών συνελεύσεων. Συγκροτήθηκαν συνεργεία φοιτητών, που έγραφαν συνθήματα σε πλακάτ, σε τοίχους, στα τρόλεϊ, στα λεωφορεία και στα ταξί, για να τα γνωρίσουν όλοι οι Αθηναίοι. Στο Πολυτεχνείο οργανώθηκε εστιατόριο και νοσοκομείο, ενώ ομάδες φοιτητών ανέλαβαν την περιφρούρηση του χώρου, ξεχωρίζοντας τους ενθουσιώδεις και δημοκράτες Αθηναίους από τους προβοκάτορες.
Η πρώτη αντίδραση του δικτατορικού καθεστώτος ήταν να στείλει μυστικούς πράκτορες να ανακατευθούν στο πλήθος που συνέρρεε στο Πολυτεχνείο και να ακροβολήσει σκοπευτές στα γύρω κτίρια. Στις 16 Νοεμβρίου μεγάλες αστυνομικές δυνάμεις επιτέθηκαν εναντίον του πλήθους που ήταν συγκεντρωμένο έξω από το Πολυτεχνείο, με γκλομπς, δακρυγόνα και σφαίρες ντουμ-ντουμ. Οι περισσότεροι διαλύθηκαν. Όσοι έμειναν έστησαν οδοφράγματα ανατρέποντας τρόλεϊ και συγκεντρώνοντας υλικά από νεοανεγειρόμενες οικοδομές, και άναψαν φωτιές για να εξουδετερώσουν τα δακρυγόνα. Αργότερα, η αστυνομία έκανε χρήση όπλων, χωρίς όμως να πετύχει το στόχο της, την καταστολή της εξέγερσης.
Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος, όταν διαπίστωσε ότι η αστυνομία αδυνατούσε να εισέλθει στο Πολυτεχνείο, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει το στρατό. Κοντά στο σταθμό Λαρίσης συγκεντρώθηκαν τρεις μοίρες ΛΟΚ και μία μοίρα αλεξιπτωτιστών από τη Θεσσαλονίκη. Τρία άρματα μάχης κατέβηκαν από του Γουδή προς το Πολυτεχνείο. Τα δύο στάθμευσαν στις οδούς Τοσίτσα και Στουρνάρα, αποκλείοντας τις πλαϊνές πύλες του ιδρύματος και το άλλο έλαβε θέση απέναντι από την κεντρική πύλη. Η Συντονιστική Επιτροπή των φοιτητών ζήτησε διαπραγματεύσεις, αλλά το αίτημά τους απορρίφθηκε.
Στις 3 τα ξημερώματα της 17ης Νοεμβρίου το άρμα που βρισκόταν απέναντι από την κεντρική πύλη έλαβε εντολή να εισβάλλει. Έπεσε πάνω στην πύλη και την έριξε, παρασέρνοντας στο διάβα του μία κοπέλα που ήταν σκαρφαλωμένη στον περίβολο κρατώντας την ελληνική σημαία. Οι μοίρες των ΛΟΚ, μαζί με ομάδες -μυστικών και μη- αστυνομικών, εισέβαλαν στο Πολυτεχνείο και κυνήγησαν τους φοιτητές, οι οποίοι πηδώντας από τα κάγκελα προσπάθησαν να διαφύγουν στους γύρω δρόμους. Τους κυνηγούσαν αστυνομικοί, πεζοναύτες, ΕΣΑτζήδες. Αρκετοί σώθηκαν βρίσκοντας άσυλο στις γύρω πολυκατοικίες, πολλοί συνελήφθησαν κα μεταφέρθηκαν στη Γενική Ασφάλεια και στην ΕΣΑ.

Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση της Αστυνομίας, στις 17 Νοεμβρίου συνελήφθησαν 840 άτομα. Όμως, μετά τη Μεταπολίτευση, αξιωματικοί της Αστυνομίας, ανακρινόμενοι, ανέφεραν ότι οι συλληφθέντες ξεπέρασαν τα 2400 άτομα. Οι νεκροί επισήμως ανήλθαν σε 34 άτομα. Στην ανάκριση που διενεργήθηκε το φθινόπωρο του 1975 εναντίον των πρωταιτίων της καταστολής εντοπίστηκαν 21 περιπτώσεις θανάσιμου τραυματισμού. Ωστόσο, τα θύματα πρέπει να ήταν πολύ περισσότερα, διότι πολλοί βαριά τραυματισμένοι, προκειμένου να διαφύγουν τη σύλληψη, αρνήθηκαν να διακομιστούν σε νοσοκομείο.
Ο δικτάτορας Γεώργιος Παπαδόπουλος κήρυξε στρατιωτικό νόμο, αλλά στις 25 Νοεμβρίου ανατράπηκε με πραξικόπημα. Πρόεδρος ορίστηκε ο αντιστράτηγος Φαίδων Γκιζίκης και πρωθυπουργός της νέας κυβέρνησης ο Αδαμάντιος Ανδρουτσόπουλος. Όμως ο ισχυρός άνδρας του νέου καθεστώτος ήταν ο διοικητής της Στρατιωτικής Αστυνομίας, ταξίαρχος Δημήτριος Ιωαννίδης, που επέβαλλε ένα καθεστώς σκληρότερο από εκείνο του Παπαδόπουλου.
Η δικτατορία κατέρρευσε στις 23 Ιουλίου του 1974, αφού είχε ήδη προηγηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο. Ο Γκιζίκης και ο αντιστράτηγος Ντάβος, διοικητής του Γ' Σώματος Στρατού, κάλεσαν τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να επιστρέψει στην Ελλάδα για να επαναφέρει τη δημοκρατική διακυβέρνηση.




Ακολουθεί ο κατάλογος των νεκρών του Πολυτεχνείου σύμφωνα με την έρευνα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών.[4]
  1. Σπυρίδων Κοντομάρης του Αναστασίου, 57 ετών, δικηγόρος (πρώην βουλευτής Κερκύρας της Ένωσης Κέντρου), κάτοικος Αγίου Μελετίου, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 20.30-21.00, ενώ βρισκόταν στη διασταύρωση οδών Γεωργίου Σταύρου & Σταδίου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί έμφραγμα του μυοκαρδίου. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
  2. Διομήδης Κομνηνός του Ιωάννη, 17 ετών, μαθητής, κάτοικος Λευκάδος 7, Αθήνα. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.30 και 21.45, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στη διασταύρωση των οδών Αβέρωφ & Μάρνη, τραυματίστηκε θανάσιμα στην καρδιά από πυρά που έριξαν εναντίον του άνδρες της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών (όπως λεγόταν τότε το Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο).
  3. Σωκράτης Μιχαήλ, 57 ετών, εμπειρογνώμων ασφαλιστικής εταιρείας, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Στις 16.11.1973, μεταξύ 21.00 και 22.30, ενώ βρισκόταν μεταξύ των οδών Μπουμπουλίνας και Σόλωνος, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία κατά των διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να υποστεί απόφραξη της αριστεράς στεφανιαίας. Μεταφέρθηκε ημιθανής στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. (F Σεπτεμβρίου), όπου και πέθανε.
  4. Toril Margrethe Engeland του Per Reidar, 22 ετών, φοιτήτρια από το Molde της Νορβηγίας. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο στήθος από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» και αργότερα, νεκρή ήδη, στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Αιγυπτία Τουρίλ Τεκλέτ» και η παρεξήγηση αυτή επιβιώνει ακόμη σε κάποιους «καταλόγους νεκρών».
  5. Βασίλειος Φάμελλος του Παναγιώτη, 26 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από τον Πύργο Ηλείας, κάτοικος Κάσου 1, Κυψέλη, Αθήνα. Στις 16.11.1973, γύρω στις 23.30, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της φρουράς του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Μεταφέρθηκε από διαδηλωτές στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. και από εκεί, νεκρός πλέον, στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών.
  6. Γεώργιος Σαμούρης του Ανδρέα, 22 ετών, φοιτητής Παντείου, από την Πάτρα, κάτοικος πλατείας Κουντουριώτου 7, Κουκάκι. Στις 16.11.1973 γύρω στις 24.00, ενώ βρισκόταν στην ευρύτερη περιοχή του Πολυτεχνείου (Καλλιδρομίου και Ζωσιμάδων), τραυματίστηκε θανάσιμα στον τράχηλο από πυρά της αστυνομίας. Μεταφέρθηκε στο πρόχειρο ιατρείο του Πολυτεχνείου, όπου απεβίωσε. Από εκεί μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ι.Κ.Α. Ανακριβώς είχε αναφερθεί αρχικά από την Αστυνομία ως «Χαμουρλής».
  7. Δημήτριος Κυριακόπουλος του Αντωνίου, 35 ετών, οικοδόμος, από τα Καλάβρυτα, κάτοικος Περιστερίου Αττικής. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973 ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια και στη συνέχεια κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, συνεπεία των οποίων πέθανε, από οξεία ρήξη αορτής, τρεις ημέρες αργότερα, στις 19.11.1973, ενώ μεταφερόταν στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ.
  8. Σπύρος Μαρίνος του Διονυσίου, επονομαζόμενος Γεωργαράς, 31 ετών, ιδιωτικός υπάλληλος, από την Εξωχώρα Ζακύνθου. Κατά τις βράδυνες ώρες της 16.11.1973, ενώ βρισκόταν στην περιοχή του Πολυτεχνείου, κτυπήθηκε από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Μεταφέρθηκε στο Θεραπευτήριο Πεντέλης, όπου πέθανε τη Δευτέρα, 19.11.1973, από οξύ αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο. Τάφηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, όπου στις 9.9.1974, έγινε τελετή στη μνήμη του.
  9. Νικόλαος Μαρκούλης του Πέτρου, 24 ετών, εργάτης, από το Παρθένι Θεσσαλονίκης, κάτοικος Χρηστομάνου 67, Σεπόλια, Αθήνα, εργάτης. Κατά τις πρωινές ώρες της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στην πλατεία Βάθης, τραυματίστηκε στην κοιλιά από ριπή στρατιωτικής περιπόλου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε τη Δευτέρα 19.11.1973.
  10. Αικατερίνη Αργυροπούλου σύζυγος Αγγελή, 76 ετών, κάτοικος Κέννεντυ και Καλύμνου, Άγιοι Ανάργυροι Αττικής. Στις 10.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην αυλή του σπιτιού της, τραυματίστηκε στην πλάτη από σφαίρα. Διακομίστηκε στην κλινική «Παμμακάριστος» (Κάτω Πατήσια), όπου νοσηλεύτηκε επί ένα μήνα και κατόπιν μεταφέρθηκε στο σπίτι της, όπου πέθανε συνεπεία του τραύματος της μετά από ένα εξάμηνο (Μάιος 1974).
  11. Στυλιανός Καραγεώργης του Αγαμέμνονος, 19 ετών, οικοδόμος, κάτοικος Μιαούλη 38, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 10.15 το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μαζί με άλλους διαδηλωτές στην οδό Πατησίων, μεταξύ των κινηματογράφων «ΑΕΛΑΩ» και «ΕΑΛΗΝΙΣ», τραυματίστηκε από ριπή πολυβόλου που έριξε εναντίον τους περίπολος πεζοναυτών που επέβαινε ενός τεθωρακισμένου οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου πέθανε μετά από 12 μέρες, στις 30.11.1973.
  12. Μάρκος Καραμανής του Δημητρίου, 23 ετών, ηλεκτρολόγος, από τον Πειραιά, κάτοικος Χίου 35, Αιγάλεω. Στις 10.30 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα πολυκατοικίας επί της πλατείας Αιγύπτου 1, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Αυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Μεταφέρθηκε στην κλινική «Παντάνασσα» (πλατεία Βικτωρίας), όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
  13. Αλέξανδρος Σπαρτίδης του Ευστρατίου, 16 ετών, μαθητής, από τον Πειραιά, κάτοικος Αγίας Λαύρας 80, Αθήνα. Στις 10.30 με 11.00 περίπου το πρωί της 17.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Κότσικα, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από πυρά της στρατιωτικής φρουράς που ενέδρευε στην ταράτσα του Ο.Τ.Ε. (αυτουργός ο ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δυμπέρης, 573ου Τάγματος Πεζικού). Με διαμπερές τραύμα μεταφέρθηκε στο Κ.Α.Τ., όπου τον βρήκε νεκρό ο πατέρας του.
  14. Δημήτριος Παπαϊωάννου, 60 ετών, διευθυντής ταμείου αλευροβιομηχάνων, κάτοικος Αριστομένους 105, Αθήνα. Γύρω στις 11.30 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην πλατεία Ομονοίας, προσβλήθηκε από δακρυγόνα αέρια που έριχνε η Αστυνομία. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία εμφράγματος.
  15. Γεώργιος Γεριτσίδης του Αλεξάνδρου, 47 ετών, εφοριακός υπάλληλος, κάτοικος Ελπίδος 29, Νέο Ηράκλειο Αττικής. Στις 12.00 της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν μέσα στο αυτοκίνητο του στα Νέα Λιόσια, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά που διέσχισαν τον ουρανό του αυτοκινήτου. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
  16. Βασιλική Μπεκιάρη του Φωτίου, 17 ετών, εργαζόμενη μαθήτρια, από τα Αμπελάκια Βάλτου Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Μεταγένους 8, Νέος Κόσμος. Στις 12.00 το μεσημέρι της 17.11.1973, ενώ βρισκόταν στην ταράτσα του σπιτιού της, τραυματίστηκε θανάσιμα στον αυχένα από πυρά. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και στη συνέχεια στον «Ευαγγελισμό», όπου πέθανε αυθημερόν.
  17. Δημήτρης Θεοδώρας του Θεοφάνους, 5 1/2 ετών, κάτοικος Ανακρέοντος 2, Ζωγράφου. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ διέσχιζε με τη μητέρα του τη διασταύρωση της οδού Ορεινής Ταξιαρχίας με τη λεωφόρο Παπάγου στου Ζωγράφου, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά στρατιωτικής περιπόλου με επικεφαλής αξιωματικό (πιθανόν ο ίλαρχος Σπυρίδων Σταθάκης του Κ.Ε.Τ/Θ), που βρισκόταν ακροβολισμένη στο λόφο του Αγίου Θεράποντος. Εξέπνευσε ακαριαία και όταν μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο των Παίδων, απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
  18. Αλέξανδρος Βασίλειος (Μπασρί) Καράκας, 43 ετών, Αφγανός τουρκικής υπηκοότητας, ταχυδακτυλουργός, κάτοικος Μύρων 10, Άγιος Παντελεήμονας, Αθήνα. Στις 13.00, της 17.11.1973, ενώ βάδιζε με τον 13χρονο γιο του στη διασταύρωση των οδών Χέϋδεν και Αχαρνών, τραυματίστηκε θανάσιμα στην κοιλιά από ριπή μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε απευθείας στο νεκροτομείο, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
  19. Αλέξανδρος Παπαθανασίου του Σπυρίδωνος, 59 ετών, συνταξιούχος εφοριακός, από το ΚεράσοΒο Αιτωλοακαρνανίας, κάτοικος Νάξου 116, Αθήνα. Στις 13.30 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε με τις ανήλικες κόρες του στη διασταύρωση των οδών Δροσοπούλου και Κύθνου, απέναντι από το ΙΣΤ' Αστυνομικό Τμήμα, βρέθηκε εν μέσω πυρών, προερχομένων από τους αστυνομικούς του Τμήματος, με αποτέλεσμα να πάθει συγκοπή. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του.
  20. Ανδρέας Κούμπος του Στέργιου 63 ετών, βιοτέχνης, από την Καρδίτσα, κάτοικος Αμαλιάδος 12, Κολωνός. Γύρω στις 11.00 με 12.00 της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Γ' Σεπτεμβρίου και Καποδιστρίου, τραυματίστηκε στη λεκάνη από πυρά μυδραλίου τεθωρακισμένου στρατιωτικού οχήματος. Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ., κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών και τέλος στο Κ.Α.Τ., όπου και πέθανε στις 30.1.1974.
  21. Μιχαήλ Μυρογιάννης του Δημητρίου, 20 ετών, ηλεκτρολόγος, από τη Μυτιλήνη, κάτοικος Ασημάκη Φωτήλα 8, Αθήνα. Στις 12.00 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Στουρνάρη, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι από πυρά περιστρόφου αξιωματικού του Στρατού (αυτουργός ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ντερτιλής). Μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ε.Ε.Σ. σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
  22. Κυριάκος Παντελεάκης του Δημητρίου, 44 ετών, δικηγόρος, από την Κροκέα Λακωνίας, κάτοικος Φερρών 5, Αθήνα. Στις 12.00 με 12.30 το μεσημέρι της 18.11.1973, ενώ βάδιζε στη διασταύρωση των οδών Πατησίων και Γλάδστωνος, τραυματίστηκε θανάσιμα από πυρά διερχομένου άρματος μάχης. Μεταφέρθηκε στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου και πέθανε στις 27.12.1973.
  23. Ευστάθιος Κολινιάτης, 47 ετών, από τον Πειραιά, κάτοικος Νικοπόλεως 4, Καματερό Αττικής. Κτυπήθηκε στις 18.11.1973 από αστυνομικούς με συμπαγείς ράβδους, και υπέστη κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, συνεπεία των οποίων πέθανε στις 21.11.1973.
  24. Ιωάννης Μικρώνης του Αγγέλου, 22 ετών, φοιτητής στο τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών, από την Άνω Αλισσό Αχαΐας. Συμμετείχε στην κατάληψη του Πανεπιστημίου Πατρών. Κτυπήθηκε μετά τα γεγονότα, υπό συνθήκες που παραμένουν ακόμη αδιευκρίνιστες. Συνεπεία της κακοποίησης του υπέστη ρήξη του ήπατος, εξαιτίας της οποίας πέθανε στις 17.12.1973 στο Λαϊκό Νοσοκομείο Αθηνών, όπου νοσηλευόταν. Σύμφωνα με ορισμένες ενδείξεις, ο τραυματισμός του συνέβη στην Πάτρα, άλλες όμως πληροφορίες τον τοποθετούν στην Αθήνα. Η περίπτωση του παραμένει υπό έρευνα.


Γυναίκες και τρομοκρατία


Από την προσοβιετική Ρωσία μέχρι σήμερα, η συμμετοχή γυναικών σε τρομοκρατικές οργανώσεις δεν παύει να εκπλήσσει. Παρά τη περιορισμένη συμμετοχή τους, η δημοτικότητα που έχουν αποκτήσει οι γυναίκες τρομοκράτες είναι εντυπωσιακή και συνήθως τους αποδίδεται το στερεότυπο της ιδεολόγου ηρωίδας που μάχεται κατά ενός δεσποτικού καθεστώτος. 



Για πολλές από αυτές η σύγκρουση των παραδοσιακών οικογενειακών ρόλων και των φεμινιστικών ή πολιτικών ιδεών είναι παροιμιώδης. Σε πολλά ημερολόγια έχουν καταγραφεί αγωνιώδεις προσπάθειες χειραφέτησης κατά την εφηβική-νεανική ηλικία, η συνέχεια των οποίων φαίνεται να είναι η συμμετοχή σε κάποια τρομοκρατική ή επαναστατική οργάνωση. 



Σάρα Τζέιν Μουρ 



Στις 22 Σεπτεμβρίου 1975, η Σάρα Μουρ επιχείρησε να δολοφονήσει τον Αμερικανό πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ έξω από το ξενοδοχείο St. Francis του Σαν Φρανσίσκο. 



Πρώην φοιτήτρια νοσηλευτικής, εθελόντρια στο στρατό και λογίστρια στο επάγγελμα, η Moore ήταν μητέρα τεσσάρων παιδιών και είχε πέντε διαζύγια στο ενεργητικό της προτού υιοθετήσει ακραίες πολιτικές πεποιθήσεις και στραφεί στην τρομοκρατία. 



Για την ενέργεια της, η Moore, καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη και αποφυλακίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 2007, ένα χρόνο και πέντε μέρες μετά το θάνατο του Προέδρου Φόρντ. 



Στις πρώτες της δηλώσεις εξέφρασε τη μεταμέλεια της τονίζοντας ότι σήμερα είναι χαρούμενη για την αποτυχία της αλλά τότε ήταν μια ενέργεια που φαινόταν δικαιολογημένη. 



Σαρλότ Κορντέ 



Ο άγγελος της δολοφονίας, η Μαρί Αν Σαρλότ ντε Κορντέ ντε Αρμόν έγινε ένα από τα κεντρικά πρόσωπα της Γαλλικής Επανάστασης δολοφονώντας το Ζαν Πολ Μαράτ. Ο τελευταίος ήταν επικεφαλής της πολιτικής οργάνωσης των Ιακωβίνων και υπεύθυνος για την περίοδο διώξεων που έχει ονομαστεί «Βασιλεία του Τρόμου». 



Για την πράξη της καταδικάστηκε και εκτελέστηκε δια αποκεφαλισμού. 



Ωστόσο, πρόλαβε να δημοσιοποιήσει το μανιφέστο της στη δίκη της, περιγράφοντας τη δολοφονία του Μαράτ και τους λόγους για τους οποίους προέβη σε αυτή. Η πράξη της απαθανατίστηκε σε πίνακα του Εμέ Μποντρί το 1860.



Τενμόζι Ραγιαράτναμ 



Η Τενμόζι Ραγιαράτναμ ήταν η γυναίκα που δολοφόνησε τον πρόεδρο της Ινδίας Ρατζίβ Γκάντι και 14 ακόμα ανθρώπους με καλά οργανωμένη αποστολή αυτοκτονίας στις 21 Μαΐου 1991 στη Σρι Λάνκα. 



Η πράξη της ήταν μια διαμαρτυρία για την ανάπτυξη της Ινδικής Ειρηνευτικής Δύναμης στη Σρι Λάνκα κατόπιν συμφωνίας με την κυβέρνηση της χώρας. Από το 1987 μέχρι το 1991, η ειρηνευτική δύναμη πολεμούσε αποκλειστικά εναντίων των Τίγρεων του Ταμίλ. 



Οι Τίγρεις του Ταμίλ, μέλος των οποίων ήταν η Ραγιαράτναμ, ιδρύθηκαν το 1976 με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση της Βόρειας Σρι Λάνκα. Σε όλη τη διάρκεια το εμφυλίου πολέμου ήταν πρωτοπόροι στη στρατολόγηση παιδιών και γυναικών για τη διεξαγωγή βομβιστικών επιθέσεων. Ήταν αυτοί που πρακτικά επινόησαν τη μέθοδο επίθεσης αυτοκτονίας με ζώνη εκρηκτικών. 



Σι Ζιαν Χάο 



Το 1935 η κινέζα Σι Ζιαν Χάο δολοφόνησε το διαβόητο οπλαρχηγό Σουν Τσουάν Φανγκ καθώς εκτελούσε τα θρησκευτικά του καθήκοντα σε ένα Βουδιστικό ναό. 



Από τα αρχεία της εποχής έχει γίνει γνωστό ότι η Ζιαν Χάο όχι μόνο είχε σχεδιάσει λεπτομερώς τη δολοφονία αλλά και το πως θα τραβήξει την προσοχή των μέσων ενημέρωσης για να εξασφαλίσει τη λαϊκή υποστήριξη. 



Η δολοφονία και η επακόλουθη δίκη θεωρούνται σταθμός στη γιγάντωση του κλίματος συμπάθειας για το Λαϊκό στρατό και την επιδίωξη του να ανατρέψει την ισχύουσα τότε πολιτική κατάσταση στην Κίνα. 



Φανί Καπλάν 



Η Φανί Καπλάν, μια Ρωσίδα εβραϊκής καταγωγής, αποπειράθηκε να δολοφονήσει το Βλαδίμηρο Λένιν, ενέργεια που εντάσσεται στα πλαίσια της διαμάχης των Σοσιαλιστών επαναστατών και του Κόμματος των Μπολσεβίκων. 



Πριν από την απόπειρα, η Καπλάν είχε συλληφθεί στο Κίεβο και είχε φυλακιστεί στη Σιβηρία όπου υποβλήθηκε σε σωματικές τιμωρίες με αποτέλεσμα να υποφέρει από πονοκεφάλους και παροδική απώλεια όρασης. 



Τον Αύγουστο του 1918 η διαμάχη είχε ενταθεί και είχαν οδηγήσει στην απαγόρευση των περισσοτέρων κομάτων που ανήκαν στο συνασπισμό των Μπολσεβίκων που είχαν επαναστατήσει διαμαρτυρόμενοι για τη συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ. 



Στις 30 Αυγούστου και ενώ ο Λένιν έφευγε από μια ομιλία σε εργοστάσιο της Μόσχας η Καπλάν τον πυροβόλησε τρεις φορές. 



Ιζόλα Κάρι 



Η Ιζόλα Κάρι ήταν μια αφροαμερικανή γυναίκα που επιχείρησε να δολοφονήσει το Μάρτιν Λούθερ Κινγνκ με ένα χαρτοκόπτη στις 20 Σεπτεμβρίου 1968 κατά τη διάρκεια μιας παρουσίασης βιβλίου. 



Η ζωή του υπερμάχου των πολιτικών δικαιωμάτων σώθηκε χάρη στις προσπάθειες του Δρ Χολ Μίντοουζ που επιχείρησε μια πολύ λεπτή χειρουργική επέμβαση προκειμένου η λεπίδα που βρισκόταν στο λαιμό του Κινγκ να μην τρυπήσει την αορτή του. 



Μετά την περιπέτεια του, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, πιστός στην δύναμη της μη-βίας, δήλωσε ότι δεν αισθάνεται μίσος για την Κάρι και ζήτησε το σοφρωνισμό της ώστε μια μέρα «να γίνει ένα ελεύθερο και δημιουργικό μέλος της κοινωνίας». 



Βέρα Ζάσουλιτς 



Η Βέρα Ιβάνοβνα Ζάσουλιτς ήταν μια μαρξίστρια συγγραφέας στη προσοβιετική Ρωσία που επιχείρησε να δολοφονήσει το στρατηγό Θεόδωρο Τρέποφ. 



Τον Ιούλιο του 1877 ένας πολιτικός κρατούμενος, ο Αλεξέι Μπογκολιούμποφ, αρνήθηκε να βγάλει το καπέλο του σε ένδειξη σεβασμού προς το στρατηγό διαμαρτυρόμενος για την καταστολή των Πολωνικό εξεγέρσεων το 1830 και το 1863. Ο στρατηγός διέταξε να μαστιγωθεί κάτι που εξόργισε όχι μόνο τους επαναστάστες αλλά και το σύνολο της διανόησης της χώρας. 



Σε απάντηση, μια ομάδα 6 συνωμοτών εκπόνησε ένα σχέδιο δολοφονίας του Τρέποφ. Ωστόσο, η Ζάσουλιτς, ενεργώντας μόνη της, πυροβόλησε και τραυμάτισε σοβαρά το στρατηγό στις 24 Ιανουαρίου 1878. 



Η δίκη της Ζάσουλιτς πήρε τεράστια δημοσιότητα και το σώμα των ενόρκων την αθώωσε δείχνοντας την αποφασιστικότητα του Τσάρου Αλέξανδρου Β’ και της δικαιοσύνης να υπερασπιστούν της δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του πρώτου. 



Με την ενέργεια της, η Ζάσουλιτς έγινε ήρωας στα μάτια του λαϊκού κινήματος. Παρά το παρελθόν της, τάχθηκε κατά του κύματος της τρομοκρατίας που οδήγησε τελικά στη δολοφονία του Αλέξανδρου το 1881.

Χιλιάδες παιδιά-στρατιώτες χρησιμοποιούνται από ένοπλες οργανώσεις

Περισσότερα από 11.000 παιδιά σε όλον τον κόσμο λυτρώθηκαν από την υποχρεωτική στράτευσή τους σε ένοπλες οργανώσεις, όμως εκατοντάδες χιλιάδες συνομήλικοι τους παραμένουν στο έλεος οπλαρχηγών όπως ο Τόμας Λουμπάνγκα, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΟΗΕ. 
Η καταδίκη του Λουμπάνγκα από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο σε κάθειρξη 14 ετών με την κατηγορία της στρατολόγησης παιδιών, συνιστά μια «ιστορική» απόφαση, δήλωσε στο Γαλλικό Πρακτορείο η ειδική εκπρόσωπος του ΟΗΕ για τα παιδιά σε ένοπλες συρράξεις, η Ραντίκα Κουμαρασουάμι.
Πλέον έχει γίνει σαφές ότι η στρατολόγηση και η χρησιμοποίηση παιδιών σαν στρατιώτες είναι έγκλημα «και κανείς δεν μπορεί να πει ότι δεν το γνώριζε», εξήγησε η Κουμαρασουάμι, η θητεία της οποίας λήγει στα τέλη Ιουλίου.
Ο στόχος του ΟΗΕ είναι να διασφαλίσει ότι μέχρι το 2015 κανένα παιδί δεν θα είναι ενταγμένο σε εθνικούς στρατούς. Μόνο η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και το Σουδάν εξακολουθούν να στρατεύουν ανηλίκους.
Τα χιλιάδες παιδιά που συνεχίζουν να μετέχουν σε συγκρούσεις είναι ενταγμένα σε οργανώσεις όπως οι Ταλιμπάν του Αφγανιστάν, οι Κογκολέζοι αντάρτες του Μπόσκο Ενταγκάντα, οι ισλαμιστές Σεμπάμπ της Σομαλίας, η ισλαμιστική ’νσαρ Ντιν του Μαλί, τρομοκρατικές οργανώσεις ή ιδιωτικοί στρατοί.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούριο, όμως η διεθνής κοινότητα ανησυχεί πραγματικά γιατί εντάθηκε την τελευταία εικοσαετία, εξήγησε η Κουμαρασουάμι.
«Ο Λουμπάνγκα είναι το κλασικό παράδειγμα που διαπιστώναμε και στις μεγάλες συγκρούσεις στην Αφρική τη δεκαετία του 1990: απαγωγή παιδιών, χρήση ναρκωτικών, παιδιά-στρατιώτες». Σε πολλές εμφύλιες συρράξεις χρησιμοποιούσαν ναρκωτικά για να στρέψουν τα παιδιά εναντίον των οικογενειών τους. Τα κορίτσια γίνονταν σκλάβες του σεξ ή/και συμμετείχαν στις μάχες.
Σύμφωνα με την Κουμαρασουάμι, η απειλή επιβολής κυρώσεων στις χώρες που συνέχιζαν αυτήν την τακτική, συνέβαλε αποφασιστικά στην καταπολέμηση του φαινομένου. Εκτός από τα 11.000 παιδιά-στρατιώτες που απελευθερώθηκαν πέρσι, τέθηκαν σε εφαρμογή και 19 «προγράμματα δράσης» κατόπιν συμφωνίας του ΟΗΕ με κυβερνήσεις και οργανώσεις. Η Μιανμάρ υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία μετά από πέντε χρόνια συνομιλιών, όπως και το Τσαντ. Η σομαλική κυβέρνηση έχει επίσης δεσμευτεί να μην στρατολογεί πλέον παιδιά κάτω των 18 ετών.
Μετά την υπογραφή των συμφωνιών, οι κυβερνήσεις συνήθως τις τηρούν. «Δεν επιθυμούν να ξαναμπούν στη μαύρη λίστα του Συμβουλίου Ασφαλείας ή να ρισκάρουν να τους επιβληθούν κυρώσεις», εξήγησε η Κουμαρασουάμι. Η Ουγκάντα ήταν στη μαύρη λίστα του ΟΗΕ αλλά υπέγραψε μια τέτοια συμφωνία το 2007. «Σήμερα (οι αρχές της Ουγκάντας) είναι στην πρώτη γραμμή στον αγώνα κατά του Στρατού Αντίστασης του Κυρίου (LRA), ο ηγέτης του οποίου, Τζόζεφ Κόνι, καταζητείται από το ΔΠΔ.
Όμως για τους Ταλιμπάν ή τους Σεμπάμπ, που «αψηφούν τη διεθνή κοινότητα» και αρνούνται να διαπραγματευτούν, η μοναδική λύση είναι να καταγγελθούν δημοσίως και να κινητοποιηθεί εναντίον τους ο ντόπιος πληθυσμός. Στο Αφγανιστάν, η προσέγγιση αυτή βοήθησε να μειωθεί ο αριθμός των επιθέσεων εναντίον σχολείων, κατέληξε η Κουμαρασουάμι.

Πηγή: ΑΜΠΕ

Τα μεγαλύτερα τρομοκρατικά χτυπήματα

Τρίτη, 11 Σεπτεμβρίου, 8:46 π.μ. Το πρώτο αεροπλάνο που κουβαλά τρομοκράτες της Αλ Κάιντα και τρομοκρατημένους επιβάτες «τρυπάει» τον έναν από τους Δίδυμους Πύργους του νεοϋορκέζικου World Trade Center και οι αμερικανικές αρχές μουδιάζουν. Και όσο το μούδιασμα εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο, με τα τηλεοπτικά συνεργεία να σπεύδουν προς το «σημείο μηδέν», οι τηλεθεατές από το Μανχάταν μέχρι την Αθήνα και από το Τόκυο μέχρι την Νότιο Αφρική έμελλε να δουν –το ίδιο μουδιασμένοι- ζωντανά το δεύτερο χτύπημα. 

Ο δεύτερος πύργος ακολουθεί την μοίρα του πρώτου, άνθρωποι πηδούν από τα παράθυρα των δύο μεγαθήριων, ο Οσάμα Μπιν Λάντεν τρίβει τα χέρια του και γίνεται ο νούμερο ένα εχθρός των ΗΠΑ, το ίδιο δευτερόλεπτο γεννιούνται οι πρώτες θεωρίες συνομωσίας περί αμερικανικού κρατικού σχεδίου, ενώ ο πιο αντιπαθής πρόεδρος από καταβολής ΗΠΑ διαβάζει αμέριμνος παιδικά παραμύθια στην σκιά 3.000 θανάτων

Δέκα χρόνια μετά, ο κόσμος δεν είναι ο ίδιος. Ο Οσάμα Μπιν Λάντεν θεωρείται νεκρός, αλλά πρώτοι οι Αμερικανοί πολίτες και στην συνέχεια, σαν από ένα γιγαντιαίο τσουνάμι φόβου, όλος ο πλανήτης ζει στην σκιά των δύο ουρανοξυστών που δεν υπάρχουν πια. Φήμες για τρομοκρατικό χτύπημα στην πρώτη επέτειο, στην δεύτερη, στην δέκατη, φόβος για επίθεση στους αθηναϊκούς Ολυμπιακούς Αγώνες, βίντεο-μηνύματα του Οσάμα, έξαρση ρατσισμού αδιακρίτως κατά Αράβων… Δέκα χρόνια μετά το μεγαλύτερο τρομοκρατικό χτύπημα όλων των εποχών, ξυπνούν οι μνήμες του τρόμου και θυμόμαστε τα μεγαλύτερα πλήγματα – ευχόμενοι να τα ξεχάσουμε. 

*Τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου Δεκαεννέα τρομοκράτες της Αλ Κάιντα, 2.982 θύματα –μεγάλο μέρος από τα οποία δεν έχει ακόμα αναγνωριστεί- και τέσσερα αεροσκάφη σε τρία διαφορετικά σημεία των ΗΠΑ είναι ο απολογισμός εκείνης της Τρίτης. Στόχος δεν ήταν μόνο οι Δίδυμοι Πύργοι, καθώς άλλο ένα αεροσκάφος καρφώθηκε στο Πεντάγωνο στην Virginia, ενώ άλλο ένα που ετοιμαζόταν να σπείρει τρόμο στην Ουάσιγκτον, σε προσπάθεια των επιβατών να ανακτήσουν τον έλεγχο, κατερρίφθη σε ένα χωράφι στην Πενσυλβανία. Οι πληγές του αμερικανικού έθνους είναι ακόμη ανοιχτές, οι νεκροί έγιναν σημαία πολέμων στη Μέση Ανατολή και η αίσθηση του «άτρωτου» αποτελεί ανύπαρκτη πλατωνική ιδέα. 


*Οι «μαύροι Αύγουστοι» της Μέσης Ανατολής Οι «γείτονες» Ιράκ και Ιράν δεν θεωρούν τον Αύγουστο ήσυχο μήνα όπως ο υπόλοιπος κόσμος. Κι αυτό γιατί τα δύο καταστροφικότερα –σε αριθμό θυμάτων μετά την 11/9- τρομοκρατικά χτυπήματα που γνώρισαν ποτέ συνέβησαν στην καρδιά του καλοκαιριού. Πρώτο το Ιράν είδε το «Cinema Rex» να τυλίγεται στις φλόγες στις 19 Αυγούστου 1978 και μαζί του να γίνονται στάχτη περίπου 400 άνθρωποι. Η κυβέρνηση επέρριψε ευθύνες σε ισλαμιστές στρατιωτικούς, ενώ η εφημερίδα Sobhe Emrooz που άνοιξε εκ νέου το θέμα, αναφέροντας πως η πυρκαγιά οφειλόταν σε ριζοσπάστες ισλαμιστές, δεν ξαναείδε φύλλο της να τυπώνεται. 

Τρεις δεκαετίες μετά, στις 14 Αυγούστου 2007, τέσσερις συγχρονισμένες επιθέσεις αυτοκτονίας έγραψαν την πιο σκοτεινή σελίδα του πολέμου ΗΠΑ-Ιράκ, αυξάνοντας τις απώλειες κατά 796 ανθρώπους. Κανείς δεν ανέλαβε ποτέ την ευθύνη της επίθεσης, όμως οι ΗΠΑ τράβηξαν ακόμη μία γραμμή στην μαύρη λίστα της, δίπλα από το όνομα της Αλ Κάιντα. 

*Η σχολική «σφαγή» του Beslan Από τις πιο τραγικές στιγμές στα κατάστιχα των τρομοκρατικών πληγών είναι αναμφισβήτητα εκείνη που χτυπά το πιο απροστάτευτο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης: τα παιδιά. Την 1η Σεπτεμβρίου του 2004, μία ομάδα Τσετσένων εξτρεμιστών μπαίνουν πάνοπλοι στο «Σχολείο Νούμερο Ένα» (SNO) στην πόλη Beslan της Βόρειας Οσσετίας της Ρωσικής Ομοσπονδίας και κρατά ομήρους 1.100 ανθρώπους. Αίτημά τους, η λήξη του τσετσενικού πολέμου και η υπαναχώρηση της ρωσικής παρουσίας από τα εδάφη τους. Η ομηρία κρατά τρεις ημέρες, ενώ μετά από εκρήξεις και σημάδια πυρκαγιάς στο γυμναστήριο, οι ρωσικές δυνάμεις εισβάλλουν στο κτίριο, για να ακολουθήσει ένα πρωτοφανές μακελειό. Οι νεκροί μετρήθηκαν 334 –μεταξύ τους 186 παιδιά-, οι τραυματίες ήταν εκατοντάδες και η ηγεσία της Ρωσίας χρειάστηκε άμεση αναπροσαρμογή μετά από το συμβάν. Ποιος νοιάζεται όμως για τα πολιτικά παιχνίδια όταν έχουν χαθεί 186 αθώα πλάσματα στον υποτιθέμενο «ναό της γνώσης»; 

*Τα φονικά τρένα της Μαδρίτης και του ΛονδίνουΣτις 11 Μαρτίου του 2004, την ώρα που χιλιάδες Ισπανοί έμπαιναν στους συρμούς των τρένων για να πάνε στην δουλειά τους, δεν γνώριζαν ότι εκατοντάδες από αυτούς δεν θα ξαναέβγαιναν ποτέ.Δέκα συγχρονισμένες εκρήξεις βομβών κρυμμένων σε σακίδια πλάτης προκάλεσαν τον θάνατο 191 ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 1.800, σπέρνοντας το πένθος στους Μαδριλένους. Μπορεί η ταυτότητα των υπευθύνων να μην αποκαλύφθηκε ποτέ –οι εικασίες των αρχών κινήθηκαν στο δίπτυχο Αλ Κάιντα-Βάσκοι εξτρεμιστές- αλλά τα αποτελέσματα ήταν άμεσα ορατά και σε πολιτικό επίπεδο: Τρεις ημέρες αργότερα ήταν προγραμματισμένες οι εθνικές εκλογές, στις οποίες το προβάδισμα της κυβέρνησης του Αθνάρ εξανεμίστηκε και το κόμμα του έχασε την αναμέτρηση.

Ένα χρόνο μετά, η ιστορία επαναλαμβάνεται στο Λονδίνο, καθώς τέσσερις τρομοκράτες καταφέρνουν το μεγαλύτερο πλήγμα που έχει δεχθεί ποτέ το Ηνωμένο Βασίλειο σε επίπεδο τρομοκρατίας. Τρεις συρμοί του μετρό και ένα λεωφορείο γνώρισαν την κόλαση, 52 επιβάτες βρήκαν τον θάνατο, εκατοντάδες τραυματίστηκαν, ενώ η Ευρώπη συνειδητοποίησε πως το χτύπημα των Δίδυμων πύργων τρία χρόνια πριν ήταν η αρχή μιας αλυσιδωτής αντίδρασης που έφτανε σιγά-σιγά και στην Γηραιά Αλβιόνα, με πρώτους σταθμούς την Ιβηρική και την Βρετανία. 

*Η τρομοκρατία στην Ελλάδα Δύο φονικές αεροπειρατείες έλαβαν χώρα στον εναέριο χώρο της Ελλάδας, η μία κατά την πτήση Αθήνα-Λευκωσία της Cyprus Air στις 12/10/67 και η άλλη κατά την πτήση Αθήνα-Κάιρο της Egypt Air στις 23/11/85. Στην πρώτη περίπτωση, οι τρομοκράτες αγνώστων στοιχείων προκάλεσαν τον χαμό 66 ανθρώπων πάνω από την Ρόδο, ενώ στην δεύτερη, η αιγυπτιακή «επαναστατική» οργάνωση Abu Nidal με Παλαιστινιακά εκτελεστικά όργανα πήρε την ζωή 60 ανθρώπων. 

Ωστόσο, δεν είναι λίγα και τα περιστατικά που οφείλονται σε Έλληνες τρομοκράτες. Η «17 Νοέμβρη» μπορεί να έπαψε να μας απασχολεί μετά τις αλυσιδωτές συλλήψεις των αδελφών Ξηρού, του Δημήτρη Κουφοντίνα και των υπόλοιπων μελών της οργάνωσης το 2002, αλλά είχαν καταφέρει με τα ως τότε χτυπήματά τους να γίνουν ο μόνιμος εφιάλτης της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας. 

Στα χνάρια διεθνών τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως οι ιταλικές Ερυθρές Ταξιαρχίες και η γερμανική Φράξια Κόκκινος Στρατός, η «17Ν» και ο Επαναστατικός Λαϊκός Αγώνας εμφανίστηκαν στην χώρα μας αμέσως μετά την πτώση της Χούντας το 1974. Τα θύματα της πιο «φονικής» από αυτές, της 17Ν, (αστυνομικοί, στρατιωτικοί, ξένοι πολιτικοί και απλοί πολίτες) έφτασαν τον αριθμό 23 από το 1975 μέχρι το 2002, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, όλη η Ελλάδα συζητούσε για τις γιάφκες, τις αγιογραφίες, τον «αρχηγό» των Λειψών και την ασφάλεια που θα ήταν εγγυημένη κατά την Ολυμπιάδα. Ωστόσο, δεν άργησε να εμφανιστεί η επόμενη γενιά οργανώσεων, όπως ο Επαναστατικός Αγώνας, η πρόσφατη Σέχτα Επαναστατών και οι Πυρήνες της Φωτιάς.