LOU

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Mary Bell, η 11χρονη Serial Killer.




Είναι Δεκέμβριος του 1968 και στην πόλη Newcastle της Μεγάλης Βρετανίας, η 11χρονη τότε Mary Bell καταδικάζεται ως ένοχη για το φόνο δύο αγοριών, του 4χρονου Martin Brown και του 3χρονου Brian Howe. Η φερόμενη ως «συνεργός» της, 13χρονη Norma Bell, (απλή συνωνυμία) αθωώνεται. H Mary Bell θα μείνει στην ιστορία ως ένα από τα πιο γνωστά παιδιά – κατά συρροή δολοφόνους, και θα συνεχίσει να απασχολεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης για πολλά έτη προσελκύοντας το ενδιαφέρον μελετητών και ερευνητών, καθώς η υπόθεσή της συγκεντρώνει σημαντικές ιδιαιτερότητες.
Ας δούμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Τα πρώτα χρόνια.
H Mary Bell σε ηλικία 10 χρονών
Η Betty Bell, γεννημένη στη Γλασκώβη το 1940, κατά την παιδική της ηλικία περιγραφόταν ως ένα βαθειά θρησκευόμενο κορίτσι που η έντονη ενασχόλησή της με τα εκκλησιαστικά έκανε την οικογένεια της να πιστεύει πως είναι πολύ πιθανό μεγαλώνοντας να γίνει καλόγρια. Σύμφωνα με συγγενείς, δεν υπήρχαν περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας ωστόσο η Betty Bell όσο περνούσαν τα χρόνια παρουσίαζε τάσεις φυγής και απομάκρυνσης. Κρίσιμο ρόλο φαίνεται να έπαιξε ο θάνατος του πατέρα της καθώς μετά από αυτό το γεγονός, η νεαρή άρχισε να έχει βίαια ξεσπάσματα, προκάλεσε στον εαυτό της overdose ναρκωτικών και εν τέλει το 1957, σε ηλικία μόλις 17 χρονών, έφερε στον κόσμο ένα κοριτσάκι αγνώστου πατρός. Το κορίτσι αυτό ήταν η Mary Bell.
Tα παιδικά χρόνια της Mary (ή May όπως την φώναζαν συνήθως) Bell θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηριστούν εφιαλτικά. Έτσι κι αλλιώς ήταν προϊόν ανεπιθύμητης εγκυμοσύνης και η μητέρα της από τη γέννα ακόμα, έδειχνε απώθηση προς το παιδί της ενώ αργότερα έκανε προσπάθειες να τη δώσει σε θετή οικογένεια (αν και πιο πολύ εγκατάλειψη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί παρά νόμιμη υιοθεσία) .Παρ’ ολ’ αυτά, έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα ξαναγύρισε και διεκδίκησε πίσω τη μικρή.  H Betty, προκειμένου να βγάλει τα προς το ζην, κατέληξε στην πορνεία. Η κόρη της συχνά γινόταν είτε μάρτυρας των «επαγγελματικών» συνευρέσεων της μητέρας της είτε έπεφτε θύμα σεξουαλικής κακοποίησης στα χέρια των εκάστοτε πελατών. Ήδη από νήπιο οδηγήθηκε στο νοσοκομείο για πλύση στομάχου, σχεδόν ετοιμοθάνατη, από υπερβολική δόση ναρκωτικών και χαπιών που βρίσκονταν εκτεθειμένα μέσα στο σπίτι. Αυτό το δυστυχές συμβάν, επαναλήφθηκε αρκετές φορές στο μέλλον καθώς η Betty έλειπε συχνά σε διπλανές πόλεις για να συναντήσει πελάτες, αφήνοντας την μικρή της κόρη χωρίς επίβλεψη.
Η Mary ήδη από την ηλικία των δύο ετών άρχισε να φανερώνει τα πρώτα σημάδια συναισθηματικής αποκοπής από τους γύρω της.  Έδειχνε απόμακρη και ψυχρή, δεν έκλαιγε και είχε πολύ βίαια ξεσπάσματα. Μεγαλώνοντας έγινε άτακτη και απείθαρχη, ξεκινούσε καυγάδες με τα άλλα παιδιά στο σχολείο, κλωτσούσε, χτυπούσε και σύντομα οι συμμαθητές της άρχισαν να τη φοβούνται και να μην τη συναναστρέφονται. Η δασκάλα της στο νηπιαγωγείο θυμάται χαρακτηριστικά ένα περιστατικό, όπου η Mary είχε τυλίξει τα χέρια της γύρω από το λαιμό ενός αγοριού και τον έσφιγγε, κι όταν της ζήτησε να σταματήσει, εκείνη απάντησε απορώντας «Γιατί; Μπορεί να τον σκοτώσει αυτό;».
Μεγαλώνοντας η Mary, παρουσίαζε έντονο πρόβλημα ακράτειας κατά τη διάρκεια της νύχτας, κάτι που οι μελετητές έχουν κατατάξει στη λεγόμενη «Τριάδα» συμπτωμάτων που παρουσίαζαν πολλοί κατά συρροή δολοφόνοι στην παιδική τους ηλικία, μαζί με την κακοποίηση ζώων και την πυρομανία. Η Mary είχε βασανίσει και σκοτώσει πολλά μικρά ζώα και ναι μεν, δεν έχει γίνει γνωστή κάποια απόπειρα εμπρησμού ωστόσο η βίαιη συμπεριφορά προς τους γύρω της ήταν αδιαμφισβήτητο γεγονός. Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η Betty, που είχε εξελιχθεί σε μια σκληρή και ψυχρή μητέρα, προκειμένου να τιμωρήσει και να νουθετήσει την κόρη της ώστε να σταματήσει να βρέχει το κρεβάτι της, κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, έτριβε το πρόσωπο της μικρής πάνω στα ούρα και κρεμούσε το στρώμα έξω από το σπίτι φωνάζοντας και κατηγορώντας την, για να το δει όλη η γειτονιά. Η Mary για χρόνια μετά, θα φοβόταν να κοιμηθεί, μήπως και βρέξει άθελα της πάλι το κρεβάτι της.
Γενικότερα η σχέση της Mary με την μητέρα της ήταν πάντοτε ιδιαίτερη. Η Betty είχε μια συμπεριφορά «drama queen» και πάντα προσπαθούσε να τραβήξει την προσοχή και τη συμπόνια των άλλων με κάθε τρόπο. Ακόμα και μετά την καταδίκη της Mary, η Betty Bell έσπευσε να εκμεταλλευθεί ότι μπορούσε από την κατάσταση, παρουσιάζοντας στα ΜΜΕ τον εαυτό της σαν θύμα, σαν την αδικημένη από τη ζωή και τη μοίρα. Οι ειδικοί, μελετώντας την υπόθεση εκτιμούν πως ενδεχομένως να επρόκειτο για μια περίπτωση του «Munchausen by Proxy Syndrome» όπου κηδεμόνες έχοντες τεράστια ανάγκη για προσοχή, τραυματίζουν, δηλητηριάζουν σταδιακά, προκαλούν ασφυξία κ.τλ. στα παιδιά υπό την προστασία τους, προκειμένου να κερδίσουν τη συμπάθεια των άλλων. Ίσως αυτό να εξηγεί και το γεγονός πως παρά την κακομεταχείριση και την εγκατάλειψη της μικρής, η Betty πάντα ξαναγύριζε και προσπαθούσε να την κρατήσει κοντά της.
Οι δολοφονίες
Τέλη Μαΐου του 1968, στην περιοχή Scotswood του Newcasttle, τρία αγόρια ανακαλύπτουν σε ένα ερειπωμένο σπίτι ένα παιδί ξαπλωμένο δίπλα σε ένα παράθυρο, ακίνητο στο πάτωμα, με αίμα και σάλιο να έχει τρέξει στο μάγουλό του. Πανικόβλητα τρέχουν και ειδοποιούν κάποιους εργάτες που βρίσκονταν κοντά, οι οποίοι σπεύδοντας στο σημείο προσπάθησαν μάταια να επαναφέρουν στη ζωή τον μικρό. Ο 4χρονος Martin Brown ήταν ήδη νεκρός. Δεν υπήρχαν σημάδια βίας ή πάλης στο χώρο, μόνο ένα ανοιχτό μπουκάλι από ασπιρίνες πεταμένο δίπλα. Οι εργάτες θυμόντουσαν τον Martin να τριγυρίζει εκεί και μάλιστα τον είχαν κεράσει και μπισκότα. Κάποιο παιδί παρατήρησε τη Mary Bell με μία φίλη της, τη Norma Bell, να στέκονται κάτω από το παράθυρο του ερειπωμένου σπιτιού. Όπως αργότερα αποδείχτηκε η Mary είχε οδηγήσει εκεί τη Norma με σκοπό να της δείξει το φρικτό «κατόρθωμά» της. Παρ’ όλο που τελικά δεν κατάφεραν να φτάσουν στο σημείο που βρισκόταν το άψυχο σώμα του Martin, μιας και ο κόσμος που είχε μαζευτεί εκεί τις εμπόδισε, τα δύο κορίτσια δεν πτοήθηκαν και κατευθύνθηκαν στο σπίτι της θείας του νεκρού αγοριού για να της ανακοινώσουν πως έγινε ένα ατύχημα, πως κάτι συνέβη  στον Martin, πως υπήρχαν αίματα παντού και να έρθει να της δείξουν το μέρος. Επιπλέον οι μικρές είχαν μια ασυνήθιστη συμπεριφορά γύρω από το περιστατικό. Δεν έδειχναν φοβισμένες αλλά αντιθέτως περίεργες και ίσως και ενθουσιασμένες. Βομβάρδιζαν με ερωτήσεις τη θεία του Martin «Σου λείπει;», «Κλαις που πέθανε;», «Της λείπει της μαμάς του;» έχοντας ένα περίεργο χαμόγελο στα χείλη. Έφτασαν στο σημείο να ενοχλούν και τη μητέρα του αγοριού, June Richardson. Η Mary χτύπησε την πόρτα του σπιτιού της και ζήτησε να δει τον Martin και όταν η June της απάντησε με δάκρυα, πως ο μικρός της γιός έχει πεθάνει, η μικρή συνέχισε χαμογελώντας «Α, το ξέρω πως πέθανε! Ήθελα να τον δω μέσα στο φέρετρό του!»
Η αστυνομία μετά τις πρώτες έρευνες δεν κατάφερε να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα σχετικά με τα αίτια θανάτου του μικρού παιδιού, αφήνοντας την υπόθεση απλά ανοιχτή, γεγονός που ξεσήκωσε κύμα αντιδράσεων στην τοπική κοινωνία ενώ παράλληλα ξεκίνησαν συγκεντρώσεις και πορείες διαμαρτυρίας για την επικινδυνότητα των μισογκρεμισμένων εγκαταλελειμμένων κτηρίων της περιοχής του Scotswood.
Την επόμενη μέρα, το πρωί της 27ης Μαΐου, οι δάσκαλοι του παιδικού σταθμού του  Woodlands Crescent θα έκαναν μια ανατριχιαστική ανακάλυψη.  Φτάνοντας στο σχολείο αντίκρισαν μια εικόνα καταστροφής: σημάδια βανδαλισμού, σκορπισμένες προμήθειες στο χώρο, πεταμένα καθαριστικά στο πάτωμα, αλλά το χειρότερο όλων ήταν τα τέσσερα σημειώματα που είχαν αφήσει εκεί οι άγνωστοι «δράστες».
Με πολύ θράσος, επιθετικότητα και βρισιές παραδέχονταν πως αυτοί ήταν που δολοφονήσαν τον Martin Brown. Τα σημειώματα ήταν κακογραμμένα με περίεργη γραφή. Όπως αποδείχθηκε στην πορεία για όλο αυτό ήταν υπεύθυνες η Mary και η Norma. Τα δε σημειώματα είχαν γραφτεί εναλλάξ και από τις δύο. Η αστυνομία όμως σε εκείνη τη φάση τα θεώρησε απλά μία κακόγουστη φάρσα και τίποτα παραπάνω.
Το σημειωματάριο
Το ίδιο πρωί η Mary έγραψε στο σημειωματάριο της για το γεγονός του θανάτου του Martin, με έναν ιδιαίτερο τρόπο, αναφέροντας συν τοις άλλοις πως «ήταν ένα αγόρι που απλά ξάπλωσε κάτω και πέθανε». Δίπλα στις σημειώσεις της έκανε και το σκίτσο ενός παιδιού που είχε την στάση στην οποία βρέθηκε νεκρός o Martin και κοντά του ένα δοχείο με τη λέξη “TABLET” προφανώς σχετιζόμενο με το κουτί ασπιρίνες που βρίσκονταν στον τόπο του εγκλήματος.  Ούτε αυτό όμως κίνησε την προσοχή της δασκάλας της.
Μεσολάβησαν από τότε αρκετά περιστατικά βίαιων ξεσπασμάτων της Mary, ακόμα και εναντίον της φίλης της Norma. Στα τέλη Ιουλίου δε, επισκεπτόμενη την οικία της οικογένειας Howe, ανέφερε πως η Norma ήταν αυτή που σκότωσε τον Martin στραγγαλίζοντας τον και έδειξε μάλιστα την κίνηση τυλίγοντας χαρακτηριστικά τα χέρια της γύρω από το δικό της λαιμό. Λίγες μέρες μετά, η Mary θα στραγγάλιζε και το δικό τους παιδί, τον 3χρονο Brian Howe.
31 Ιουλίου 1968. Το άψυχο κορμάκι του Brian βρέθηκε από την αστυνομία, ανάμεσα σε τσιμεντόλιθους, στην εργοστασιακή περιοχή του Scotswood. Νωρίτερα η Mary είχε προσπαθήσει να υποδείξει το σημείο που βρισκόταν το αγόρι στην αδερφή του, Pat Howe, που είχε ανησυχήσει από την πολύωρη απουσία του, λέγοντας της πως «ίσως παίζει κάπου εκεί»  αλλά η Norma που ήταν μαζί τους τη διέκοψε λέγοντας “Όχι, δεν πάει ποτέ προς τα εκεί!».¨ Όπως αργότερα αποκάλυψε η Norma, η Mary ήθελε να ανακαλύψει η Pat τον νεκρό αδερφό της για να τη σοκάρει.
Το πτώμα του αγοριού ήταν πεσμένο στο γρασίδι, καλυμμένο με χόρτα. Είχαν κοπεί τούφες από τα μαλλιά του, τα πόδια του έφεραν τρυπήματα από αιχμηρό αντικείμενο, είχε αφαιρεθεί ένα κομμάτι δέρματος από τα γεννητικά του όργανα και στην κοιλιά του είχε χαραχθεί με ξυράφι κάτι που έμοιαζε με το γράμμα «Μ». Ο θάνατος όμως είχε επέλθει με στραγγαλισμό και όλα τα παραπάνω τραύματα είχαν προκληθεί μετά θάνατον. Δίπλα στα χόρτα βρέθηκε πεταμένο ένα μισο-χαλασμένο ματωμένο ψαλίδι.
Τις μέρες που ακολούθησαν ξέσπασε πανικός στη μικρή κοινωνία του Scotswood. Ένα δολοφόνος παιδιών κυκλοφορούσε ελεύθερος αλλά η αστυνομία ήδη είχε αρχίσει να στρέφει την προσοχή της στα δύο κορίτσια. Οι  περίεργες συμπεριφορές τους, οι εκρήξεις θυμού, οι βίαιοι τσακωμοί μεταξύ τους αλλά και ο αλλόκοτος τρόπος με τον οποίο αντιμετώπιζε η Mary το θάνατο του Brian (στην κηδεία του χαμογελούσε και έτριβε τα χέρια της) άρχισαν να σφίγγουν τον αστυνομικό κλοιό γύρω τους.
Η σύλληψη και η δίκη 
Mary Bell
Οι Mary και Norma Bell δεν άργησαν να οδηγηθούν στη φυλακή. Τα δύο κορίτσια είχαν μια ιδιαίτερη αλληλεπίδραση μεταξύ τους. Τσακώνονταν, αλληλοκατηγορούνταν αλλά για ένα περίεργο λόγο η μία αποτελούσε το στήριγμα και την ισορροπία της άλλης. Η Norma, αν και μεγαλύτερη, ήταν αρκετά παθητικός χαρακτήρας, φοβισμένη και όχι ιδιαίτερα εύστροφη. Αντίθετα η μικρότερη Mary ήταν δυναμική, κυριαρχική, ψυχρή, με υψηλό δείκτη ευφυΐας και πολύ καλή στο να χειραγωγεί και να χειρίζεται τους ανθρώπους γύρω της.
Από τη συλλογή των στοιχείων αλλά και από τις -με αρκετές αντιφάσεις και διαφορετικές εκδοχές- καταθέσεις των κοριτσιών, ήταν πλέον ξεκάθαρο πως ήταν οι βασικές ύποπτοι για τις δολοφονίες των μικρών αγοριών. Κι έτσι στις 5 Δεκεμβρίου του 1968, οδηγήθηκαν να δικαστούν ενώπιον του δικαστηρίου ενόρκων «Newcastle Assizes Moothall».
Η δίκη κράτησε αρκετές μέρες, υπό το έντονο φως των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Τα ξεσπάσματα και οι θεατρινισμοί της Betty Bell κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δεν βοήθησαν ιδιαίτερα την υπόθεση της κόρης της, η οποία αρνούταν τις κατηγορίες εις βάρος της και είχε μια λογική εξήγηση για οποιαδήποτε συμπεριφορά της καταλογιζόταν ως ύποπτη. Ήταν ομιλητική και ψυχρή. Ενώ αντίθετα η Norma, κλαίγοντας τρομαγμένη και με μια πιο έκδηλη παιδικότητα στην εκφορά του λόγου της αλλά και στην όλη της στάση, κατάφερε να γίνει πιο συμπαθής στους ενόρκους. Κατά τη διάρκεια της δίκης η Mary εξετάστηκε και από ψυχίατρο, ο οποίος κατέθεσε πως η μικρή παρουσίαζε κλασσικά συμπτώματα ψυχοπαθολογίας  (sociopathology) με έντονη έλλειψη ενσυναίσθησης, αδυνατούσε δηλαδή να αντιληφθεί και να λάβει υπ’ οψη τα συναισθήματα των άλλων ανθρώπων. Έκρινε πως ήταν ανίκανη να αισθανθεί τύψεις ή ειλικρινή μεταμέλεια και έδειχνε να μην εκδηλώνει η να αισθάνεται κάποιο συναίσθημα για όλη αυτή την κατάσταση. Ήταν συναισθηματικά παγωμένη και αποστασιοποιημένη από τα πάντα.
Η Mary λύγισε και ξέσπασε σε κλάματα μόνο κατά την απαγγελία της ετυμηγορίας εις βάρος της. Ένοχη για ανθρωποκτονία με το ελαφρυντικό της μειωμένης ευθύνης με ποινή φυλάκισης για αόριστο χρόνο. Αντίθετα η Norma κρίθηκε αθώα και καταδικάστηκε μόνο σε τρία χρόνια με αναστολή για τη διάρρηξη και τους βανδαλισμούς στον παιδικό σταθμό του Woodlands Crescent και τέθηκε υπό ψυχιατρική παρακολούθηση.
Τα χρόνια στις φυλακές και η ενηλικίωση
Έπειτα από την καταδίκη της, οι βρετανικές αρχές ήρθαν αντιμέτωπες με ένα πρακτικό πρόβλημα, αυτό της ελλείψεως κατάλληλου σωφρονιστικού καταστήματος για ένα 11χρονο κορίτσι που είχε κριθεί όμως τόσο επικίνδυνο. Τελικά κατέληξε τρόφιμος του αναμορφωτηρίου αρρένων Red Bank Special Unit αλλά πάρα τις πρώτες δυσκολίες, η παραμονή της εκεί έδειξε να επιδρά ευεργετικά στην ψυχοσύνθεσή της. Η καθημερινότητα της απέκτησε πειθαρχία, σταθερότητα και μια πιο φυσιολογική δομή από τη χαοτική και κακοποιητική κατάσταση που βίωνε η μικρή στο σπίτι της μητέρας της. Στο πρόσωπο του James Dixon, του διευθυντή προσωπικού, βρήκε μια πατρική φιγούρα που την ενέπνευσε και της έδωσε την ασφάλεια και την συνέπεια που τόσο είχε ανάγκη. Η Mary τον αγαπούσε, τον σεβόταν και τον θαύμαζε. Δυστυχώς οι δυσκολίες όμως δεν έλειψαν, καθώς μπαίνοντας στην εφηβεία η Mary μεταφέρθηκε σε σωφρονιστικό κατάστημα γυναικών, πράγμα που της διατάραξε πολύ τις ισορροπίες. Της δημιούργησε μέχρι και κρίση ταυτότητας φύλου αλλά τελικά κατάφερε να προσαρμοστεί και να επιβιώσει και εκεί. Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν πολλά περιστατικά αποκλίνουσας συμπεριφοράς, μία αποτυχημένη απόδραση, μεταφορά σε άλλο σωφρονιστικό κατάστημα και μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη που αποτέλεσε γεγονός ηθικής αφύπνισης για την Mary, η οποία τελικά αποφυλακίστηκε σε ηλικία 23 ετών το Μάιο του 1980. Αντιμετώπισε δυσκολίες κοινωνικής επανένταξης και εξεύρεσης εργασίας. Τελικά επέστρεψε στο πατρικό της όπου συνέχισε να μένει με τη μητέρα της, ενώ παρά τις εντάσεις και τα προβλήματα οι σχέσεις τους έμοιαζαν να έχουν κάπως αποκατασταθεί. Το 1984, έπειτα από μία τυχαία συνεύρεση με έναν άνδρα, έμεινε έγκυος και έφερε στον κόσμο ένα υγιέστατο κοριτσάκι. 
Με τα φώτα της δημοσιότητας ακόμα στραμμένα πάνω της και με την αμφισβήτηση της κοινής γνώμης για το κατά πόσο ήταν κατάλληλη να γίνει μητέρα, η Mary Bell πάλεψε να αποδείξει πως είχε αλλάξει, πως ότι κι αν ήταν αυτό που την είχε οδηγήσει στο να διαπράξει αυτά τα φρικτά εγκλήματα δεν υπήρχε πια μέσα της. Οι ψυχίατροι και ψυχολόγοι που την παρακολουθούσαν κατά καιρούς, αν και δεν μπορούσαν να καταλήξουν σε ένα ασφαλές συμπέρασμα, δεν μπορούσαν ωστόσο και να αρνηθούν το γεγονός της αλλαγής αλλά και της θέλησης για προσπάθεια από πλευράς της Mary ώστε να έχει μια φυσιολογική ζωή και να μεγαλώσει σωστά το παιδί της. Ήταν όμως αυτό αρκετό; Μπορούσε τελικά μια κατά συρροή δολοφόνος να «θεραπευτεί»; Έπαιξε πραγματικά τόσο σπουδαίο ρόλο στη ζωή της το ότι η αντικοινωνική και ψυχωτική συμπεριφορά της έλαβε χώρα πριν την εφηβεία και επομένως μέσα από τη φυλακή, μπόρεσε να βρει τα μέσα ώστε να χτίσει τα κομμάτια της προσωπικότητάς της που έλειπαν και να θεραπεύσει αυτά που νοσούσαν; Η ίδια η ιστορία θα δώσει τις απαντήσεις.
H Mary Bell σε ηλικία 16 χρονών
Τελικά η Mary γνώρισε έναν άνδρα, τον ερωτεύτηκε και αποφάσισε να τακτοποιήσει τη ζωή της και να ζήσουν σαν οικογένεια σε μια επαρχιακή πόλη. Η αναγνωρισιμότητά της όμως δεν της το επέτρεψε και η αδιακρισία του τύπου σε συνδυασμό με τον ξεσηκωμό των υπολοίπων κατοίκων που δεν ήθελαν μια δολοφόνο να ζει ανάμεσά τους, την οδήγησε πάλι στο να μετακομίσει και να ζει σαν κυνηγημένη. Συνολικά η Mary Bell αναγκάστηκε να μετακομίσει πάνω από πέντε φορές και έδινε ψευδή στοιχεία για την ταυτότητά της. Το 1998 φημολογείται πως πληρώθηκε 50.000 λίρες Αγγλίας για τη συνεργασία της με την συγγραφέα Gitta Sereny, η οποία με το βιβλίο της «Cries Unheard»κατέγραψε με λεπτομέρεια τη ζωή της Bell, πράγμα για το οποίο και κατακρίθηκε από αρκετούς που θεώρησαν πως εκμεταλλεύεται την ιστορία της για κερδοσκοπικούς λόγους, εις βάρος πάντα των οικογενειών των θυμάτων. Η Μary όμως υποστήριζε πως με αυτό το βιβλίο προσπαθούσε να αποκαταστήσει την αλήθεια και να ρίξει φως στα όσα είχε βιώσει κατά την παιδική της ηλικία. Παρ’ όλα αυτά, η παραπάνω φήμη έφερε εκείνη και την κόρη της για ακόμα μια φορά στο στόχαστρο των media.
Η Mary Bell κατέφυγε στη δικαιοσύνη προκειμένου να κερδίσει την ανωνυμία της και μαζί την φυσιολογική ζωή που από παιδί αποζητούσε.Το Μάιο του 2003 ήρθε επτέλους η λύτρωση με την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου του Λονδίνου, που της χάριζε ανωνυμία και πρόσταζε να κρατηθεί η ταυτότητά αυτής και της κόρης της μυστική για το υπόλοιπο της ζωής τους. Παρόμοιες αποφάσεις είχαν βγει και στο παρελθόν για την Maxine Carr, σύντροφο του δολοφόνου του Soham, Ian Huntley καθώς και για τους Jon Venables και Robert Thompson που σκότωσαν τον 2χρονο James Bulger το 1993. Η απόφαση αυτή του δικαστηρίου οδήγησε σε νέες αντιδράσεις από τις οικογένειες των θυμάτων, που αισθάνονταν αδικημένοι που το άτομο που αφαίρεσε τη ζωή των παιδιών τους, έχαιρε πλέον προστασίας της πολιτείας. Το 2009 η Mary Bell σε ηλικία 51 χρόνων έγινε γιαγιά, οπότε με τροποποίηση καλύφθηκε με ανωνυμία και το εγγόνι της,το οποίο αναφέρεται ως «Ζ» στο κείμενο της πιο πάνω απόφασης. Από τότε τα ίχνη της αγνοούνται. Αυτό όμως ίσως και να αποτελεί ένα δείγμα του ότι τελικά ακόμα και ένα άτομο με ένα τόσο άσχημο, τρομακτικό  και δυσοίωνο ξεκίνημα στη ζωή του, μπορεί να καταφέρει να αλλάξει και να ελπίζει σε ένα καλύτερο και πιο ανθρώπινο μέλλον.
Πηγές.
–  http://en.wikipedia.org/wiki/Mary_Bell
–  «How a ΄terrified΄ Mary Bell walked back into the world»By Lorraine Fraser and Andrew Alderson.  http://www.telegraph.co.uk/news/uknews/1312518/How-a-terrified-Mary-Bell-walked-back-into-the-world.html
– “Child killer Mary Bell becomes a grandmother at 51: But all I have left is grief, says victim΄s mother” By Michael Seamark and Paul Sims http://www.dailymail.co.uk/news/article-1110123/Child-killer-Mary-Bell-grandmother-51-But-I-left-grief-says-victims-mother.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου