LOU

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Η Σεξουαλική Επιθετικότητα

Ποιά είναι τα δεδομένα που αφορούν στη σεξουαλική επιθετικότητα;

Κάθε χρόνο στις ΗΠΑ 100.000-500.000 παιδιά κακοποιούνται σεξουαλικά από άνδρες (Washington, 1990). Παρόμοια υψηλά ποσοστά έχουν καταγραφεί σε Καναδά, Αγγλία, Ολλανδία, Δανία, Γερμανία και Βέλγιο (Zonana, 1997 ; Baker, 1985). Με βάση ευρείες επιδημιολογικές μελέτες ο Abel (1990) υπολόγισε ότι 10-20% των παιδιών έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά μέχρι την ηλικία των 18. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά, μέρος της οποίας καλύπτεται από τη διάγνωση της παραφιλίας, είναι ένα πρόβλημα με σοβαρές ψυχολογικές, κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις (Firestone et al, 1998-α ; Hanson et al, 1998 ; Zonana, 1997)). Οι παραφιλίες είναι σύνθετες ψυχοσεξουαλικές διαταραχές που χαρακτηρίζονται από επαναλαμβανόμενες σεξoυαλικές φαντασιώσεις και έντονες σεξουαλικές παρορμήσεις και πρακτικές. Σύμφωνα με το DSM-IV, οι κύριες κατηγορίες είναι : παιδοφιλία, επιδειξιμανία, φετιχισμός, εφαψιομανία, σεξουαλικός μαζοχισμός, σεξουαλικός σαδισμός, ηδονοβλεψία, μετενδυματικός φετιχισμός, και μια ξεχωριστή κατηγορία για άλλες παραφιλίες μη προσδιοριζόμενες αλλιώς, όπως ζωοφιλία, υποξυφιλία, νεκροφιλία, κοπροφιλία.
Μελέτες δείχνουν επίσης ότι, 10-20% των ενήλικων γυναικών πέφτουν θύματα σεξουαλικής επίθεσης (Johnson and Sacco, 1995). Τα επίσημα στοιχεία τείνουν να μην παρουσιάζουν όλη τη διάσταση, αφού υπολογίζεται ότι μόνο 8% των θυμάτων βιασμού αναφέρουν το γεγονός. Τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι ένας σημαντικός αριθμός ανδρών παρουσιάζει επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά. Μελέτες προερχόμενες από μεγάλα δείγματα των ΗΠΑ, Νέας Ζηλανδίας και Ν. Αφρικής δείχνουν ότι 4-7% των ανδρών παραδέχεται ότι έχει διαπράξει βιασμό η απόπειρα βιασμού (Polaschek et al, 1997). Έχει φανεί ότι τα θύματα συχνά αναπτύσσουν συμπτώματα κρίσεων άγχους η κατάθλιψης, μια κατάσταση που συχνά αντιμετωπίζεται σαν ?μετατραυματική από στρες διαταραχή? (Moscarello, 1991). Βιασμός θεωρείται η βίαιη σεξουαλική πράξη χωρίς τη συγκατάθεση της γυναίκας. Η νομική διερεύνηση όμως, σχετικά με το μέγεθος της βίας που εξασκείται για να καμφθεί η αντίσταση του θύματος (πχ. ψυχολογική πίεση, σωματική βία, απειλή με όπλο) αλλά και το μέγεθος της σεξουαλικής κακοποίησης που υφίσταται το θύμα (πχ., πεο-αιδιική, πεο-πρωκτική επαφή, συνέργεια, πολλαπλότης επαφών), συχνά προβληματίζει τους δικαστές και τους αναγκάζει να συνυπολογίζουν πολλές παραμέτρους (Firestone et al,1998) . Συχνά, εργαστηριακές εξετάσεις σπέρματος, γυναικολογική εξέταση και κολονοσκόπηση συμπληρώνουν τις απόδείξεις της πράξης. Κλινικοί και ερευνητές συμφωνούν ότι οι βιαστές είναι μια ετερογενής ομάδα ατόμων με ποίκιλλα κίνητρα για επιθετική σεξουαλική συμπεριφορά. H παρορμητικότης, η δυσκολία συναίσθησης των συναισθημάτων των άλλων και η πολλαπλή παραπτωματικότης, όμως, φαίνεται να είναι κοινά χαρακτηριστικά των βιαστών (Brown, 1997). Οι Abel και Rouleau (1990), τέλος, υποστηρίζουν την άποψη ότι ο βιασμός θα πρέπει να ταξινομηθεί στις παραφιλίες, αφού οι ψυχολογικές διαδικασίες και πρακτικές του βιασμού συχνά μοιάζουν η ακόμα πληρούν τα διαγνωστικά κριτήρια για παραφιλία.

Από τι χαρακτηρίζεται ο Βιασμός;

Βιασμός θεωρείται ως η ??βίαιη και παρά τη θέληση ενός ατόμου σαρκική εμπειρία??. Σύμφωνα με το μέγεθος της επιθετικότητας κατά το επεισόδιο διακρίνουμε τη βία εκείνη που μόλις επαρκεί για την ολοκλήρωση της διάπραξης και την υπερβολική βία με κατάχρηση της επιθετικότητας. Αν και η διάκριση αυτή φαίνεται ικανοποιητική και συνεχίζει να αποτελεί έναν βασικό διακριτικό παράγοντα σε αρκετά συστήματα ταξινόμησης, παραμένει προβληματικός ο καθορισμός της πρόθεσης της ασκούμενης βίας στις περιπτώσεις των σωματικών τραυματισμών (Rosenberg, Knight, Prentky, & Lee, 1988). Μπορούμε επίσης να διακρίνουμε περιστατικά στα οποία υπερισχύουν τα παραφιλικά στοιχεία και περιστατικά που διαπράττονται από άτομα με ιστορικό ψυχικής νόσου και/ή στοιχεία αντικοινωνικής συμπεριφοράς με παρορμητικότητα και έλλειψη συναισθηματικής ανταπόκρισης. Στις περιπτώσεις εκσεσημασμένης επιθετικότητας μπορούμε να διακρίνουμε τις συμπεριφορές που είναι σαδιστικές, όπου η προκαλούμενη βλάβη αποτελεί σαφώς μέρος της σεξουαλικής ικανοποίησης, και τις συμπεριφορές όπου επικρατούν πιο δυσδιάκριτες μορφές βίας (Prentky & Knight, 1991). Παραδείγματα αυτής της μορφής διαχωρισμού παρουσιάζονται στα ψυχοδυναμικού προσανατολισμού συστήματα ταξινόμησης των Groth, Burgess, και Holmstrom (1977), οι οποίοι διακρίνουν ανάμεσα στην επιθετικότητα που απορρέει από την ανάγκη επιβολής ισχύος και επιβεβαίωσης και στην επιθετικότητα που απορρέει από τάση εκδίκησης. ’λλο παράδειγμα επίσης αποτελεί ο διαχωρισμός ανάλογα με την επικράτηση της σεξουαλικότητας, της επιθετικότητας, της παρορμητικότητας, ή της συγκεχυμένης σεξουαλικότητας (Seghorn και Cohen, 1980).
Οι Hall και Hirschman (1991), στα πλαίσια της θεωρίας των τεσσάρων παραγόντων που ανέπτυξαν με βάση την αιτιολογία, όρισαν σαν κύριες παραμέτρους τη σεξουαλική διέγερση, τη διαδικασία αντίληψης, τη δυσκολία ελέγχου συναισθημάτων, και τα προβλήματα της προσωπικότητας. Η πλέον ενδιαφέρουσα παράμετρος είναι αυτή που αφορά τις διαδικασίες αντίληψης, η οποία χαρακτηρίζεται από διαστρεβλωμένες στάσεις και απόψεις σχετικά με τους ρόλους της γυναίκας στο σεξ και τη συμπεριφορά της. Η παράμετρος αυτή είναι ίσως η πλέον συχνή και η πλέον εμφανής στην κατάληξη της διαδικασίας του βιασμού (Koss, 1985, Koss et al, 1987). Διαδικασίες αντίληψης όπως η ερμηνεία των αντιδράσεων του θύματος ως εκδηλώσεις ευχαρίστησης ή ερωτικής επιθυμίας μειώνουν τις πιθανότητες κατανόησης της διαστροφής. Πράγματι, ο Craig (1990) παρατήρησε ότι αρκετά άτομα, κατά τη φάση γνωριμίας με κάποια γυναίκα υιοθετούν επιλεκτικά διεστραμένες γνωσίες οι οποίες ενθαρρύνουν την εξέλιξη στη σεξουαλική πράξη και συγχρόνως ελαχιστοποιούν την πιθανότητα περιορισμού της σεξουαλικής δραστηριότητας.

Ποιά είναι τα Κλινικά Χαρακτηριστικά των Βιαστών;

Σε γενικές γραμμές, οι βιαστές, τουλάχιστον αυτοί οι οποίοι έχουν φυλακιστεί για το αδίκημα του βιασμού, δεν φαίνεται να διαφέρουν από τα άτομα με άλλου τύπου παραπτωματικότητα. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι και οι δύο ομάδες προέρχονται από χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα, έχουν σταματήσει την εκπαίδευση στο γυμνάσιο, παρουσιάζουν ασταθές επαγγελματικό ιστορικό, συνήθως ως ανειδίκευτοι (Bard et al, 1987), εμφανίζουν ομοιότητες στο ψυχιατρικό ιστορικό (Christie, Marshall, & Lanthier, 1979) και γενικά στην κοινωνική επιδεξιότητα, με εξαίρεση την ανοικτότητα (assertiveness) (Stermac & Quinsey, 1986).
Παρ? όλα αυτά, έχουν βρεθεί κάποιες ουσιαστικές διαφορές μεταξύ βιαστών και παιδόφιλων, οι οποίες σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά τόσο της ενήλικης φάσης, όσο και της προηγούμενης αναπτυξιακής φάσης. Οι βιαστές, σε σχέση με τους παιδόφιλους, τείνουν να είναι νεότεροι σε ηλικία, να έχουν τελειώσει γυμνάσιο, να επιβάλλονται (επιθετικοί) παρά να τους επιβάλλονται (παθητικοί), καθώς και να έχουν παντρευτεί ή να έχουν συσχετιστεί με γυναίκα για τουλάχιστον ένα χρόνο (Christie et al, 1979), ενώ τείνουν λιγότερο να εμφανίζουν πνευματική καθυστέρηση ή κάποιο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο (Henn, Herjanic, &Vanderpearl, 1976, Swanson, 1968). Κατά τα στάδια της ανάπτυξης, οι βιαστές σε σχέση με τους παιδεραστές, έχουν την τάση να προέρχονται από μη χωρισμένους γονείς, να μην έχουν συγγενείς με ψυχιατρικό ιστορικό, έχουν τις μισές πιθανότητες να έχουν πέσει θύματα σεξουαλικής κακοποίησης, να μην έχουν εμφανίσει ιδιαίτερα σωματικά προβλήματα υγείας, αλλά να έχουν κακομεταχειριστεί ζώα και να έχουν παρουσιάσει προβλήματα συμπεριφοράς στο σχολείο (Bard et al, 1987). Παρουσιάζει ενδιαφέρον το γεγονός ότι στην περίπτωση που ο βιαστής είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά, οι πιθανότητες να έχει διαπραχθεί η πράξη από τον πατέρα του θύματος μέσα σε ένα περιβάλλον με ιστορικό ψυχιατρικό, αλκοόλ/ναρκωτικών, ή ποινικό είναι τριπλάσιες αυτών για ένα παιδεραστή (Seghorn et al, 1987).
Σε μία προσπάθεια διερεύνησης των κοινών αναπτυξιακών παραμέτρων σε βιαστές και παιδόφιλους, οι Prentky et al (1989) πρότειναν τέσσερις σημαντικούς παράγοντες: την αδιαφορία των ατόμων που τους φρόντισαν, το ιστορικό διαβίωσης σε ιδρύματα, τη σωματική κακοποίηση και αμέλεια, και τη σεξουαλική κακοποίηση. Συσχετίζοντας κατόπιν τους τέσσερις αυτούς παράγοντες με τη σεξουαλική ή τη μη σεξουαλική επιθετικότητα που παρουσιάστηκε κατά την ενηλικίωση, βρέθηκε ότι η έλλειψη στοργής και η σεξουαλική παρέκκλιση στο οικογενειακό περιβάλλον σχετίζονταν με την ένταση της σεξουαλικής επιθετικότητας, ενώ το ιστορικό διαβίωσης σε ιδρύματα και η σωματική κακοποίηση σχετίζονταν με την ένταση της μη σεξουαλικής επιθετικότητας. Η εμπειρία λοιπόν της σεξουαλικής κακοποίησης και η ποιότητα των πρώιμων διαπροσωπικών σχέσεων ενός αγοριού παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση της σεξουαλικής (Marhall, 1989a, Ward, Hudson, Marshall, & Siegert, 1995).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση της πορνογραφίας από τους δράστες σεξουαλικών επιθέσεων, είτε ως στοιχείο της αναπτυξιακής τους πορείας ή ως στοιχείο που μπορεί να προκαλέσει σεξουαλική επίθεση. Στο σημείο αυτό υπάρχουν επίσης κάποιες διαφορές μεταξύ βιαστών και παιδόφιλων, αφού οι περισσότερες έρευνες βρίσκουν ότι οι βιαστές δηλώνουν γενικά μικρότερη χρήση πορνογραφίας, σε σύγκριση με τους παιδεραστές, ειδικά κατά την περίοδο της σεξουαλικής επίθεσης (Carter, Prentky, Knight, Vanderveer, & Boucher, 1987, Cook, Fosen, & Pacht, 1971, Goldstein, Kant, Judd, Rice, & Green, 1971). Είναι πολύ πιθανό όμως οι διαφορές αυτές να αντανακλούν διαφορετικό τύπο πορνογραφικού υλικού, καθώς και το γεγονός ότι οι παιδόφιλοι συνηθίζουν να χρησιμοποιούν το σχετικό υλικό για τις αυνανιστικές τους φαντασιώσεις κατά το διάστημα ανάμεσα σε δύο επιθέσεις (Marshall, 1989b).
Η φαλλομετρική διάκριση μεταξύ βιαστών και μη βιαστών έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια μεταστροφή. Στη βιβλιογραφία στα τέλη της δεκαετίας του ?70 και στις αρχές της δεκαετίας του ?80 διατυπωνόταν ξεκάθαρα ότι τα πρότυπα της σεξουαλικής διέγερσης των βιαστών διέφεραν από εκείνα των μη βιαστών (Abel, Barlow, Blanchard, & Guild, 1977, Barbaree, Marshall, & Lanthier,1979, Carter et al, 1987, Quinsey, Chaplin, & Upfold, 1984) παρατηρώντας μάλιστα ότι οι βιαστές αντιδρούν ανάλογα και στις περιπτώσεις μη σεξουαλικής βίας εις βάρος γυναικών, και υποθέτοντας ότι τα κίνητρα της βίας αποτελούν το συνδετικό κρίκο. Πιο πρόσφατες όμως έρευνες εμφανίζουν αρκετές ομοιότητες στα προφίλ βιαστών και μη βιαστών αφού και οι δύο ομάδες παρουσιάζουν χαμηλότερα επίπεδα σεξουαλικής διέγερσης σε ερεθίσματα με σκηνές βιασμού, σε σχέση με ερεθίσματα που περιέχουν συναινετική σεξουαλική συνεύρεση (Baxter, Barbaree, & Marshall, 1986, Baxter, Marshall, Barbaree, Davidson, & Malcolm, 1984, Blader & Marshall, 1989, Murphy, Coleman, & Haynes, 1986, Murphy, Haynes, Coleman, & Flanagan, 1985). Πιθανότερη αιτία της ασυμφωνίας αυτής θεωρείται η επιλογή των ατόμων κατά τις αρχικές έρευνες από ακραία αποκλίνουσες περιπτώσεις.
Παρ? όλα αυτά, οι βιαστές που δεν αντιμετωπίστηκαν θεραπευτικά θεωρείται ότι παρουσιάζουν χαμηλότερο κίνδυνο επανάληψης της πράξης σε σύγκριση με άλλους δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων, με αξιοσημείωτη εξαίρεση τους δράστες αιμομιξίας. Τα επίσημα ποσοστά υποτροπής κυμαίνονται μεταξύ του 6% και 35% (Marshall & Barbaree, 1990b) με τις περισσότερες τιμές να εμφανίζουν συγκέντρωση γύρω στο 10% (Hudson & Bakker, 1997)). Μία πρόσφατη μετα-ανάλυση 61 μελετών, σε 1.839 βιαστές, όμως έδειξε ποσοστό επανάληψης της σεξουαλικής επίθεσης 18.9% (Hanson & Bussiere, 1996). Μελέτη που περιελάμβανε άτομα που διέπραξαν βιασμό και βρίσκονταν υπο συνεχή παρακολούθηση (Marshal & Bussiere, 1996) βρήκε ότι τα ποσοστά υποτροπής ήταν 2,4 φορές υψηλότερα από τους παιδόφιλους και 2,8 φορές υψηλότερα από τους επιδειξίες. Αν λάβουμε υπόψη τον συντελεστή του Koss (1992), που κυμαίνεται από 4 εως και 10, τότε τα ποσοστά για τους βιαστές τείνουν να εξισωθούν με εκείνα άλλων τύπων δραστών σεξουαλικών εγκλημάτων που έχουν φυλακιστεί.

Πόσο συχνός είναι ο Βιασμός;

Η ευρεία έρευνα του Russell (1984) σε τυχαία δείγματα γυναικών του Σαν Φρανσίσκο θεωρείται ως η πλέον εμπεριστατωμένη σχετικά με την καταμέτρηση μη επιθυμητών σεξουαλικών εμπειριών. Το ποσοστό 24% που εξάγεται από αυτή την έρευνα συμβαδίζει με το 27.5% των Koss et al (1987) που βρέθηκε σε έρευνα δείγματος Αμερικανίδων φοιτητριών οι οποίες κατήγγειλαν βιασμό ή απόπειρα βιασμού από την ηλικία των 14. Από την έρευνα του Gavey (1991) στη Νέα Ζηλανδία, όπου επίσης χρησιμοποιήθηκαν τα στοιχεία της Έρευνας Σεξουαλικών Εμπειριών του Koss (Koss & Gidycz, 1985, Koss & Oros, 1982), προέκυψε ένα παρόμοιο ποσοστό (25.3%) γυναικών που κατήγγειλαν βιασμό ή απόπειρα βιασμού. Ο Koss (1992) παρατήρησε επίσης ότι οι γυναίκες έχουν τέσσερις φορές περισσότερες πιθανότητες να βιαστούν από ένα γνωστό πρόσωπο παρά από έναν άγνωστο. Η παρατήρηση αυτή συμφωνεί με τα στοιχεία του Gavey (1991), που δείχνουν ότι τα δύο τρίτα των μη επιθυμητών σεξουαλικών εμπειριών που καταγγέλθηκαν, διαπράχθηκαν σε συνθήκες κάποιου τύπου ετεροφυλικής σχέσης, ενώ το ποσοστό ανέρχεται σε 82,5% αν συμπεριληφθούν οι γνωστοί, οι πρώην σύζυγοι, οι πρώην φίλοι και οι πρώην εραστές.

Πάσχουν οι Βιαστές από Ψυχιατρικές διαταραχές;

Η παρουσία μείζονων ψυχιατρικών συμπτωμάτων δεν θεωρείται κάτι ασυνήθιστο στους βιαστές. Η κατάχρηση και η εξάρτηση από αλκοόλ ή άλλες ουσίες επικρατούν μέχρι και στο 70% των βιαστών, ενώ στο ένα τρίτο διαγνώσκεται καταθλιπτική διαταραχή (Hillbrand, Foster, & Hirt, 1990). Το 58% ατόμων που καταδικάστηκαν για βιασμό στη Νέα Ζηλανδία πληρούσε τα κριτήρια διάγνωσης του ’ξονα Ι, κατά DSM-III-R, χωρίς να ληφθούν υπ' όψη η κατάχρηση από αλκοόλ ή άλλες ουσίες (Hudson & Murrow, 1997). Οι Seghorn et al (1987) αναφέρουν χαμηλότερα ποσοστά ψυχιατρικής διαταραχής: 7% σχιζοφρένεια, 2% σχιζοσυναισθηματική διαταραχή, 3% μείζων κατάθλιψη, και 6% οργανικό ψυχοσύνδρομο. Θεωρείται πολύ πιθανό ότι τα ποσοστά αυτά είναι υψηλότερα από το μέσο όρο του συνολικού πληθυσμού των φυλακών (Hudson & Murrow, 1997).
Εξετάζοντας τις διαταραχές του ’ξονα ΙΙ, οι Seghorn et al (1987) παρατήρησαν ότι το ένα τρίτο σχεδόν του δείγματος εμφάνιζε διαταραχή προσωπικότητας, ενώ πολύ υψηλότερα ποσοστά, έως και 90%, βρέθηκαν από άλλους ερευνητές (Berner, Barger, Gutierez, Jordan, &Berger, 1992, Serin, Malcolm, Khanna, & Barbaree, 1994, Stermac & Quinsey, 1986). Είναι επίσης πιθανόν τα ποσοστά αυτά να μην διαφέρουν κατά πολύ από τα ποσοστά που αφορούν το συνολικό πληθυσμό των φυλακών.
Ένα άλλο ερώτημα είναι: Οι βιαστές μόνο βιάζουν; Και εάν όχι, παρουσιάζουν κάποια άλλη σεξουαλική παρέκκλιση ή άλλου τύπου δραστηριότητα; (Freund, 1990) Η επιδειξιμανία ανέκαθεν συνδεόταν με τον βιασμό (Paitich et al, 1977, Rooth, 1973, Yalom, 1960). Οι Gebhard et al (1965) υποστηρίζουν ότι ο ένας στους 10 επιδειξίες έχει σκεφτεί σοβαρά ή και επιχειρήσει βιασμό. Επίσης, από τη μελέτη των Stermac & Hall (1989) βρέθηκε ότι οι δράστες οι οποίοι παρουσίαζαν κλιμάκωση στη σεξουαλική επιθετικότητα συνήθως είχαν διαπράξει προηγουμένως σεξουαλική επίθεση ''χωρίς επαφή'', όπως επίδειξη γεννητικών οργάνων. Από την έρευνα των Abel et al (1986) προκύπτει ότι από τους 126 βιαστές που εξετάστηκαν, το 44% είχε κακοποιήσει σεξουαλικά κορίτσια εκτός οικογενειακού κύκλου, ενώ το 14% είχε κακοποιήσει σεξουαλικά και αγόρια εκτός οικογενειακού κύκλου. Παρατηρήθηκε επίσης ότι οι βιαστές που έχουν καταδικαστεί έχουν συχνά καταδικαστεί και για μη σεξουαλική εγκληματική δραστηριότητα, ενώ το γεγονός αυτό φαίνεται να ισχύει και για τους έφηβους βιαστές (Epps, 1991). Βρέθηκε ότι οι μισοί περίπου από τους βιαστές έχουν καταδικαστεί συγχρόνως και για άλλες μη σεξουαλικές εγκληματικές πράξεις, ενώ σχεδόν όλοι τους έχουν διαπράξει τουλάχιστον μία μη σεξουαλικού τύπου επίθεση. Δεν έχει προσδιοριστεί όμως εάν τα ευρήματα αυτά χαρακτηρίζουν όλους τους βιαστές, περιλαμβανομένων και των ευκαιριακών (Stermac & Quinsey, 1986, Weinrott & Saylor, 1991).

Ποιοί παράγοντες συμβάλλουν στη διάπραξη βιασμού;

Ψυχοδυναμικές απόψεις: Οι πλέον πρώιμες και συγκροτημένες επεξηγηματικές προσπάθειες προέρχονται από το ψυχοδυναμικό πεδίο. Γενικά, ο Freud (1905/1953) είδε την παρεκκλίνουσα σεξουαλική συμπεριφορά ως διαταραχή του χαρακτήρα, όπου παιδικές σεξουαλικές επιθυμίες έχουν συνεχιστεί κατά την ενηλικίωση. Ως τέτοιου τύπου διαταραχή φαινόταν αρκετά απομακρυσμένη η δυνατότητα ενδεχόμενης αλλαγής. Ο Lanyon (1991) περιέγραψε τη μεταστροφή των μεταγενέστερων ψυχαναλυτικών συγγραφέων οι οποίοι επέκτειναν τη θέση του Freud (Fenichel, 1945, Hammer, 1957, Rada, 1978), αλλά συμπεριελάμβαναν πάντα τις έννοιες του άγχους ευνουχισμού και της οιδιπόδειας σύγκρουσης.
Η εφαρμογή της ψυχοδυναμικής θεωρίας του βιασμού χρωστά πολλά σε δυο θεωρητικά μοντέλα που αναπτύχθηκαν από τους Cohen et al (1971) και Groth et al (1977). Οι θεωρίες αυτές βασικά υποστηρίζουν ότι ποικίλα αισθήματα φόβου και ανεπάρκειας, τόσο σεξουαλικά όσο και διαπροσωπικά, μαζί με την πιθανή ύπαρξη μη αναγνωρισμένων ομοφυλοφιλικών τάσεων, αλληλεπιδρούν με την επιθετικότητα, και κατευθύνονται στο θύμα, ως υποκατάστατο της μητέρας, με αποτέλεσμα τη σεξουαλική κακοποίηση. Σε ακραίες περιπτώσεις η επιθετικότητα σεξουαλικοποιείται σε τέτοιο βαθμό ώστε το εγώ υπερνικάται και οι μηχανισμοί έλεγχου αποτυγχάνουν. Ο Lanyon (1991) υπογράμμισε το γεγονός ότι την εποχή που η ψυχοδυναμική θεωρία είχε μεγάλη επιρροή στην ερμηνεία των σεξουαλικών εγκλημάτων, δεν βοήθησε σημαντικά ούτε στην αντιμετώπιση ούτε και στην πρόληψη του φαινομένου.
Συμπεριφορικές απόψεις: Τα πρώτο σημαντικό αιτιολογικό μοντέλο της σεξουαλικής επιθετικότητας, βασιζόμενο στις σύγχρονες συμπεριφορικές αρχές, υποστήριξε ότι η σεξουαλική διέγερση με την παρουσία συνθηκών βιασμού αποτελεί το κρίσιμο σημείο των σεξουαλικών επιθέσεων (Amir, 1971, Abel et al, 1977, Freund & Blanchard, 1981, Quinsey et al, 1984). Η κριτική όμως από τη φεμινιστική πλευρά (Brownmiller, 1975, Burt, 1980, Darke, 1990, Herman, 1990), που υποστήριζε τη σημαντικότητα των επιθετικών έναντι των σεξουαλικών κινήτρων, μαζί με την αποτυχία της φαλλομετρικής μεθόδου να βρει διαφορές ανάμεσα σε βιαστές και μη βιαστές (Blader & Marshall, 1989), οδήγησε σε πιο περίπλοκες θεωρητικές ερμηνείες. Αυτές προσπάθησαν να ενσωματώσουν τόσο τα σεξουαλικά όσο και τα επιθετικά κίνητρα καθώς και να δημιουργήσουν ένα αναπτυξιακό πλαίσιο ερμηνείας της σεξουαλικής επιθετικότητας.
Όλα τα τρέχοντα πλαίσια ερμηνείας της σεξουαλικής επιθετικότητας θεωρούν την παρεκκλίνουσα διέγερση ως ένα σημαντικό παράγοντα (Hall & Hirschman, 1991, Malamuth, 1986, Marshall & Barbaree, 1999a). Oι Barbaree & Marshall (1991) πρότειναν την πλέον λεπτομερειακή ανάλυση σχετικά με τον τρόπο που λειτουργεί η παρεκκλίνουσα σεξουαλική διέγερση. Συγκεκριμένα, πρότειναν έξι μοντέλα σύμφωνα με τα οποία η παρεκκλίνουσα σεξουαλική διέγερση θα μπορούσε να παρεμβαίνει στη διαδικασία του βιασμού. Το πρώτο από αυτά, το μοντέλο της "σεξουαλικής προτίμησης" (sexual preference model) στηρίζεται στην υπόθεση ότι η ισχυρή σεξουαλική διέγερση σχετίζεται με την ισχυρή ανάγκη για ικανοποίηση και η ικανοποίηση αυτή προκαλείται από παρεκκλίνουσες φαντασιώσεις οι οποίες στην ουσία ταυτίζονται με τις σεξουαλικές προτιμήσεις. Οι περισσότερες ενδείξεις υπέρ της υπόθεσης αυτής προέρχεται από φαλλομετρικές μετρήσεις, οι οποίες όμως εξήγαγαν διφορούμενα αποτελέσματα.
Το δεύτερο μοντέλο "αναστολής της διέγερσης από βιασμό" υποστηρίζει ότι η μη συγκατάθεση, καθώς και τα σημεία φόβου, πόνου και δυσφορίας από την πλευρά της γυναίκας, δημιουργούν αναστολή της διέγερσης του βιασμού στους περισσότερους άνδρες. Ο μηχανισμός αυτός ρυθμίζεται από τη δυνατότητα ενσυναισθησίας του ατόμου (Malamuth & Check). Ενδείξεις για την υπόθεση αυτή προέρχεται από φαλλομετρικές μετρήσεις οι οποίες δείχνουν ότι η αναλογία της διέγερσης από σκηνές βιασμού έναντι της διέγερσης από σκηνές σεξουαλικές επαφής κατόπιν συνέναισης είναι υψηλότερη στους βιαστές και μάλιστα σχετίζεται με τον αριθμό των θυμάτων και το μέγεθος της βίας (Abel et al, 1977, 1978).
Σύμφωνα με το τρίτο μοντέλο (Barbaree & Marshall, 1991), "έλλειψης αναστολής της διέγερσης", η φυσιολογικά εμφανιζόμενη αναστολή της διέγερσης σε σκηνές βιασμού για κάποιο λόγο εξαφανίζεται. Οι αιτίες ή οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες μπορεί να συμβεί αυτό σχετίζονται με τη γενικότερη νοοτροπία του περιβάλλοντος. Παραδείγματα περιλαμβάνουν περιπτώσεις που το θύμα έχει προκλητικό ντύσιμο ή που γενικότερα ο βιαστής θεωρεί ότι το θύμα συμπεριφέρθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι υπεύθυνο (Sundberg et al, 1991). Επίσης, περιπτώσεις οι οποίες προκαλούν στο δράστη θυμό, όπως για παράδειγμα όταν γίνονται υποτιμητικά σχόλια σχετικά με την ερωτική απόδοση του άνδρα (Yates et al, 1984).
Το τέταρτο μοντέλο της "συναισθηματικής ενίσχυσης" υποστηρίζει ότι μη σεξουαλικές συναισθηματικές καταστάσεις δρουν συνεργικά με τη σεξουαλική διέγερση ώστε να προκληθεί η σεξουαλική ανταπόκριση. Αυτός είναι ένας πιθανός μηχανισμός που ενέχεται τόσο στις θετικές (αγάπη) όσο και στις αρνητικές (μίσος ή εχθρότητα) αλληλεπιδράσεις μιας σχέσης.
Τα δύο τελευταία μοντέλα εξετάζουν την ικανότητα ελέγχου της σεξουαλικής ανταπόκρισης και υποθέτουν, αφενός ότι οι βιαστές χαρακτηρίζονται από αδυναμία να καταπιέσουν με τη θέλησή τους τη σεξουαλική τους διέγερση (Hall, 1989), και αφετέρου από την ικανότητά τους να είναι συγχρόνως επιθετικοί και σεξουαλικά διεγερμένοι (response compatibility) (Blader & Marshall, 1989). Ο "έλεγχος της ανταπόκρισης" (response control) είναι ένας γενικός όρος που καλύπτει την ανικανότητα του ατόμου να καταπιέζει εκκούσια τη σεξουαλική διέγερση (Μοντέλο 5) ή την ικανότητά του να συμβιβάζει τη διέγερση που προκαλείται ταυτόχρονα από ερεθίσματα επιθετικότητας και σεξουαλικότητας (Μοντέλο 6).
Φεμινιστικές απόψεις: Οι φεμινιστικές θεωρίες βλέπουν το βιασμό σαν μια ψευδοσεξουαλική πράξη η οποία παρακινείται βασικά από την κοινωνικοπολιτική κυριαρχία των ανδρών. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 ο βιασμός αποτέλεσε ένα μείζον θέμα για το φεμινιστικό κίνημα, γεγονός που τουλάχιστον εν μέρει αποδιδόταν στην αντίληψη ότι η μορφή αυτή βίας οφειλόταν στην αλλαγή ρόλου που συνέβαινε σταδιακά στις γυναίκες (Donat & D'Emilio, 1992). Διατυπώθηκε η άποψη ότι όχι μόνο ο βιασμός αλλά και ο φόβος για ενδεχόμενο βιασμό εξυπηρετεί ένα μηχανισμό κοινωνικού ελέγχου (Brownmiller, 1975, Riger & Gordon, 1981). H άποψη αυτή είχε σημαντική επιρροή όχι μόνο στις αιτιολογικές θεωρίες, κριτικάροντας την άποψη περί αδυναμίας των βιαστών να ελέγξουν τη σεξουαλική επιθετικότητα, αλλά επίσης στον ορισμό της σεξουαλικής κακοποίησης, στη διάκριση και αντιμετώπιση των θυμάτων του βιασμού, και στην ανίχνευση ειδικών πολιτισμικών στοιχείων που πιθανόν υποκινούν το βιασμό. Για παράδειγμα, η φεμινιστική θεωρία της Burt (1980) για το βιασμό περιέγραψε τον τρόπο που οι κοινωνικές απόψεις μπορούν να ενισχύσουν τη σεξουαλική επιθετικότητα. Υποστήριξε ότι οι στερεότυπες απόψεις για το ρόλο του φύλου, οι αντικρουόμενες σεξουαλικές πεποιθήσεις, καθώς και η αποδοχή της διαπροσωπικής βίας αποτελούν σημαντικούς παράγοντες που μεσολαβούν ανάμεσα στην κουλτούρα της κοινωνίας και τη σεξουαλική επιθετικότητα.
Σοβαρότερη συνέπεια του επαναπροσδιορισμού της έννοιας του βιασμού ήταν η αυξημένη έρευνα των περιπτώσεων περιστασιακού βιασμού (date rape) και σεξουαλικής παρενόχλησης (sexual harassment). Το βασικό εύρημα των Koss et al (1987), η ανεύρεση ποσοστού πάνω από 50% για κάποιας μορφής ανεπιθύμητη σεξουαλική επαφή και/ή βίαιη σεξουαλική συμπεριφορά, ενίσχυσε την ανάγκη για αλλαγή της αντίληψης ότι η σεξουαλική επιθετικότητα αποτελεί μία αναμενόμενη εμπειρία για την πλειοψηφία των γυναικών. Αυτό έχει οδηγήσει έναν αριθμό συγγραφέων στο συμπέρασμα ότι ο βιασμός υποστηρίζεται πολιτιστικά, ειδικότερα από πρότυπα των μέσων μαζικής ενημέρωσης (Jozsa & Jozsa, 1980, Read, 1989). Ως παράδειγμα αναφέρονται οι πορνογραφικές περιγραφές οι οποίες απεικονίζουν μία αρχική άρνηση και αντίδραση της γυναίκας η οποία δίνει τη θέση της στη σεξουαλική επιθυμία η οποία τελικά υπερτερεί. Μάλιστα, οι Groth & Birnbaum (1979) περιέγραψαν τo φαινόμενο της πορνογραφίας σαν ισοδύναμο του βιασμού.

Πόσο συμβάλλουν οι πολιτισμικοί παράγοντες στη διάπραξη βιαμού;

Η εφαρμογή των κοινωνιο-γνωσιακών θεωριών και μεθόδων στο βιασμό υπήρξε μία σημαντική θεωρητική εξέλιξη (Johnston & Ward, 1996). Η κοινωνική γνωσία αφορά τη μελέτη της κοινωνικής γνώσης (τη δομή και το περιεχόμενό της) και των νοητικών διαδικασιών (συμπεριλαμβάνοντας την συλλογή και την παρουσίαση πληροφοριών) σε μια προσπάθεια κατανόησης της κοινωνικής συμπεριφοράς και των παραγόντων που διαμεσολαβούν. Τρια θεμελιώδη ερωτήματα ωθούν τη μελέτη της κοινωνικής γνωσίας: (1) Τι τύπου πληροφορίες είναι αποθηκευμένες και πως είναι ταξινομημένες στη μνήμη; (2) Πώς, οι αποθηκευμένες στη μνήμη κοινωνικές πληροφορίες, επηρεάζουν την επακόλουθη επεξεργασία πληροφοριών, τη λήψη αποφάσεων, και τη συμπεριφορά; (3) Πώς και πότε οι αποθηκευμένες πληροφορίες μεταβάλλονται, εξαιτίας τόσο των νέων πληροφοριών όσο και των γνωστικών διαδικασιών; (Sherman et al, 1989).
Η βιβλιογραφία για τους σεξουαλικούς παραπτωματίες περιγράφει το μεροληπτικό τρόπο επεξεργασίας των πληροφοριών σε όλα σχεδόν τα στάδια της αλυσίδας της διάπραξης (Marshall & Barberee, 1989). Οι προσδοκίες ή οι πεποιθήσεις των σεξουαλικών παραπτωματιών επηρεάζουν την επεξεργασία των σχετιζόμενων με τη σεξουαλικότητα πληροφοριών (Stermac & Segal, 1989, Ward et al, 1995). Οι βιαστές για παράδειγμα βλέπουν τον τρόπο ντυσίματος των θυμάτων τους σαν "πρόσκληση," και δυσκολεύονται να αντιληφθούν την κατάσταση από την πλευρά των θυμάτων τους. Παρόμοια, κατά τη διάρκεια της διάπραξης, ο βιαστής αντιλαμβάνεται την παθητικότητα ή τη φοβισμένη συγκαταβατικότητα των γυναικών σαν επιθυμία, και απόλαυση του βιασμού. Όσο περισσότερο η συμπεριφορά του θύματος είναι συγκεχυμένη, τόσο πιο εύκολο είναι για τον βιαστή να την ερμηνεύσει λανθασμένα (Scally, 1988).
Oι Malamuth & Brown (1994) κατέταξαν τις ερμηνείες που αφορούσαν τις απόψεις σεξουαλικά επιθετικών αντρών σχετικά με τη συμπεριφορά των γυναικών. Αυτές ήταν: α. η υπεραντίληψη της εχθρικότητας/προκλητικότητας, δηλαδή οι επιθετικοί άντρες αντιμετωπίζουν πρόβλημα στο να ξεχωρίζουν ανάμεσα στην φιλικότητα και την προκλητικότητα και ανάμεσα στη διεκδικητικότητα και την εχθρικότητα, β. η αρνητική τύφλωση, δηλαδή οι σεξουαλικά επιθετικοί άντρες είναι ανίκανοι να καταλάβουν τα αρνητικά γυναικεία μηνύματα και γ. οι καχύποπτες υποθέσεις, δηλαδή οι σεξουαλικά επιθετικοί άντρες πιστεύουν ότι η γυναικεία στάση σχετικά με σεξουαλικό ενδιαφέρον ή τις σχέσεις δεν είναι αξιόπιστη. Τα αποτελέσματα έδειξαν ιδιαίτερη βαρύτητα στο μοντέλο της καχυποψίας και ότι οι βιαστές τείνουν να επεξεργάζονται τη γυναικεία σεξουαλική επικοινωνία με διαστρεβλωμένο τρόπο. Τέτοια μεροληπτική επεξεργασία πληροφοριών δημιουργεί μεγαλύτερα επίπεδα καχυποψίας και εχθρικότητας απέναντι στις γυναίκες, και τελικά, σεξουαλική βία.
Έχει φανεί επίσης ότι οι άντρες που επιδεικνύουν υψηλή σεξουαλική επιθετικότητα αντιλαμβάνονται σαν ιδιαίτερα συνδεδεμένη τη σεξουαλικότητα με την κοινωνική κυριαρχικότητα, σε σχέση με τους άντρες με χαμηλότερη σεξουαλική επιθετικότητα (Pryor & Stoller, 1994). Αυτός ο ισχυρός δεσμός σεξουαλικότητας και κυριαρχικότητας επηρεάζει την επεξεργασία των κοινωνικών πληροφοριών και δημιουργεί συγκεχυμένη συσχέτιση ανάμεσα στις έννοιες της κυριαρχίας και της σεξουαλικότητας. ’λλα ευρήματα έδειξαν ότι στους άντρες με υψηλά επίπεδα σεξουαλικής επιθετικότητας επικρατεί η πεποίθηση ότι οι γυναίκες αποδέχονται ή ακόμα και διασκεδάζουν την αντρική κυριαρχικότητα ακόμα και όταν αυτή εκδηλώνεται με σωματική βία ή εξαναγκασμό (Pryor, 1987). Μια τέτοια δομή πεποιθήσεων μπορεί επίσης να επηρεάσει την επεξεργασία των κοινωνικών πληροφοριών ώστε να δημιουργηθεί ένα τέτοιο υπόβαθρο μνήμης το οποίο να υποστηρίζει όλες αυτές τις απόψεις. Έτσι, ευρισκόμενος κάποιος άνδρας σε θέση κοινωνικής ισχύος, για παράδειγμα προϊστάμενος, μπορεί εύκολα να έχει απόψεις σεξουαλικής σχέσης. Η σεξουαλική παρενόχληση φαίνεται να είναι το αποτέλεσμα συνδυασμού προσωπικών (υψηλά επίπεδα σεξουαλικής επιθετικότητας) και περιστασιακών (κοινωνικά πρότυπα) παραγόντων (Pryor et al).

Πόσο φαίνεται να συμβάλλουν οι βιολογικοί παράγοντες στη διάπραξη βιασμού;

Στην κοινωνιο-βιολογική θεωρία του Ellis (1989, 1991) οι βιολογικές μεταβλητές έχουν εξελικτική σημασία. Σύμφωνα με αυτήν, σε αντίθεση με τις γυναίκες, οι άντρες μεγιστοποιήσουν την αναπαραγωγική τους ικανότητα συνουσιαζόμενοι με πολλούς σεξουαλικούς συντρόφους. Η θέση αυτή συνδυάστηκε με απόψεις φεμινιστικών και κοινωνικών θεωριών και παρουσιάστηκε με τη μορφή τεσσάρων προτάσεων. Πρώτον, υπάρχουν δύο αρκετά άγνωστες κινητήριες δυνάμεις, το σεξ και η επιθυμία για έλεγχο και κυριαρχία, οι οποίες επηρεάζουν τη σεξουαλική συμπεριφορά, περιλαμβανομένου και του βιασμού. Η αντίληψη ότι η κινητήριος δύναμη για κυριαρχία και έλεγχο συνιστά μέρος της σεξουαλικής συμπεριφοράς, πηγάζει από την ιδέα περί κυριαρχίας του Μaslow (1940), η οποία στηρίζεται βασικά σε έρευνες με ζώα και υποστηρίζει ότι συμπεριφορές όπως η άμυνα για την υπεράσπιση του εδάφους υποδηλώνει ανάγκη για έλεγχο και κυριαρχικότητα-κτητικότητα. Τα αρσενικά βιώνουν αυτή τη κινητήριο δύναμη πιο έντονα από τα θηλυκά, αλλά όπως σημειώνει ο ίδιος ο Ellis, τόσο οι άντρες όσο και οι γυναίκες είναι συχνά κτητικοί προς τον άλλο, σε θέματα που αφορούν έλεγχο της σεξουαλικής συμπεριφοράς.
Η θεωρία του Ellis προτείνει επίσης ξεκάθαρα μία σχετικά αμιγώς σεξουαλική παρακίνηση για το βιασμό, γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με τις φεμινιστικές απόψεις (Brownmiller, 1975) και τις θέσεις περί κοινωνικής μάθησης (Marshall & Barberee, 1990a, Pithers, 1990). Ο Ellis πρότεινε ότι οι μη σεξουαλικές διαστάσεις της συμπεριφοράς των βιαστών, όπως η επιθετική και κυριαρχική συμπεριφορά, θα πρέπει καλύτερα να κατανοούνται σαν τακτική παρά σαν στόχος. Επιπρόσθετα, o Ellis απέδωσε κεντρικό ρόλο στην τεστοστερόνη. Αν και βρέθηκαν αυξημένα επίπεδα τεστοστερόνης σε πολύ βίαιους σεξουαλικούς παραπτωματίες, αυτό πιθανόν να είναι ένα πλασματικό εύρημα. Υποστηρίζεται ότι εάν υπάρχει κάποια συσχέτιση, αυτή είναι περισσότερο πιθανό να υπάρχει με την επιθετικότητα γενικά παρά με τη σεξουαλική επιθετικότητα ειδικά (Berlin, 1983, Bradford & McLean, 1984). Παρόμοια, υποστηρίζεται ότι είναι μάλλον απίθανο ένας και μόνο νευροδιαβιβαστής να συνδέεται με τη σεξουαλική επιθετικότητα (Prentky, 1985).
Η δεύτερη πρόταση του Ellis υποστηρίζει ότι η φυσική επιλογή ευνοεί τους άντρες με ισχυρή σεξουαλική ορμή και μεγαλύτερη ανοχή ή προτίμηση στην αναγκαστική συνουσία. Ο Ellis παραθέτει σαν υποστηρικτικό στοιχείο της άποψης αυτής μελέτες οι οποίες βρήκαν ότι οι άντρες, σε σχέση με τις γυναίκες, αυνανίζονται περισσότερο, επιθυμούν πιο συχνά σεξουαλική επαφή, είναι πιο πιθανό να ξεκινήσουν αυτοί τη σεξουαλική επαφή, έχουν περισσότερα σεξουαλικά όνειρα και σκέψεις, και είναι λιγότερο πιθανό να αναφέρουν μη σεξουαλικούς λόγους για σεξουαλική επαφή. Σημειώνει όμως επιπλέον ότι όλα αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να ερμηνευθούν παράλληλα με τους ισχύοντες πολιτισμικούς παράγοντες.
Τρίτον, ο Ellis υποστήριξε ότι αφού οι άντρες έχουν μεγαλύτερη σεξουαλική ορμή, σε σχέση με τις γυναίκες, η σεξουαλική πράξη αποτελεί για αυτούς ισχυρότερο κίνητρο ενίσχυσης της συμπεριφοράς. Εάν αυτό είναι αληθές, υπάρχουν δύο επιπτώσεις. Πρώτο, η άμεση και πραγματική εμπειρία επιδρά στη συμπεριφορά εντονότερα από τη νοητική ή φαντασιωσική. Αυτή η θέση είναι σημαντικά όμοια με τη θέση κοινωνικής μάθησης του Bandura (1986). Δεύτερο, η χαμηλότερη ένταση σεξουαλικής ορμής των γυναικών σε συνδυασμό με την εξελικτική και κοινωνική τους θέση επιτρέπει την ανάπτυξη ενός φαινομένου σύμφωνα με το οποίο αποτελεί γυναικείο θέμα το αν θα περιορίσουν τη πρόσβαση στη σεξουαλική πράξη ώστα να μεγιστοποιήσουν το δέσιμο της σχέσης. Το γεγονός αυτό δημιουργεί ασάφεια στη διαδικασία της ερωτικής σχέσης και η ασάφεια αυτή δημιουργεί αύξηση των επιπέδων εξαναγκασμού, από την πλευρά του άνδρα. Σύμφωνα πάλι με τον Ellis, η στάση αυτή μπορεί μεταγενέστερα να γενικευτεί και σε άλλες σχέσεις. Συμπληρωματικά στην άποψη αυτή φαίνεται να είναι τα ευρήματα ότι κάποιες γυναίκες φαντασιώνουν το εξαναγκαστικό σεξ (Ellis, 1989, Gold, 1991). Από περιστατικά περιστασιακού βιασμού (date rape) επίσης, φάνηκε ότι τα θύματα τετελεσμένου βιασμού είναι περισσότερο πιθανό να μείνουν στη σχέση με τους δράστες τους, παρά τα θύματα απόπειρας βιασμού (Koss, 1989, Wilson & Durrenberger, 1982).
Η τέταρτη πρόταση του Ellis προτείνει ότι η μεγαλύτερη έκθεση των ανδρών στα ανδρογόνα, ειδικότερα στην τεστοστερόνη, επηρεάζει όχι μόνο την ένταση της σεξουαλικής ορμής, αλλά επίσης και την ευαισθησία απέναντι στην απειλή της τιμωρίας και την ικανότητα να αντιλαμβάνονται τον πόνο των άλλων (empathy). Τα στοιχεία που παρουσιάζει είναι επίσης εύθραυστα και πρωτίστως σχετιζόμενα με τη θέση ότι η τεστοστερόνη παίζει σημαντικό ρόλο στη σεξουαλική δραστηριότητα και συμπεριφορά. ’λλες έρευνες επίσης δίνουν έμφαση στην ευαισθησία του ατόμου στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος, υποστηρίζοντας ότι η έκθεση σε ανδρογόνες ορμόνες κατά τη διάρκεια της εμβρυϊκής φάσης προκαλεί απευαισθητοποίηση του ατόμου για την υπόλοιπη ζωή του (Sar & Stumpf, 1977, Stumpf et al, 1983, Teyler et al, 1980).

Ποιά είναι τα σπουδαιότερα στοιχεία από το ιστορικό ενός ατόμου που κατηγορείται για βιασμό;

Οικογενειακό Ιστορικό: Η οικογένεια παρέχει το βασικό πλαίσιο μαθησιακής ανάπτυξης. Έχει ταυτοποιηθεί ένας αριθμός οικογενειακών παραγόντων που παίζουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη σεξουαλικής επιθετικότητας. Διαπροσωπικοί παράγοντες, όπως αρνητικές και απομακρυσμένες σχέσεις με γονείς, ασταθής ή αμελής φροντίδα, απώλεια γονέος λόγω θανάτου, χωρισμού ή διαζυγίου και υψηλή συχνότητα σωματικής ή σεξουαλικής κακοποίησης, χαρακτηρίζουν τις πρώιμες παιδικές εμπειρίες πολλών σεξουαλικών παραπτωματιών (Fagen & Wexler, 1988, Prentky et al, 1989, Ryan & Lane, 1991, Seghorn et al, 1987, Tingle et al, 1986). Είναι επομένως σημαντικό να αποκτηθούν πληροφορίες σχετικές με τη φύση της σχέσης των ατόμων αυτών με τους γονείς και τα αδέλφια τους. Επίσης σημαντικές είναι πληροφορίες που αφορούν απώλεια γονέα, εγκατάλειψη, σταθερότητα οικογενειακού περιβάλλοντος, χρήση βίας, και τέλος επάρκεια του μοντέλου του γονεϊκού ρόλου. Το οικογενειακό ιστορικό αποτελεί ιδανικό σημείο για να αρχίσει μία διαδικασία εκτίμησης, ενώ συγχρόνως διευκολύνει την ανάπτυξη της σχέσης ιατρού-ασθενούς (rapport), ιδιαίτερα πριν από τη συζήτηση πιο ευαίσθητων θεμάτων.
Ιστορικό εκπαίδευσης: Οι βιαστές τείνουν να εγκαταλείπουν το σχολείο τους (Bard et al, 1987), αν και η εκπαιδευτική τους εξέλιξη μπορεί να ποικίλει αρκετά. Οι νοητικές ικανότητες είναι ευνόητο ότι επηρεάζουν την πορεία της θεραπείας. Για το λόγο αυτό η εκτίμηση θα πρέπει να περιλαμβάνει το ιστορικό εκπαίδευσης, το γενικό νοητικό επίπεδο και την παρουσία μαθησιακών ελλειμάτων. Η επίτευξη των εκπαιδευτικών στόχων και η συμπεριφορά στο σχολείο παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις νοητικές και ψυχολογικές δυνατότητες. Για παράδειγμα, μπορεί κανείς να διακρίνει δυσκολίες παρακολούθησης, παρορμητικότητα, έλλειψη στόχων, χαμηλή αυτοπεποίθηση και επιμονή. Οι παράγοντες αυτοί έχουν εμφανή επίδραση στην εξέλιξη της θεραπείας και μπορεί να υποδείξουν την ανάγκη συμπληρωματικής εκπαιδευτικής παρέμβασης.
Εργασιακό Ιστορικό: Η ύπαρξη σταθερού εργασιακού ιστορικού τείνει να προστατεύει από την ανάπτυξη εγκληματικής συμπεριφοράς (Bartol, 1991). Πράγματι, οι βιαστές τείνουν να έχουν ασταθές εργασιακό ιστορικό σε ανειδίκευτες εργασίες (Bard et al, 1987). Είναι επομένως χρήσιμο να εκτιμηθεί το εργασιακό ιστορικό, εστιάζοντας στη σταθερότητα και το είδος εργασίας, στο επίπεδο επιδεξιότητας και υπευθυνότητας και στη γενικότερη στάση απέναντι στη δουλεία που επέδειξε. Οι παράγοντες αυτοί μπορεί να σχετίζονται με ψυχολογικά χαρακτηριστικά όπως επιμονή, ικανότητα ανοχής στη ματαίωση και ικανότητα σχεδιασμού και επίτευξης στόχων. Οι πληροφορίες του εργασιακού ιστορικού μπορεί επίσης να υποδείξουν την ανάγκη ειδικών παρεμβάσεων με σκοπό να αυξήσουν τη μελλοντική δυνατότητα για εργασία.
Κοινωνικό ιστορικό: Τα άτομα που έχουν ιστορικό διαταραγμένης προσκόλλησης με τα άτομα που τους έχουν αναθρέψει είναι περισσότερο πιθανό να παρουσιάσουν δυσλειτουργικές σχέσεις και σε άλλους τομείς (Hazan & Shaver, 1994). Έχοντας υπόψη τις προαναφερθείσες διαταραγμένες οικογενειακές σχέσεις, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι βιαστές παρουσιάζουν προβληματικό κοινωνικό ιστορικό. Για παράδειγμα, έχει αναφερθεί χαμηλό επίπεδο συναισθηματικής εμπλοκής με τους συναδέλφους τους (Blaske et al, 1989), ενώ το 86% είχαν ελάχιστους ή καθόλου φίλους κατά τη νεαρή ηλικία (Tingle et al, 1986). Γνωρίζοντας λοιπόν τη σπουδαιότητα των πρώιμων παιδικών εμπειριών στη μελλοντική ανάπτυξη κοινωνικού άγχους θεωρείται σκόπιμη η αναλυτική διερεύνηση του κοινωνικού ιστορικού. Η εκτίμηση θα πρέπει να περιλαμβάνει τη ποιότητα, τη σταθερότητα και τη διάρκεια των δεσμών φιλίας, τη φύση και έκταση της κοινωνικής απομόνωσης, τη μορφή των διαπροσωπικών σχέσεων, τις δυσκολίες που πιθανόν υπήρξαν κατά τις πρώιμες σχέσεις και τον τρόπο λειτουργίας του ατόμου μέσα σε μία ερωτική σχέση. Η ανίχνευση ενδεχόμενων ειδικών ελλειμάτων της κοινωνικότητας των βιαστών είναι σημαντική για το θεραπευτικό σχεδιασμό.
Σεξουαλικό ιστορικό: Η έρευνα έχει αποκαλύψει μία σειρά κοινών στοιχείων στο σεξουαλικό ιστορικό των βιαστών. Για παράδειγμα, οι άνδρες που παρουσιάζουν σοβαρή σεξουαλική επιθετικότητα φαίνεται να έχουν πιο πρώιμες και συχνές σεξουαλικές εμπειρίες (Koss & Dinero, 1989) και πιο χαλαρές πεποιθήσεις για τη σεξουαλικότητα (Marshall, 1989). Επίσης, υπάρχουν ενδείξεις για αυξημένη συνοσηρότητα με παραφιλίες (Freund, 1990, Marshall et al, 1991), καθώς και αυξημένη ενασχόληση με τη πορνογραφία (Carter et al, 1987, Cool et al, 1971, Goldstein et al, 1971). O κλινικός θα πρέπει επίσης να εξετάζει τη συχνότητα της σεξουαλικής δραστηριότητας, τυχόν καταναγκαστικά σεξουαλικά στοιχεία, καθώς και την ύπαρξη, τον τύπο και τη διαδικασία ενδεχόμενης αποκκλίνουσας σεξουαλικής δραστηριότητας (Groth & Loredo, 1981). Είναι γενικά αποδεκτό ότι ένας σημαντικός αριθμός βιαστών έχουν κακοποιηθεί σεξουαλικά κατά την παιδική ηλικία ή υπήρξαν μάρτυρες παρεκκλίνουσας σεξουαλικής δραστηριότητας (Burgess et al, 1988, Dhawan & Marshall, 1996). Δεν παρουσιάζουν όμως σεξουαλική επιθετικότητα όλοι αυτοί που έχουν κακοποιηθεί κατά την παιδική ηλικία. Το γεγονός αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη και άλλων παραγόντων που μεσολαβούν στη πορεία ανάπτυξης σεξουαλικής επιθετικότητας. Η επιθυμία να εξευτελίσει το θύμα, η έλλειψη ικανότητας ενσυναισθησίας και ταυτοποίησης με τους άλλους έδειξαν να αποτελούν τέτοιους παράγοντες (Finkelhor, 1984). Η λήψη του σεξουαλικού ιστορικού θα πρέπει να γίνεται αφού πρώτα έχουν διερευνηθεί άλλες αναπτυξιακές πλευρές και έχει εγκατασταθεί θετική θεραπευτική σχέση. Θα πρέπει να αρχίζει με γενικές πληροφορίες για τη σεξουαλικότητα και το επίπεδο γνώσεων για τη σεξουαλική πράξη, και μετά να επεκτείνεται σε θέματα που αφορούν τη σεξουαλική δραστηριότητα του ατόμου, περιλαμβανομένου του αυνανισμού, της φύσης των σεξουαλικών φαντασιώσεων και επιθυμιών, καθώς και τη φύση και συχνότητα ενδεχόμενων σεξουαλικών παρεκκλίσεων. Είναι επίσης σημαντικό να εκτιμάται το θέμα του σεξουαλικού προσανατολισμού, η εμμονή στην πορνογραφία, η προσωπική εμπειρία σεξουαλικής κακοποίησης και η ύπαρξη σεξουαλικής δυσλειτουργίας.
Ένα ενδελεχές σεξουαλικό ιστορικό πιθανόν να αποκαλύψει θέματα που σχετίζονται με έλλειψη πληροφόρησης του ατόμου για τη σεξουαλικότητα ή με την ανάγκη εφαρμογής κάποιας ειδικής συμπεριφορικής θεραπείας. Οι κατ?εξακολούθηση βιαστές μπορεί να χρειάζονται άλλου τύπου θεραπεία από αυτούς που βίασαν για πρώτη φορά. Η διερεύνηση της προηγούμενης σεξουαλικής παραπτωματικότητας είναι σημαντική, αφού ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας για μία μελλοντική σεξουαλικά επιθετική πράξη είναι το ιστορικό προηγούμενης παρόμοιας συμπεριφοράς, και ειδικότερα η σοβαρότητα και η συχνότητα αυτής.

Ποιά είναι τα σουδαιότερα σημεία από τη ψυχολογική εκτίμηση ενός ατόμου που κατηγορείται για βιασμό;

’ρνηση / Αντίληψη της Υπευθυνότητας: Επειδή είναι αυτονόητο ότι η αποδοχή ευθυνών για πράξεις που βλάπτουν άλλους είναι δύσκολη, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι πολλοί βιαστές αρνούνται την ανάληψη ευθύνης της εγκληματικής τους πράξης (Maletzky, 1996). Οι σεξουαλικοί παραπτωματίες αρνούνται συχνά όλες τις πλευρές της κατηγορίας χωρίς μάλιστα να αντιπαραθέτουν σοβαρά επιχειρήματα. Τείνουν σταθερά να ελαχιστοποιούν την έκταση της διάπραξης και τις συνέπειες αυτής. Συχνά επίσης αποδίδουν τη διάπραξη σε άλλους παράγοντες, όπως κατάχρηση αλκοόλ, προβλήματα γάμου ή ψυχολογική ένταση, ενώ είναι συχνή επίσης η άρνηση κάθε πιθανής μελλοντικής διάπραξης. Επιπλέον της άρνησης και της ελαχιστοποίησης, οι βιαστές παρουσιάζουν διαστροφή στην αντίληψη της συμπεριφοράς των θυμάτων, γεγονός που ενισχύει την στάση τους να δικαιολογούν τη συμπεριφορά τους. Για παράδειγμα, βλέπουν το ντύσιμο των θυμάτων τους ως ?προκλητικό? και δυσκολεύονται να δουν την κατάσταση από την πλευρά των θυμάτων (Scully, 1988). Επίσης, αντιλαμβάνονται την παθητικότητα ή το τρόμαγμα των θυμάτων σαν επιθυμία ή ευχαρίστηση. Όλες αυτές οι εκλογικεύσεις και οι γνωσιακές διαστροφές αντανακλούν την άρνηση στο να αναλάβουν την προσωπική ευθύνη της διάπραξης. Τα γενικά αυτά χαρακτηριστικά της έλλειψης ανάληψης ευθύνης συνδέονται στενά με τη σεξουαλική επιθετικότητα (Rapaport & Burkhart, 1984). Συχνά, οι άνδρες που παρουσιάζουν σεξουαλική επιθετικότητα δε βλέπουν τη συμπεριφορά τους σαν βιασμό και αποδίδουν ίση ευθύνη στα άτομα που κακοποίησαν (Koss, 1988). Συχνά επίσης οι βιαστές θεωρούν υπεύθυνες για το βιασμό τις γυναίκες και τον εαυτό τους αθώο (Marolla & Scully,1986). Ένα σημείο κλειδί της εξέτασης είναι η παρουσίαση της αποδοχής της ευθύνης σαν θετικό στοιχείο. Όταν αρχίζει να αποδέχεται τις ευθύνες, ο εξεταζόμενος μπορεί να νιώσει ανακούφιση και συγχρόνως να βρεθεί πιο κοντις τά σε θέση να λάβει βοήθεια. Η κατανόηση ότι η σεξουαλική επιθετικότητα ίσως είναι ένδειξη αδυναμίας και ευαλωτότητας μπορεί να υποδεικνύει τη δύναμη για την ανάληψη αποδοχής των ευθυνών.
Γνωσιακή διεργασία: Οι βιαστές παρουσιάζουν έναν αριθμό πεποιθήσεων οι οποίες διευκολύνουν την ανάπτυξη σεξουαλικής επιθετικότητας. Για παράδειγμα, παρουσιάζουν ισχυρή τάση συμφωνίας με τους μύθους που σχετίζονται με το βιασμό (Burt, 1980, Koss et al, 1985, Malamuth & Check, 1983), έντονη εχθρότητα απέναντι στις γυναίκες (Koss & Dinero, 1989) και αποδοχή εκλογικεύσεων που αφορούν τη βία έναντι των γυναικών (Dewhurst et al, 1992). Παράλληλα, οι στάσεις και πεποιθήσεις αυτές συνδέονται με υψηλότερη σεξουαλική διάθεση, ανάγκη για κυριαρχικότητα έναντι των γυναικών, χαμηλότερη ενσυναισθησία απέναντι στα θύματα και ιστορικό επανάληψης βιασμών κατά το παρελθόν (Briere & Μalamuth, 1983, Check & Malamuth, 1983, Koss et al, 1985, Muechlenhard & Linton, 1987, Rapaport & Burkhart, 1984).
Κατά την εκτίμηση ενός βιαστή ο κλινικός θα πρέπει να είναι ενήμερος για το επίπεδο επικράτησης των μύθων αυτών στο γενικό πληθυσμό. Σύμφωνα με τις φεμινιστικές απόψεις, οι δυτικές κοινωνίες στηρίζουν έναν μεγάλο αριθμό στάσεων και απόψεων που σχετίζονται με το βιασμό (Brownmiller, 1975) και συνεπώς η πλειονότητα ανδρών και γυναικών μοιράζονται τις ίδιες "γνωσιακές διαστροφές" με τους βιαστές.
Η γνωσιακή εκτίμηση των βιαστών περιλαμβάνει: τους λόγους που κατά τη γνώμη του τον οδήγησαν στο βιασμό, τις πεποιθήσεις του για τις συνέπειες της πράξης του, την κατανόηση της εμπλοκής του ανδρικού ρόλου, τη στάση τους απέναντι στις γυναίκες (για παράδειγμα, όλες οι γυναίκες είναι αδιάφορες, κυριαρχικές και υπολογίστριες), τη στάση τους απέναντι στο γυναικείο σεξουαλικό ρόλο και τέλος, τις απόψεις τους για τη διαπροσωπική βία. Ο κλινικός επίσης θα πρέπει να εκτιμήσει το συνολικό γνωσιακό στυλ, εάν για παράδειγμα το άτομο τείνει αποφεύγει τη συζήτηση επώδυνων θεμάτων ή τον τρόπο που εκλογικεύει τη συμπεριφορά του. Τέλος, η εκτίμηση του επιπέδου κατανόησης του βιασμού που διέπραξε, αλλά και της σεξουαλικότητας γενικότερα μπορεί να υποδείξουν τις θεραπευτικές κατευθύνσεις.
Ενσυναισθησία: Η έλλειψη ενσυναισθησίας (empathy) έναντι των θυμάτων και η αδυναμία ή άρνηση κατανόησης του μεγέθους του τραύματος που προκαλεί η σεξουαλική κακοποίηση, αποτελούν κοινά χαρακτηριστικά των σεξουαλικών παραπτωματιών (Ward et al, 1995). Οι βιαστές συχνά είναι ανίκανοι να κατανοήσουν τα συναισθήματα των άλλων ή να δείξουν ενσυναισθησία στα θύματά τους (Abel et al, 1985, Rice et al, 1994, Scully, 1988). Σε αντιδιαστολή, σε μη παραπτωματίες, βρέθηκε στενή σχέση μεταξύ ενσυναισθησίας και θυμάτων βιασμού (Deitz et al, 1982).
Τα χαμηλά επίπεδα ενσυναισθησίας των βιαστών έναντι των θυμάτων τους βρέθηκε να σχετίζονται με υψηλότερα επίπεδα διέγερσης μετά από έκθεση σε απεικονήσεις βιασμού, γεγονός που υποδεικνύει ότι η ενσυναισθησία λειτουργεί μάλλον ως ανασταλτικός παράγοντας (Rice et al, 1994). Η δυσφορία, επίσης, που παρουσιάζει το θύμα φαίνεται να αυξάνει τη διέγερση του βιαστή. Οι παρατηρήσεις αυτές οδήγησαν στην υπόθεση ότι οι σεξουαλικοί παραπτωματίες παρουσιάζουν γενικά ελλείμματα στην ενσυναισθησία, γεγονός που τους οδηγεί ευκολότερα στην κακοποίηση των άλλων. Πιθανότερη όμως φαίνεται να είναι η εκλεκτική έλλειψη ενσυναισθησίας έναντι των θυμάτων τους και όχι των θυμάτων γενικά (Marshall et al, 1995, Marshall et al, 1993).
Η έννοια της ενσυναισθησίας εμπεριέχει τόσο γνωσιακά όσο και συναισθηματικά στοιχεία (Goldstein & Michaels, 1985) και ο πλέον χρήσιμος τρόπος κατανόησης είναι η θεωρία των τεσσάρων βημάτων (Marshall et al 1995), η οποία περιλαμβάνει την ικανότητα συναισθηματικής αναγνώρισης, την ικανότητα πρόβλεψης, τη συναισθηματική ανταπόκριση και τέλος, την κατάλληλη συμπεριφορική απάντηση, για παράδειγμα τη χορήγηση βοήθειας. Είναι σημαντικό για τον κλινικό να εντοπίσει το έλλειμμα που παρουσιάζει ο κάθε δράστης στην αλυσίδα αυτή. Επίσης, είναι σημαντικό να διευκρινίσει ενδεχόμενα εκλεκτικά ελλείμματα ενσυναισθησίας, εάν δηλαδή υπάρχει δυσκολία αντίληψης των συναισθημάτων των ανθρώπων γενικά, μόνο των γυναικών ή μόνο των δικών του θυμάτων.
Κοινωνικές δεξιότητες: Ο βιασμός είναι ένα έγκλημα κατά της προσωπικότητας και για το λόγο αυτό επικρατεί η άποψη ότι το επίπεδο κοινωνικών δεξιοτήτων αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην ανάπτυξη παρεκλίνουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς (Ward et al, 1997). Παλαιότερες αλλά και πρόσφατες έρευνες έδειξαν ότι οι βιαστές παρουσιάζουν αρκετά κοινά στοιχεία στον τομέα των κοινωνικών δεξιοτήτων. Συγκεκριμένα, βρέθηκε ότι υπολοίπονται σε κοινωνικού τύπου επιδεξιότητες (Segal & Marshall, 1985) και στην αντίληψη των συνεπειών μιας ενέργειας (Lipton et al, 1987), παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα άγχους, σε συνθήκες εργαστηρίου, όταν τους ζητείται να παίξουν ανταγωνιστικό ρόλο (Overholser & Beck, 1986), παρουσιάζουν ιδιαίτερα προβλήματα όταν σχετίζονται με γυναίκες (Clark & Lewis, 1977, Laws & Serber, 1975) και δείχνουν έλλειψη αγωνιστικής διάθεσης σε ετεροσεξουαλικές καταστάσεις (Stermac & Quinsey, 1986).
Θα πρέπει όμως να διαχωρίζουμε τη μοναχικότητα, την ικανότητα για στενή διαπροσωπική σχέση και τις κοινωνικές επιδεξιότητες από την κοινωνικότητα γενικά. Για να είναι ένα άτομο κοινωνικό θα πρέπει να είναι ικανό να ερμηνεύει επιδέξια τις πληροφορίες, να επιλέγει τις αντιδράσεις του και να εκτελεί τις αντιδράσεις αυτές (McFall, 1982). Οι βιαστές παρουσιάζουν ελλείμματα σε μία ή περισσότερες από τις περιοχές αυτές και για να εξετάσουμε την ακριβή φύση των ελλειμμάτων αυτών θα πρέπει να μελετήσουμε το άγχος, την διάθεση επιβολής και την ερμηνεία που αποδίδεται στα κοινωνικά ερεθίσματα (Stermac & Quinsey, 1986). Οι Knight & Prentky (1987), δίνοντας έμφαση στη μελέτη της σχέσης κοινωνικότητας, αναπτυξιακών παραγόντων και μορφής παραπτώματος, βρήκαν ότι οι βιαστές που επιδεικνύουν σαδισμό, σε σύγκριση με τους άλλους τύπους βιαστών, υπέστησαν πολύ συχνότερα σεξουαλική κακοποίηση και είχαν πιο πτωχή κοινωνικότητα, χαμηλά επίπεδα ετεροσεξουαλικής εξάρτησης και πιο ασταθείς διαπροσωπικές σχέσεις.

Ποιά είναι τα σπουδαιότερα σημεία του σεξουαλικού ιστορικού ενός βιαστή;

Ερωτικές σχέσεις: Αρκετοί ερευνητές παρατήρησαν ότι οι σεξουαλικοί παραπτωματίες είναι κοινωνικά απομονωμένοι με λίγες στενές ερωτικές σχέσεις (Fagan & Wexler, 1988, Marshall, 1989, Tingle et al, 1986). Εκείνοι μάλιστα οι σεξουαλικοί παραπτωματίες που έχουν πολλές σχέσεις, τις περιγράφουν σαν επιφανειακές (Marshall, 1989). Οι παρατηρήσεις αυτές ώθησαν τους ερευνητές να μελετήσουν τις ερωτικές σχέσεις των σεξουαλικών παραπτωματιών, απομονώνοντας κάποιες παραμέτρους οι οποίες θεωρούνται κρίσιμες για το σχηματισμό και τη διατήρηση μιας στενής ερωτικής σχέσης. Κοινό στοιχείο των σεξουαλικών παραπτωματιών αποτελεί η αποτυχία επίτευξης στενής ερωτικής σχέσης, η οποια οδηγεί σε βίωση μοναξιάς (Awad et al, 1984, Fagan & Wexler, 1988, Saunders et al, 1986, Seidman et al, 1994, Tingle et al, 1986). Βρέθηκε ότι οι σεξουαλικοί παραπτωματίες παρουσιάζουν σημαντικά μεγαλύτερες δυσκολίες στην ανάπτυξη στενής ερωτικής σχέσης, καθώς και σημαντικά υψηλότερα επίπεδα αίσθησης μοναξιάς, συγκρινόμενοι ξεχωριστά με μη σεξουαλικούς παραπτωματίες καθώς και με γενικό πληθυσμό (Seidman et al, 1994). Σε φυλακισμένους για σεξουαλική παραπτωματικότητα βρέθηκαν παρόμοια αποτελέσματα, ενώ ειδικότερα, οι φυλακισμένοι για αιμομιξία παρουσίαζαν υψηλότερα επίπεδα φόβου ανάπτυξης στενής ερωτικής σχέσης, συγκρινόμενα ξεχωριστά με βιαστές και με μη σεξουαλικούς παραπτωματίες, ενώ οι βιαστές παρουσίαζαν χαμηλότερη επιθυμία στενής σχέσης με άνδρες και με μέλη της οικογένειάς τους, συγκρινόμενοι με τους παιδόφιλους (Bumby & Marshall, 1994). Πρόσφατη έρευνα επιβεβαίωσε την ύπαρξη διαφορών ανάμεσα στις διάφορες ομάδες σεξουαλικών παραπτωματιών. Τα άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά βρέθηκε να είναι πιο ευαίσθητα στην απόρριψη, πιο θετικά απέναντι στη σύντροφό τους και λιγότερο ικανοποιημένα με τις σεξουαλικές τους σχέσεις, σε σύγκριση με τους βιαστές. Η μεγαλύτερη ευαισθησία τους απέναντι στην απόρριψη αντανακλά την αρνητική τους άποψη για τον εαυτό τους. Οι βιαστές βρέθηκε να έχουν την αίσθηση ότι δε λαμβάνουν υποστήριξη από τη σύντροφό τους τείνουν να την εκτιμούν αρνητικά, γεγονός που υποδεικνύει ότι στα άτομα αυτά υπάρχουν πιο αρνητικά μοντέλα διεργασίας για τους άλλους και ειδικότερα για τις ερωτικές σχέσεις Ward et al (1997b).
Η θεωρία της προσκόλλησης (attachment theory) προσφέρει ένα χρήσιμο θεωρητικό πλαίσιο προσέγγισης και μελέτης των διαπροσωπικών σχέσεων των σεξουαλικών παραπτωματιών (Hudson & Ward, 1997, Marshall, 1989, Ward et al, 1995, Ward et al, 1997). Οι Ward et al (1996), μελετώντας το ερωτικό στυλ προσέγγισης σε, βίαιους και μη βίαιους, σεξουαλικούς και μη σεξουαλικούς παραπτωματίες βρήκαν ότι σχεδόν όλοι ανέφεραν ανασφαλές στιλ προσκόλλησης (insecure attachment style). Αυτό τους οδήγησε να υποστηρίξουν ότι η ανασφαλής προσκόλληση αποτελεί πιθανόν ένα γενικό παράγοντα ευαλωτότητας που οδηγεί γενικά σε παραπτωματικότητα και όχι ειδικά σε σεξουαλική παραπτωματικότητα. Ειδικότερα όμως, οι παιδόφιλοι έτειναν να παρουσιάζουν πιο φοβικό στυλ προσκόλλησης, οι βιαστές δεν φάνηκε να μπορούν να διαχωριστούν από τους βίαιους παραπτωματίες και τέλος, οι μη βίαιοι μη σεξουαλικοί παραπτωματίες έδειξαν υψηλότερα επίπεδα ασφαλούς προσκόλλησης.

Τι γνωρίζουμε για τη σεξουαλική προτίμηση των βιαστών;

Η σεξουαλική προτίμηση θεωρείται ένα σταθερό χαρακτηριστικό το οποίο εγκαθίσταται από την παιδική ηλικία (Langevin, 1985) και χαρακτηρίζεται από υψηλή σεξουαλική διέγερση σε ένα προτιμούμενο ερέθισμα. Γενικά, η σεξουαλική συμπεριφορά ακολουθεί τη σεξουαλική προτίμηση. Η τροποποίηση της παρεκκλίνουσας σεξουαλικής προτίμησης αποτελεί συχνά έναν σημαντικό θεραπευτικό στόχο (Laws, 1984). Στην περίπτωση του βιασμού όμως, η ιδιαιτερότητα βρίσκεται στην αποτυχία αναστολής της σεξουαλικής διέγερσης που προέρχεται κυρίως από τη βιαιότητα παρά από την προτίμηση αυτής καθαυτής της βιαιότητας.
Τα πρότυπα σεξουαλικής διέγερσης έχουν μετρηθεί με την πληθυσμιογραφία πέους. Οι έρευνα στον τομέα αυτόν έδειξε ότι, σε αντίθεση με τους μη βιαστές, οι βιαστές ανταποκρίνονται τόσο σε σεξουαλική όσο και σε μη σεξουαλική βιαιότητα έναντι των γυναικών (Abel et al, 1977, Barbaree et al, 1979). Πιο πρόσφατες όμως έρευνες σε άτομα με χαμηλότερη παρέκκλιση έδειξαν ότι τα πρότυπα διέγερσης βαστών και μη βιαστών τείνουν να είναι παρόμοια, δείχνοντας και τα δύο μεγαλύτερη διέγερση σε εικόνες με ερωτικό περιεχόμενο κατόπιν συναίνεσης (Baxter et al, 1986, Blader & Marshall, 1989, Murphy et al, 1985). To γεγονός υποδεικνύει ότι η υπόθεση της σεξουαλικής προτίμησης ισχύει περισσότερο σε ακραίες μορφές σαδιστών βιαστών. Πράγματι, η διέγερση σε εικόνες βιασμού βρέθηκε να είναι υψηλότερη στα άτομα αυτά (Barbaree et al, 1994), ενώ η διέγερση σε βίαιου μη σεξουαλικού περιεχομένου εικόνες φάνηκε να συνδέεται με υποτροπή βίαιης παραπτωματικότητας (Rice et al, 1990), γεγονός που υποδεικνύει τη χρησιμότητα να περιλαμβάνεται ο παράγοντας αυτός στην εκτίμηση. Οι μελέτες αυτές προσπαθούν να διευκρινήσουν το ρόλο της σεξουαλικής διέγερσης στην περίπτωση του βιασμού. Μέχρι τη στιγμή όμως που θα επινοηθεί και αποδειχθεί ένα επαρκές νοηματικό μοντέλο για την παρεκκλίνουσα σεξουαλική διέγερση η εκτίμηση της σεξουαλικής προτίμησης των βιαστών θα παραμένει προβληματική.
Στα πρόσφατα μοντέλα σεξουαλικής επιθετικότητας παρατηρείται ιδιαίτερος εστιασμός στα αντικοινωνικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και πολύ μικρότερος σε άλλα χαρακτηριστικα (Hall & Hirschman, 1991, Marshall & Barbaree, 1990). Στην πραγματικότητα, σε δείγματα βιαστών έχει βρεθεί μεγαλη συχνότητα διαταραχών προσωπικότητας (Berner et al, 1992), ενώ κάποια χαρακτηριστικά της προσωπικότητας φάνηκε να σχετίζονται με την επιθετικότητα που επιδεικνύεται στη διάρκεια της πράξης του βιασμού (Proulx et al, 1994).

Ποιά μπορεί να είναι τα κίνητρα μιάς σεξουαλικά επιθετικής πράξης;

Συναισθηματικοί παράγοντες και κίνητρο: Είναι γεγονός ότι αποτελεί σημαντική κληνική πληροφόρηση η αναγνώριση και ταυτοποίηση των κινήτρων μιας σεξουαλικά επιθετικής πράξης. Η σημαντικότητα των παραγόντων αυτών έγκειται στη σύνδεσή τους με τη στρατηγική συμπεριφοράς και τη συναισθηματική κατάσταση (Johnston & Ward, 1996). H αποτυχία ενός ατόμου να αναλάβει κάποιο σημαντικο ρόλο μπορεί να οδηγήσει σε βίωση αρνητικών συναισθημάτων και σε προσπάθεια αλλαγής της κατάστασης με βάση τον επαναπροσδιορισμό των βασικών στόχων. Για παράδειγμα, εάν δεν ικανοποιηθούν οι επιθυμίες που προσδοκά ένας βιαστής από μία γυναίκα, η ανάγκη της αίσθησης του ελέγχου οδηγεί σε χρησιμοποίηση ισχύος και τελικά σεξουαλικής επιθετικότητας. Μερικά κίνητρα ή σκοποί φαίνεται να ενεργοποιούνται εύκολα κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Η ανάγκη κυριαρχίας και επίδειξης δύναμης έναντι των γυναικών έχουν ταυτοποιηθεί ως χρόνια σιωπηρά κίνητρα για τους βιαστές και συνδεθεί με την παραπτωματική τους συμπεριφορά (Groth et al, 1977, Scully, 1990).
To κίνητρο σχετίζεται με τη συναισθηματική κατάσταση του ατόμου. Έχει υποστηριχθεί ότι ο θυμός σχετίζεται με τη σεξουαλική κακοποίηση (Brownmiller, 1975), αλλά πρόσφατες έρευνες βρήκαν μικρή διαφορά επιπέδων θυμού ανάμεσα σε βιαστές και φυσιολογικούς μάρτυρες (Seidman et al, 1994). Βρέθηκε επίσης ότι οι βιαστές παρουσιάζουν υψηλότερα επίπεδα θυμού σε σχέση με τους παιδόφιλους (Hudson & Ward, 1997).
Πρόσφατες έρευνες, με τη χρήση της θεωρίας της προσκόλλησης, βρήκαν ότι οι περισσότεροι σεξουαλικοί παραπτωματίες έχουν προσκολλήσεις που υποδεικνύουν ανασφάλεια (Ward et al, 1996). Τα άτομα που εχουν φοβικές προσκολλήσεις επιθυμούν κοινωνικές επαφές και σχέσεις αλλά, νιώθοντας συνεχώς φόβο απόρριψης, προτιμούν να κρατούν τους γύρω τους σε κάποια απόσταση. Τα dismissingly προσκολλημένα άτομα, που αποτελεί την τυπική μορφή των βιαστών, αντιμετωπίζουν επιφυλακτικά τις στενές σχέσεις, επιλέγοντας καταστάσεις που απαιτούν ελάχιστα επίπεδα συναισθηματικής και διαπροσωπικής εμπλοκής. Τέλος, οι σεξουαλικοί παραπτωματίες με τη συγκεκριμένη αυτή μορφή προσκόλλησης, βιώνουν αίσθημα αναξιότητας το οποίο, σε συνδιασμό με τη θετική εκτίμηση προς άλλα άτομα, οδηγεί στη συνεχή αναζήτηση απόδειξης από άλλους. Η μορφή αυτή είναι απίθανο να οδηγήσει σε σχέσεις που ικανοποιούν, αφήνοντας έτσι και τα δύο μέλη της σχέσης δυστυχισμένα και με υψηλά επίπεδα μοναξιάς. Τα άτομα αυτά είναι σεξουαλικά προδιατεθειμένα να τείνουν να ικανοποιούν τις ισχυρές ανάγκες για ασφάλεια και συαναισθηματισμό μέσα από τη σεξουαλική εμπλοκή.

Ποιοί παράγοντες φαίνεται να ωθούν την τελευταία στιγμή στη διάπραξη βιασμού;

Προδιαθεσικοί παράγοντες: Οι συνθετικές αιτιολογικές θεωρίες της σεξουαλικής διαστροφής υποδεικνύουν συχνά το ρόλο των παραγόντων που αίρουν την αναστολή (Finkelhor, 1984). Αυτοί μπορεί να περιλαμβάνουν τη χρήση αλκοόλ ή ουσιών, ένα ιδιαίτερο στρεσσογόνο γεγονός, τη χρήση πορνογραφικού υλικού ή τη φαντασίωση παρεκκλινόντων σεξουαλικών εικόνων. Η ταυτοποίηση των παραγόντων αυτών κατά τη διαδικασία εκτίμησης μπορεί να αναδείξει τη ψυχολογική ευαλωτότητα του παραπτωματία και να υποδείξει τα στοιχεία εκείνα που απαιτούν ιδιαίτερη προσοχή κατά τη θεραπεία.
Η χρήση αλκοόλ φαίνεται να προηγείται πολύ συχνά ενός βιασμού. Τουλάχιστον οι μισοί από τους κρατούμενους για βιασμό βρέθηκε να έχουν καταναλώσει υπερβολική ποσότητα αλκοόλ λίγο πριν το βιασμό (Seto & Barbaree, 1995), ενώ η χρήση αλκοόλ βρέθηκε να σχετίζεται με σεξουαλική επιθετικότητα (Abbey, 1991, Richardson & Hammock, 1991). Η κατανάλωση αλκοόλ τόσο από τον άνδρα όσο και από τη γυναίκα αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να συμβεί βιασμός (Jones & Meuhlenhard, 1990). Η χρήση αλκοόλ φαίνεται να σχετίζεται περισσότερο με σποραδικές παρά με σχεδιασμένες σεξουαλικές επιθέσεις, καθώς και με αυξημένη χρήση βίας (Johnson et al, 1978). Δεδομένου ότι η χρήση αλκοόλ είναι διαδεδομένη και συγχρόνως έχει σχέση και με άλλες μορφές παραπτωματικής συμπεριφοράς, είναι σημαντικό να εκτιμηθεί ο ρόλος του στη διαδικασία της διάπραξης, καθώς και η πιθανότητα ύπαρξης προβλήματος εθισμού από αλκοόλ.
Οι θεωρίες της σεξουαλικής παραπτωματικότητας δίνουν έμφαση στο ρόλο των αρνητικών συναισθηματικών καταστάσεων και των στρεσσογόνων καταστάσεων ως προδιαθεσικών παραγόντων της σεξουαλικής βίας (Hall & Hirschman, 1991, Marshall & Barbaree, 1990). Το μοντέλο των Ward et al (1995) υπέδειξε τη σπουδαιότητα της θετικής ή αρνητικής συναισθηματικής κατάστασης που προηγείται της διάπραξης στη μετέπειτα διαμόρφωση της διάπραξης. Για παράδειγμα, βρέθηκε ότι οι παραπτωματίες που βιώνουν αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις νωρίς στην αλυσίδα του παραπτώματος τείνουν να ενεργούν με συγκαλυμένο σχεδιασμό και είναι περισσότερο πιθανό να βλέπουν τον εαυτό τους αρνητικά μετά τη διάπραξη. Αντίθετα, αυτοί στους οποίους οι συναισθηματικές αντιδράσεις είναι πρωταρχικά θετικές είναι πιο πιθανό να σχεδιάζουν συνειδητά τη διάπραξη και να βλέπουν το όλο γεγονός ευχάριστο και ωφέλιμο τόσο για τον ίδιο όσο και για το θύμα. Η αναγνώριση λοιπόν των στρατηγικών που χρησιμοποιούν οι βιαστές ως απάντηση σε κάποια θετική ή αρνητική συναισθηματική κατάσταση μπορεί να βοηθήσει τον κλινικό στην ανεύρεση κατάλληλων στόχων για θεραπευτική παρέμβαση.
Η πορνογραφία έχει τη δυνατότητα να αίρει την αναστολή της σεξουαλικής επιθετικότητας, τροφοδοτώντας με σχετικό φαντασιωσικό υλικό και αυξάνοντας τη σεξουαλική διέγερση και λειτουργικότητα. Ο κλινικός θα πρέπει να εκτιμήσει τον τύπο, την ποσότητα, τη μέθοδο και το ιστορικό χρήσης της πορνογραφίας από τον παραπτωματία.
Σχετικός με τον τομέα της πορνογραφίας είναι ο τομέας των σεξουαλικών φαντασιώσεων (Marshall, 1988, Murrin & Laws, 1990). Πρόκειται για έναν ευαίσθητο τομέα εξέτασης και συχνά θα ακούσουμε τους σεξουαλικούς παραπτωματίες να επιμένουν ότι δε φαντασιώνουν σεξουαλικά. Είναι σημαντικό ο κλινικός να είναι καθησυχαστικός και να νορμαλοποιεί την έννοια της σεξουαλικής φαντασίωσης χρησιμοποιώντας έναν ευρύ όρο που να περιλαμβάνει σκέψεις και εικόνες. Για την εκτίμηση των σεξουαλικών φαντασιώσεων θα πρέπει να συλλεγούν οι εξείς πληροφορίες: η σχέση των σεξουαλικών φαντασιώσεων με τον αυνανισμό, η συχνότητα, το θέμα, ο ρόλος τους στην πραγματοποίηση του βιασμού, οι πηγές ή το υλικό των φανατασιώσεων, η διάρκεια, η παρουσία παρεκκλίνουσων φαντασιώσεων και η αναλογία τους σε σχέση με τις συνολικές και τέλος, ο τρόπος ανάπτυξής τους με το χρόνο (Marshall, 1996). Το φαντασιωσικό υλικό συχνά έχει στενή σχέση τόσο με τη σεξουαλική προτίμηση όσο και με τον τρόπο του βιασμού. Για το λόγο αυτό, μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τους παράγοντες αυτούς.

Ποιά είναι άραγε τα χαρακτηριστικά του θύματος βιασμού;

Η περιγραφή των χαρακτηριστικών του θύματος μπορεί να βοηθήσει τον κλινικό ώστε να διευκρινήσει τον προτιμώμενο στόχο των βιαστών. Η εκτίμηση θα πρέπει αρχικά να εστιάζεται στα μείζονα δημογραφικά χαρακτηριστικά του θύματος, όπως την ηλικία, το φύλο και την πιθανή ευαλωτότητα λόγω ανικανότητας ή αναπηρίας. Είναι επίσης χρήσιμη η γνώση της διαφοράς ηλικίας μεταξύ θύματος και θύτη και η φύση της σχέσης τους. Οι βιαστές μπορεί να διαφέρουν μεταξύ τους ως προς το εάν εστιάζουν την προσοχή τους στον εαυτό τους, στη σχέση τους με το θύμα ή αποκλειστικά στο θύμα. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις των βιασμών οι οποίοι γίνονται σε πλαίσια σχέσης φιλίας ή συζύγων, ο θύτης συχνά υποστηρίζει ότι είχε κάθε δικαίωμα να απαιτήσει και να εξαναγκάσει το θύμα σε σεξουαλική πράξη. Μπορεί επίσης να πιστεύει ότι το θύμα πράγματι επιθυμούσε να κάνει σεξ μαζί του ή ακόμη ότι το θύμα έδειχνε συναίνεση στις απαιτήσεις του. Εάν όμως η προσοχή του βιαστή επικεντρώνεται στην τάση του να κυριαρχήσει, είναι τελείως απίθανο να προβληματιστεί πάνω στις απόψεις του θύματος ή πάνω σε θέματα που αφορούν τα δικαιώματα του ατόμου. Οι διαφοροποιήσεις αυτές είναι σημαντικές για την κατανόηση του τρόπου διάπραξης του βιασμού, τον τύπο του θύματος, το βαθμό βιαιότητας που ασκήθηκε, καθώς και τη φύση της σχέσης που υπήρχε ανάμεσα στο θύμα και το θύτη. Η εκτίμηση της κατηγοριοποίησης που κάνει ο βιαστής για το θύμα, δηλαδή σύντροφος, σχέση, φίλη ή φλερτ, η ερμηνεία που δίνει για τις αντιδράσεις του θύματος, τα συναισθήματά του για το θύμα και η ικανότητα κατανόησης των σκέψεων, συναισθημάτων και αντιδράσεων του θύματος, δίνει σημαντικές πληροφορίες για την υποκείμενη γνωσιακή και συναισθησιακή διεργασία του βιαστή.
Είναι επίσης σημαντικό να εκτιμηθεί ο τύπος της σεξουαλικής δραστηριότητας κατά τη διάρκεια της διάπραξης. Για παράδειγμα, περιελάμβανε επαφή με τα χέρια, στοματικό σεξ, διείσδειση με το πέος ή άλλο αντικείμενο, υπερβολική και σαδιστικού τύπου βία ή τραυματισμό ; Η κατανόηση της ακριβούς φύσης και τρόπου της διάπραξης βοηθά τον κλινικό στην ταυτοποίηση των κινήτρων και των σκοπών του βιαστή και συγχρόνως στην κατηγοριοποίησή του (Knight & Prentky, 1990). Για παράδειγμα, είναι σημαντικό να διαπιστωθεί εάν ο βιασμός ήταν αποτέλεσμα κάποιας συγκεκριμένης σεξουαλικής προτίμησης, θυμού εναντίον των γυναικών, αντικοινωνικών στοιχείων προσωπικότητας, άρσης αναστολής ή γενικευμένης διαταραχής της κρίσης. Η παρουσία μεγαλύτερης επιθετικότητας από αυτήν που χρειάζεται για την απόκτηση της σεξουαλικής του επιθυμίας υποδεικνύει την ύπαρξη κινήτρων διαφορετικών από αυτά της σεξουαλικής ικανοποίησης.
Σημαντική είναι επίσης η ανάλυση των αντιδράσεων του βιαστή μετά από τη διάπραξη. Φαίνεται να υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των βιαστών, στις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές, μετά τη διάπραξη του βιασμού. Για παράδειγμα, μία θετική εξέλιξη αναμένεται να ευνοήσει τη συνέχιση παρόμοιων πράξεων, ενώ μία αρνητική μπορεί να οδηγήσει στην αποτροπή μελλοντικών πράξεων. Συμπληρωματικές πληροφορίες μπορεί να περιλαμβάνουν πιθανές ενέργειες του βιαστή ώστε να μην ανακαλυφτεί, τις τωρινές απόψεις του βιαστή για το θύμα, τον τρόπο που αποκαλύφθηκε η πράξη του και τις απόψεις του για τον τρόπο αντίδρασης των άλλων όταν ανακοινώθηκε η απόδοση του βιασμού σε αυτόν.

Υπάρχουν βιολογικοί τρόποι εκτίμησης των βιαστών;

Η ηλεκτροδερμική, η καρδιοαγγειακή και η αναπνευστική απάντηση σε σεξουαλικού τύπου ερεθίσματα έχουν απορριφθεί ως χρήσιμοι μέθοδοι εκτίμησης των σεξουαλικών παραπτωματιών (Tollison et al, 1979). Έχει μελετηθεί επίσης η αντίδραση της κόρης του ματιού, χωρίς όμως σαφή ευρήματα (Rosen & Beck, 1988). Σε φάση διερεύνησης βρίσκεται επίσης η μελέτη που αφορά την αρνητικοποίηση των δυναμικών ηρεμίας του εγκεφάλου η οποία προηγείται της αναμονής ενός σημαντικού ερεθίσματος (contingent negative variation) (Costell et al, 1972, Howard et al, 1992). Έτσι, η φαλλομετρική μέθοδος παραμένει η πλέον αξιόλογη, τουλάχιστον σε ερευνητικά πλαίσια.
Η διέγερση του πέους μετράται με την πληθυσμιογραφία πέους, κατά την οποία τοποθετείται εφαρμοστά στο πέος μία λαστιχένια θήκη συνδεδεμένη με ένδειξη υδραργύρου η οποία ανιχνεύει τις αλλαγές του όγκου του πέους. Η αλλαγή της ένδειξης των mm υδραργύρου αντιστοιχεί σε ποσοστιαία αλλαγή του μεγέθους της στύσης και το εύρημα αυτό μπορεί να συγκριθεί με την ανταπόκριση του ατόμου σε διαφορετικές συνεδρίες ή σε σχέση με την ανταπόκριση άλλων ατόμων στο ίδιο ερέθισμα. Σκοπός της τεχνικής αυτής είναι η μέτρηση της στυτικής ανταπόκρισης σε διάφορα σεξουαλικού περιεχομένου οπτικά ή ακουστικά ερεθίσματα και να υποδείξει τη σεξουαλική προτίμηση του υπό εξέταση ατόμου. Τα ερεθίσματα μπορεί να αφορούν αποκλίνον (πχ με σεξουαλική επιθετικότητα ή παιδοφιλικό) ή φυσιολογικό (συνεναιτική σεξουαλική δράση) περιεχόμενο. Το κλάσμα των δύο αυτών μεγεθών συνιστά το rape index, το οποίο μπορεί να προσθέσει ικανοποιητικά στοιχεία στη διαμόρφωση της εικόνας του προτύπου διέγερσης του ατόμου (Rosen & Beck, 1988). Αποτελεί πρόβλημα το γεγονός ότι η μέθοδος αυτή δεν έχει στανταριστεί. Κατά καιρούς έχουν χρησιμοποιηθεί διαφορετικά ερεθίσματα, έχουν δοθεί διαφορετικές οδηγίες χορήγησης και τα αποτελέσματα έχουν ερμηνευθεί με διαφορετικό τρόπο (Marshall, 1996). Το γεγονός αυτό δημιούργησε προβλήματα στη σύγκριση μεταξύ ομάδων, ενώ επιπλέον, βρέθηκε ότι δεν υπάρχει αξιοπιστία εξέτασης-επανεξέτασης όταν το μέγεθος της στύσης είναι λιγότερο από 75% (Barbaree et al, 1989). Επιπρόσθετα στα θέματα αξιοπιστίας και εγκυρότητας υπάρχουν προβλήματα που σχετίζονται με την ικανότητα του εξεταζόμενου να καταπιέζει τη διέγερσή του. Βρέθηκε ότι η ικανότητα ενός ατόμου να καταπιέζει τη διέγερσή του σε ένα προτιμώμενο ερέθισμα είναι ευκολότερη σε σχέση με το να δημιουργεί διέγερση σε ένα μη προτιμώμενο ερέθισμα (Laws & Holmen, 1978, Alford et al, 1983). Η τάση των βιαστών είναι να καταπιέζουν τη σεξουαλική διέγερση φαίνεται να είναι παράλληλη με την άρνηση και ελαχιστοποίηση όλων των πτυχών της διάπραξης, ενώ η εμφάνιση ψευδώς θετικών απαντήσεων είναι εξαιρετικά σπάνια. Τέλος, υπάρχει έντονη συζήτηση σχετικά με τη δεοντολογία που διέπει τη τεχνική της φαλλομετρίας. Για παράδειγμα, η χρήση σεξουαλικά αποκκλίνοντος υλικού μπορεί να ειδωθεί σαν πράξη έγκρισης χρήσης τέτοιου υλικού και συνεπώς να ενθαρύνει τη σεξουαλικά αποκκλίνουσα συμπεριφορά, ειδικότερα σε έφηβους παραπτωματίες (Marshall, 1996). Επιπλέον, η παραγωγή αλλά και η χρήση τέτοιου υλικού είναι αυτή καθεαυτή αντιδεοντολογική και συγχρόνως παράνομη.
Θεραπεία

Υπάρχουν οφέλη από τη θεραπευτική αντιμετώπιση των βιαστών;

Σε μία μεγάλη έρευνα 5.000 σεξουαλικών παραπτωματιών που παρακολουθούνταν επί 1 έως 17 έτη βρέθηκε ότι υπήρχε υποτροπή σε σεξουαλική παραπτωματικότητα στο 1,3% των 2.865 παιδόφιλων και στο 13,8% των 150 βιαστών (Maletzky, 1991). Παρόμοια αποτελέσματα υποτροπής σε σεξουαλική παραπτωματικότητα, 2,6% για τους παιδόφιλους και 15% για τους βιαστές, έδειξε και το θεραπευτικό πρόγραμμα στο Vermont, μετά από περίοδο παρακολούθησης 6 ετών (Hildebran & Pithers, 1992, Pithers & Cumming, 1989).
Τα αποτελέσματα λοιπόν δείχνουν ότι οι τρέχουσες ψυχολογικές θεραπευτικές προσεγγίσεις δεν είναι τόσο αποτελεσματικές στους βιαστές. Παράγοντες όμως όπως ο τρόπος υπολογισμού και μέτρησης της υποτροπής ή η ετερογένεια των δειγμάτων, μπορεί να επηρεάζουν τα ευρήματα. Eνδέχεται η συχνότητα υποτροπής των βιαστών να είναι στην πραγματικότητα μικρότερη αλλά η ετερογένεια του δείγματος να αυξάνει τα ποσοστά (Rice et al, 1990) αφού, όπως είδαμε παραπάνω, τα δείγματα των βιαστών που μελετήθηκαν μέχρι στιγμής ήταν αρκετά μικρά και πιθανόν να αφορούσαν άτομα με ούτως ή άλλως υψηλό κίνδυνο υποτροπής. Μπορεί επίσης να υποθέσει κάποιος ότι είναι ελάχιστοι εκείνοι οι βιαστές που συμφωνούν να συμμετάσχουν σε ένα θεραπευτικό πρόγραμμα. Επίσης, μόνο το ένα τρίτο των βιαστών κατόρθωσε να τελειώσει το πρόγραμμα, σε σχέση με τα δύο τρίτα περίπου των παδόφιλων (Marshall, 1993, Marques et al, 1993).

Ποιές είναι οι γενικές θεραπευτικές αρχές στη περίπτωση των βιαστών;

Πρωταρχικό πεδίο δράσης του θεραπευτή, μετά την εγκατάστασης μιας θετικής θεραπευτικής σχέσης, θα πρέπει να είναι η εκπαίδευση στην αναγνώριση της συναισθηματικής κατάστασης του εαυτού και των άλλων (empathy training). Πρωτεύων επίσης στόχος είναι η γνωσιακή εκπαίδευση, εστιαζόμενη στη γνωσιακή ανακατασκευή της άρνησης και της ελαχιστοποίησης και στα ελλείμματα που παρουσιάζονται στις διαπροσωπικές και ερωτικές σχέσεις καθώς και στην αυτοεκτίμηση. Η παρέμβαση στις παρεκκλίνουσες σεξουαλικές φαντασιώσεις θα πρέπει μάλλον να κατέχει δευτερεύουσα θέση (Marshall, 1993). Η γνωσιακού τύπου παρέμβαση και τροποποίηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων θα μπορούσε να ακολουθεί τη διαδικασία των οκτώ βημάτων που προτάθηκε από τον Marshall (1993). Τα βήματα αυτά περιλαμβάνουν την ταυτοποίηση των δυσλειτουργικών πεποιθήσεων ή στάσεων, την ταυτοποίηση του ρόλου που παίζουν αυτές στην παραπτωματική συμπεριφορά, την αντιπαραβολή των συνεπειών εξαιτίας αυτών και τέλος, το παίξιμο (role-playing) παρόμοιων καταστάσεων. Εάν η επιθετικότητα και η επιθυμία του βιαστή να βλάψει προέρχεται από την αδυναμία αντίληψης και κατανόησης των ρόλων, τότε η θεραπεία αυτού του τύπου μπορεί να βοηθήσει στο να μειωθεί η τάση να βλέπει τις γυναίκες σαν ?όντα? με διαφορετικές ανάγκες και προσδοκίες από αυτούς.
Τα αυξημένα επίπεδα εχθρότητας μπορούν να αντιμετωπιστούν καλύτερα με γνωσιακή ανακατασκευή του εαυτού του βιαστή. Αυτό επιτυγχάνεται με την ενίσχυση της αυτοεκτίμησης μέσα από την εκπαίδευση σε θέματα που αφορούν τις ανάγκες του παραπτωματία, για παράδειγμα, εκπαίδευση στην ικανότητα συζήτησης, οικονομικής διαχείρισης, επίτευξης στόχου, οικονομίας χρόνου κλπ. Αυτό με τη σειρά του αυξάνει το συναίσθημα δύναμης, αυτο-ελέγχου και αυτο-εκτίμησης του παραπτωματία που προέρχεται από μη- παραπτωματικές πηγές.
Ένα άλλο σημαντικό πεδίο κοινωνικής δεξιότητας αφορά την εκτίμηση και θεραπεία των ελλειμμάτων στις δεξιότητες των ερωτικών σχέσεων. Ο κλινικός θα πρέπει να ταυτοποιήσει τη μορφή της ρομαντικής προσκόλλησης του ατόμου καθώς και τις πεποιθήσεις και στρατηγικές που τη συνοδεύουν. Τα προβλήματα στις ερωτικές σχέσεις ενός ατόμου που κακοποιεί σεξουαλικά εντοπίζονται κυρίως στους φόβους απόρριψης. Στους βιαστές συναντούμε πιο συχνά το dismissive στυλ προσκόλλησης. Αυτή η μορφή προσκόλλησης στις ερωτικές σχέσεις σχετίζεται με τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στη διάρκεια της θεραπευτικής διαδικασίας. Η διερεύνηση της χρόνιας συναισθηματικής αποξένωσης που βιώνουν οι βιαστές θα μπορούσε ίσως να γίνει κατανοητή μέσα από τη διερεύνηση των εμπειριών απόρριψης που βιώνουν από τους γονείς τους κατά την παιδική ηλικία (Marshall, 1993).
Παρατηρούμε επίσης ότι οι βιαστές είναι πιο παρορμητικοί από τα άτομα που κακοποιούν σεξουαλικά τα παιδιά και ότι η διαδικασία υποτροπής πραγματοποιείται πιο γρήγορα. Επομένως, θα πρέπει να δίνεται έμφαση στην ταυτοποίηση εκείνων των στοιχείων που τροποποιούν την αλυσίδα της διάπραξης και η κοινοτική παρέμβαση θα πρέπει να είναι πιο προσεκτική στα άτομα αυτά λόγω της τάσης τους για γρήγορη υποτροπή. Έχει φανεί ότι η θεραπευτική παρέμβαση δεν κάνει ιδιαίτερη αίσθηση στα άτομα εκείνα στα οποία η παρόρμηση εμφανίζεται αμέσως μετά από μία άρνηση για συναινετικό σεξ. Στις περιπτώσεις αυτές, όπως και στις περιπτώσεις όπου η σεξουαλική παραπτωματικότητα αποτελεί μέρος μιας γενικής παραπτωματικότητας, προτιμούμε το συνολικό πακέττο γνωσιακών δεξιοτήτων που απευθύνεται στους γενικούς παραπτωματίες (Serin & Kuriychuk, 1994, Porporino et al, 1991, Porporino & Robinson, 1995).
Τέλος, συχνά είναι απαραίτητη η εκπαίδευση δεξιοτήτων με σκοπό το χειρισμό του θυμού ή της έντασης (Ward et al, 1995). Παρόμοια, συχνά είναι χρήσιμη η παρέμβαση σε περιπτώσεις εθισμού ή κατάχρησης ουσιών ή αλκοόλ (Marshall, 1996). Γενικά πάντως, οι τεχνικές σεξουαλικής επανεξάρτησης θεωρούνται λιγότερο σημαντικές για τα άτομα αυτά, αλλά ενδέχεται να είναι χρήσιμες σε κάποιες ιδιαίτερες περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει δυσκολία ελέγχου των επιθυμιών (Johnston et al, 1992).

ΠΗΓΗ  http://www.klimaka.org.gr/newsite/library/psycho/menu14.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου