LOU

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2015

ΨΥΧΟΛΟΓΙΚΕΣ ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΑΝΤΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Γενικά 
Η σηµασία της ψυχολογίας για τη χάραξη αντεγκληµατικής πολιτικής Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται µία τάση αµφισβήτησης της δυνατότητας της ψυχολογίας και της εγκληµατολογίας να εντοπίσει τους καθοριστικούς παράγοντες που οδηγούν ένα άτοµο στην εκδήλωση εγκληµατικής συµπεριφοράς. Αν όντως ισχύει ότι οι συνθετικές θεωρίες περί προσωπικότητας µπορούν ίσως να εξηγήσουν σε κάποιο βαθµό την ανθρώπινη συµπεριφορά, αδυνατούν όµως να την προβλέψουν, όπως µπορεί ένας φυσικός κανόνας να προβλέψει φυσικά φαινόµενα, δε θα πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η ανθρώπινη συµπεριφορά δε συνιστά εν τέλει φυσικό φαινόµενο, ότι δεν έχει διερευνηθεί ακόµη επαρκώς, ότι το περιεχόµενο του ανθρώπινου εγκεφάλου δεν έχει πλήρως χαρτογραφηθεί και τέλος ότι ο άνθρωπος φαίνεται ότι διαφέρει ποιοτικά από τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου.
 ψυχολογική εγκληµατολογία ενέχει το πρώτον ιδιαίτερη αξία για τη χάραξη αντεγκληµατικής και γενικότερα κοινωνικής πολιτικής, καθώς η εγκληµατικότητα είναι ένα παγκόσµιο και διαχρονικό κοινωνικό φαινόµενο και ο δράστης πάνω από όλα άνθρωπος· είναι λοιπόν αναπόδραστη η ενασχόληση µε τη διερεύνηση της προσωπικότητάς του.

Ανακριτική 
Η αξιοποίηση των ψυχολογικών θεωριών στα πλαίσια της αστυνοµικής – ανακριτικής (δηµιουργία ψυχολογικού προφίλ του εγκληµατία, ιδίως για κατά συρροή ανθρωποκτόνους). Μία πρώτη και πολύ σηµαντική εφαρµογή των ψυχολογικών θεωριών στην καταπολέµηση του φαινοµένου της εγκληµατικότητας συνίσταται στο σχηµατισµό του ψυχολογικού προφίλ του εγκληµατία κατά το στάδιο τόσο πριν, όσο και µετά την άσκηση της ποινικής δίωξης για κάποιο έγκληµα.
Όπως αναφέρθηκε και προηγουµένως η προσωπικότητα αποτελείται από εκείνα τα σχετικά σταθερά στο χρόνο και στο χώρο χαρακτηριστικά του ατόµου, τα οποία είναι µοναδικά στη σύνθεσή τους για το κάθε άτοµο και αντικατοπτρίζονται στη σκέψη, στη στάση και στη συµπεριφορά του.
Ίσως να προβληµατίζει τον αναγνώστη το ότι δεν έχει καταφέρει να αναδειχθεί µία θεωρητική κατεύθυνση και ένα θεωρητικό µοντέλο που να εξηγεί µε πειστικότητα την ανθρώπινη συµπεριφορά και να θεωρείται η πιο συνεπής απάντηση, αλλά αντίθετα ότι υπάρχει πληθώρα σχολών και µοντέλων (ψυχαναλυτική, συµπεριφορική, γνωστική, ανθρωπιστική, ανατολίτικη, εναλλακτική, χαρακτηρολογική, κ.λπ.). Αυτό όµως δεν εµποδίζει το άτοµο που επιθυµεί να χαράξει το εγκληµατολογικό προφίλ του ατόµου να επιλέξει κάθε φορά µία διαφορετική σχολή και θεωρητικό µοντέλο ανάλογα µε την κατεύθυνση που του δίνουν τα ανακριτικά στοιχεία.
Η διαδικασία της υιοθέτησης και εφαρµογής των θεωριών περί προσωπικότητας ξεκινά µε τη συγκέντρωση όσο το δυνατό περισσότερων πληροφοριών αναφορικά µε το έγκληµα, το θύµα, τον τόπο του εγκλήµατος και τις συνθήκες τέλεσής του, οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν έως την τελευταία λεπτοµέρεια. Έχοντας τα άνω ως βάση, κάποια προφανή και χαρακτηριστικά ερωτήµατα προβάλλουν και συγκεκριµενοποιούνται ανάλογα µε τις µοναδικές λεπτοµέρειες της υπόθεσης και των ξεχωριστών ερωτηµάτων που αυτή θέτει.
Συνήθως µία πρώτη εργασία είναι να αναγνωριστεί ο τύπος του εγκλήµατος (crime type) σε ένα πρώτο επίπεδο και έπειτα να συγκεκριµενοποιηθούν τα ειδικά χαρακτηριστικά της πράξης. Λ.χ. µία υπόθεση µπορεί να αφορά σε µία ανθρωποκτονία από πρόθεση, όµως θα πρέπει να αναλυθούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, όπως το είδος των όπλων που χρησιµοποιήθηκε, η φύση και ο βαθµός των τραυµάτων και ο χρόνος που απαιτήθηκε για να ολοκληρωθεί το εγκληµατικό σχέδιο. Έχοντας συλλέξει τα παραπάνω στοιχεία ο ψυχολόγος ζυγίζει τις λεπτοµέρειες της υπόθεσης και τα προφανή ψυχολογικά ζητήµατα που τίθενται εντός του συγκεκριµενοποιηµένου πλέον εγκλήµατος. Έπειτα απόαυτές τις αναλύσεις επιλέγει ποια θεωρητική κατεύθυνση ταιριάζει στη συγκεκριµένη εγκληµατική περίπτωση (λ.χ. από την επιστολή του απαγωγέα συνάγει ότι ο τελευταίος έχει αισθήµατα κατωτερότητας, γεγονός που τον παραπέµπει στην ψυχοδυναµική σχολή) και ποια ειδικότερα θεωρία εξυπηρετεί τις επιχειρησιακές ανάγκες της αστυνοµίας για την εξιχνίαση του εγκλήµατος (λ.χ. αν πρόκειται για βιασµό, µελέτη της θεωρίας των γνωστικών στοιχείων του βιασµού).
Η ψυχολογία βέβαια δεν είναι η µοναδική παράµετρος επίλυσης µιας υπόθεσης, απλώς προσφέρει στις διωκτικές αρχές ενότητα και καθοδήγηση κατά τη διαδικασία αξιολόγησης των άλλοτε πολλών και άλλοτε ελλιπών στοιχείων και βοηθά στη βαθύτερη κατανόηση της φύσεως τόσο της εγκληµατικής πράξης, όσο και του εγκληµατία.
 Για να αποσαφηνιστεί η όλη διαδικασία, αξίζει να αναφερθεί το παρακάτω παράδειγµα· έστω ότι µία αυτοαποκαλούµενη τροµοκρατική οµάδα µέσω επιστολών απειλεί να προκαλέσει φθορές στην ιδιοκτησία µεγάλων επιχειρήσεων ή σωµατικές βλάβες στο προσωπικό της, αν δεν ικανοποιηθούν κάποια αιτήµατά της περιουσιακής ή προσωπικής υφής. Το πρώτο βήµα του ψυχολόγου είναι να εντοπίσει και να ταυτίσει τα βασικά ζητήµατα της υπόθεσης µε µία θεωρητική ψυχολογική κατεύθυνση. Η αστυνοµία µελετώντας τα στοιχεία που εντοπίζονται (επιστολές, καταγραφή τηλεφωνηµάτων, κ.λπ.) καταλήγει στα εξής βασικά ερωτήµατα που απαιτούν να απαντηθούν: πρώτον οι απειλές εκτοξεύονται από οµάδα ερασιτεχνών τροµοκρατών ή επαγγελµατική, δεύτερον υπάρχει ένας δράστης ή περισσότεροι, αν οι απειλούµενοι δε συνεργαστούν θα πραγµατοποιηθούν οι απειλές και τέλος ποιο είναι το προσωπικό ιστορικό των δραστών και που µπορούν αυτοί να εντοπιστούν.
Μέσω των επιστολών της οµάδας ο ψυχολόγος είναι σε θέση να εντοπίσει ότι τον συντάκτη απασχολούν σε µεγάλο βαθµό ζητήµατα κατωτερότητας και προκειµένου να τα ξεπεράσει διοχετεύει το άγχος που του προκαλούν σε µη αποδεκτή κοινωνικά δραστηριότητα. Η έννοια της κατωτερότητας παραπέµπει τον ψυχολόγο στην ατοµική ψυχολογία του Άντλερ. Κατά τη θεωρία αυτή τα άτοµα που αποτελούν την τροµοκρατική οµάδα ελαχιστοποιούν τις υπαρξιακές τους αγωνίες µε την άρνηση και την καταστροφή των επιτευγµάτων των άλλων, άρα πρώτος στόχος τους θα είναι πρόσωπα που έχουν τη δύναµή να ρυθµίζουν τις ζωές των υπαλλήλων της εταιρίας, λ.χ. ένας µάνατζερ. Επίσης η οµάδα αντιµετωπίζει το αίσθηµα κατωτερότητας µε το να τονίζουν την ανωτερότητά τους σε σχέση µε τους υπόλοιπους ανθρώπους. Αυτό αν συνδυαστεί µε τις απειλές κατά των διευθυντών των εταιριών οδηγεί στο συµπέρασµα ότι µέλη της οµάδας πρέπει να έχουν δουλέψει σε µεγάλες εταιρίες στις οποίες δεν αισθάνονταν ότι αναγνωρίζεται η αξία τους.
Το γεγονός ότι η οµάδα των δραστών αποφάσισε να απειλήσει µεγάλες εταιρίες από ψυχαναλυτική σκοπιά σηµαίνει ότι ήθελαν να προκαλέσουν τη µέγιστη αναστάτωση στην κοινωνία, προκαλώντας ανησυχία στον κόσµο, να καταφέρουν οι δράστες να έχουν τον απόλυτο ψυχολογικό έλεγχο των απειλούµενων ατόµων, να ικανοποιήσουν το εγώ τους µε το να επιβεβαιώσουν ότι έχουν έναν ενεργό ρόλο στην κοινωνία. Μέσω των αιτηµάτων τους (λ.χ. κατάρρευση των µεγάλων επιχειρήσεων που εξανδραποδίζουν τους εργαζοµένους) ο ψυχολόγος εντοπίζει πολλά στοιχεία για τον τρόπο ζωής των δραστών.
Αναφορικά µε το ερώτηµα αν ο δράστης δρα µόνος ή έχει συνεργούς, ενώ η απλή λογική υποδεικνύει ότι η οµάδα είναι πολυπρόσωπη, µία σωστή εξέταση των στοιχείων µπορεί να οδηγήσει στο αντίθετο συµπέρασµα, λ.χ. ότι είναι δυνατό ένα άτοµο, εφόσον δεν έχει κάποια άλλη ενασχόληση να δρα µόνο του και να είναι ερασιτέχνης, σε περίπτωση µη ικανοποίησης των αιτηµάτων του µάλιστα να αυξήσει τις απαιτήσεις του και να επιχειρήσει κάποιες κινήσεις εντυπωσιασµού προκειµένου να διατηρήσει την ψευδαίσθηση της εξουσίας.
 Με σωστή και πάλι την επεξεργασία των στοιχείων ο ψυχολόγος µπορεί να εντοπίσει και πολλά στοιχεία της προσωπικότητας και του τρόπου ζωής ή και του τόπου εργασίας του δράστη, λ.χ. ότι θεωρεί ότι έχει υψηλή νοηµοσύνη που δεν αναγνωρίζεται από τους άλλους, ότι τελεί χειρωνακτική εργασία και έχει χαµηλό εισόδηµα, ότι έχει πρόσφατα απολυθεί, ότι είναι λίγο πάνω από είκοσι ετών, ότι παίζει συγκεκριµένου τύπου ηλεκτρονικά παιχνίδια και ακόµη ότι σε περίπτωση σύλληψης του δε θα αρνηθεί, ούτε θα αποδεχθεί την τέλεση του εγκλήµατος.
Η αξία του σχεδιασµού του ψυχολογικού προφίλ του δράστη ενέχει ιδιαίτερη αξία για την αντιµετώπιση της βίαιης εγκληµατικότητας, λ.χ. βιασµός, ληστεία, ανθρωποκτονία. Ο Μελόι σε πρόσφατο άρθρο του προσπαθεί να διερευνήσει τη φύση και τις δυναµικές των ανθρωποκτονιών που περιλαµβάνουν και τη σεξουαλική συνεύρεση µε το θύµα500. Συγκεντρώνοντας στοιχεία από έρευνες που έχουν διεξαχθεί και συλλογές στοιχείων που έχουν ληφθεί από την αστυνοµία από παλαιότερες τέτοιες υποθέσεις, παραθέτει το ψυχολογικό προφίλ αυτού του είδους των εγκληµατιών.  Οι περισσότερες ανθρωποκτονίες τελούνται από άνδρες και η πρώτη ανθρωποκτονία λαµβάνει χώρα πριν από την ηλικία των 30. Τα θύµατα είναι γυναίκες άγνωστες στο δράστη ή τυχαίες γνωριµίες του και δεν υπάρχει συναίνεση τους για την ερωτική συνεύρεση. Οι δράστες των ανθρωποκτονιών αφορούν σε αποδιοργανωµένους ψυχολογικά ή µη αποδιοργανωµένους, εντούτοις νευρωτικούς ανθρώπους. Οι αποδιοργανωµένοι δράστες τελούν το έγκληµα αυθόρµητα, το θύµα και ο τόπος του εγκλήµατος είναι γνωστός στο δράστη, δεν υπάρχει επικοινωνία µεταξύ θύµατος και δράστη, ο δράστης µάλιστα αποπροσωποποιεί το θύµα του, αφήνει πίσω του έναν ακατάστατο τόπο εγκλήµατος, ασκεί απότοµα τη βία, προβαίνει σε σεξουαλικές πράξεις µετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας, αφήνει το πτώµα σε εµφανές σηµείο, υπάρχουν αποτυπώµατα και το όπλο του εγκλήµατος στον τόπο τελέσεως και συνήθως το πτώµα βρίσκεται άθικτο στον τόπο του εγκλήµατος.
Οι µη αποδιοργανωµένοι δράστες οι οποίοι συνήθως υποφέρουν από εµµονές και καταναγκασµό, σχεδιάζουν το έγκληµά τους, το θύµα είναι άγνωστο στο δράστη που έγινε όµως ο στόχος του και άρα είναι προσωποποιηµένο (δηλαδή ο δράστης θέλει να σκοτώσει το συγκεκριµένο άγνωστο θύµα), προηγείται συζήτηση µεταξύ θύµατος και δράστη, από τον τακτοποιηµένο τόπο τελέσεως συνάγει κανείς το ότι ο δράστης επιδιώκει να έχει τον έλεγχο, επιθυµεί ένα υπάκουο θύµα, εξασκεί βία µετά την τέλεση της ανθρωποκτονίας, φροντίζει να κρύψει το θύµα και να µην αφήσει αποτυπώµατα ή άλλα ίχνη της πράξης του (λ.χ. το όπλο που χρησιµοποιήθηκε) και τέλος µεταφέρει το πτώµα µακριά από τον τόπο τελέσεως.
 Είναι πλέον σαφές ότι όλες αυτές οι πληροφορίες αποτελούν µία πολύ σηµαντική βοήθεια για την εξιχνίαση εγκληµάτων503. Μάλιστα οι τυπολογίες και ο σχηµατισµός του ψυχολογικού προφίλ των δραστών διαφόρων εγκληµάτων που προκύπτουν από την εξέταση των αρχείων της αστυνοµίας και στοιχείων από τον τόπο του εγκλήµατος είναι πάρα πολύ χρήσιµες στην εξιχνίαση σοβαρών εγκληµάτων, όπως οι κατά συρροή ανθρωποκτονίες, βιασµοί ή ληστείες. Παρατηρείται µάλιστα τελευταία έντονη συγγραφική δραστηριότητα πάνω στο θέµα.

Πρωτογενής, δευτερογενής παρέµβαση και µεταχείριση του εγκληµατία
Πρωτογενή προγράµµατα παρέµβασης: η γενική πρόληψη, παροχή υπηρεσιών από οργανώσεις οικογενειακής θεραπείας, απεξάρτησης από ουσίες, ψυχικής υγείας. Η δευτερογενής κοινωνική παρέµβαση: η µεταχείριση του εγκληµατία, λ.χ. ψυχοθεραπεία, κοινωνική θεραπεία για καθ’ έξη εγκληµατίες, συµβουλευτική, κοινωνική εκπαίδευση, αντι- επιθετική εκπαίδευση, κλπ. Συµβολές από την ψυχολογία και νέες τάσεις: η παρέµβαση σε νεαρή ηλικία µε στόχο την ανάπτυξη στρατηγικών επίλυσης προβληµάτων, επούλωσης παιδικών ψυχικών τραυµάτων, αντιµετώπισης της επιθετικότητας, βελτίωσης των κοινωνικών σχέσεων, έµφαση σεεπικοινωνιακές, εκφραστικές ικανότητες, νοητικές διεργασίες, διαµόρφωση αποφάσεων, σεβασµό, υπευθυνότητα, ενσυναίσθηση, συµπάθεια για τον τρίτο.
Σε κάθε κοινωνία θεωρείται ως δεδοµένο ότι το έγκληµα είναι ένα ανεπιθύµητο φαινόµενο και ότι το κράτος θα πρέπει να λαµβάνει ενεργά µέτρα για τον έλεγχο και την πρόληψή του. Αν και πολλοί επιστήµονες πιστεύουν ότι οι αιτίες του εγκλήµατος βρίσκονται στις κοινωνικοοικονοµικές δοµές, δύσκολα µπορεί κανείς να παραβλέψει το γεγονός ότι πολλοί κρατούµενοι εκδηλώνουν προσωπικά προβλήµατα ή έχουν ελλείψεις στην ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και χρειάζονται ψυχολογική µεταχείριση, ακόµη και αν τα αίτια για αυτά τα προβλήµατα αφορούν σε κοινωνικοοικονοµικούς παράγοντες. Και ίσως ξεπερνώντας αυτά τα προβλήµατα συµπεριφοράς να επιτυγχάνει κανείς την καλύτερη µέθοδο αναµόρφωσης του ατόµου και αποτροπής της υποτροπής του.
Εύκολα µπορεί κανείς να αµφισβητήσει τη συµβολή της ψυχολογίας στην ερµηνεία του εγκληµατικού φαινοµένου, δύσκολα όµως µπορεί να παραγνωρίσει την τεράστια απήχησή της στην αντιµετώπιση του εγκληµατία και κατά τη χάραξη αντεγκληµατικής πολιτικής.
Η ψυχολογική µεταχείριση του εγκληµατία αποτελεί πάντως ένα γενικό όρο, καθώς οι ψυχολογικές θεραπείες προχωρούν πέρα την ιατρική θεραπεία, διότι παρέχουν στο άτοµο µία ευκαιρία να αναπτυχθεί προσωπικά και να αναπτύξει προσωπικές ικανότητες (π.χ. έλεγχος επιθετικότητας, σεξουαλική αυτοσυγκράτηση), και δεν αντιµετωπίζουν απλά κάποια συµπτώµατα συµπεριφοράς. Η αναµόρφωση ή πιο σύγχρονα η επανένταξη αποτελεί έναν ακόµη πιο αφηρηµένο όρο. Σε κλινικούς όρους η επανένταξη αφορά στην αποκατάσταση και ανταµοιβή του ατόµου για τις βελτιωµένες ψυχολογικές του λειτουργίες, που θα βοηθήσουν να επανενταχθεί κοινωνικά ένα κοινωνικά µειονεκτικό άτοµο, και να αποφύγει ξανά την εµπλοκή του µε το σύστηµα ποινικής δικαιοσύνης.
 συµβολή της ψυχολογίας είναι µάλιστα εµφανής τόσο σε προγράµµατα πρωτογενούς παρέµβασης στο περιβάλλον και το πρόσωπο του εν δυνάµει εγκληµατία, ήτοι της πρόληψης, τόσο της γενικής όσο και της ειδικής, όσο και δευτερογενούς παρέµβασης, ήτοι στην καταστολή.
Αναφορικά µε τα πρωτογενή προγράµµατα παρέµβασης για τον επιδιωκόµενο από αυτά σκοπό έχουν ιδρυθεί ιδίως στις Η.Π.Α. δεκάδες οργανώσεις που παρέχουν οικογενειακά προγράµµατα θεραπειών, κλινικές αποτοξίνωσης από τοξικές ουσίες και ενώσεις για την βελτίωση της ψυχικής υγείας. Τα πρωτογενή προγράµµατα παρέµβασης στηρίζονται στην άποψη ότι αν τα προβλήµατα ενός ατόµου µπορούν να λυθούν πριν αυτά το κυριεύσουν συναισθηµατικά και αυτό το τελευταίο καταφύγει στην τέλεση εγκληµατικών ενεργειών, τότε κάποια µελλοντικά εγκλήµατα θα αποφευχθούν.
Τα δευτερογενή προγράµµατα παρέµβασης αφορούν περισσότερο στη µεταχείριση του εγκληµατία µετά την τέλεση της πράξεώς του. Σε αυτά περιλαµβάνονται η ψυχολογική υποστήριξη και συµβουλευτική και µάλιστα µπορεί να επιβάλλονται υποχρεωτικά στον καταδικασθέντα µέσω δικαστικής εντολής. Ήδη από το 1920 έγινε συνείδηση στην Αµερική η προσφορά ψυχολογικής µεταχείρισης στον κρατούµενο, τόσο πριν, αν κάτι τέτοιο είναι εφικτό, όσο κατά τη διάρκεια και µετά την καταδίκή του. Ήδη από το 1970 άρχισαν να εφαρµόζονται στις Η.Π.Α. προδικαστικά προγράµµατα µε στόχο την αντιµετώπιση του εγκληµατία µε µη τιµωρητικούς αναµορφωτικούς µηχανισµούς, σχεδιασµένα περισσότερο να θεραπεύσουν, παρά να τιµωρήσουν τον κατάδικο. Υπάρχουν επίσης συµβουλευτικά προγράµµατα εκτροπής (diversion) από την ποινή που χρησιµοποιούνται πολύ συχνά σε όσους τελούν για πρώτη φορά κάποιο έγκληµα, στους µη βίαιους εγκληµατίες, στους ανήλικους κ.λπ
Επιπρόσθετα κατά το στάδιο της ακροαµατικής διαδικασίας οι δικαστές συχνά παραγγέλνουν το σχηµατισµό του ψυχολογικού προφίλ των ατόµων που έχουν καταδικασθεί προκειµένου να εκπονήσουν ένα σχέδιο µεταχείρισής τους, για το αν θα κρατηθούν σε φυλακές της κοινότητας στο πνεύµα της κοινοτικής ποινικής καταστολής που έχει αναπτυχθεί στις Η.Π.Α. ή αν απαιτείται µία πιο αυστηρή µεταχείριση. Ιδίως σε αυτές τις κοινοτικές φυλακές όλοι σχεδόν οι κρατούµενοι συµµετέχουν σε κάποιου είδους ψυχολογική µεταχείριση, οµαδική θεραπεία, ατοµική ανάλυση, συµβουλευτική. Μάλιστα οι αποφάσεις για την υφ’ όρο απόλυση του κρατουµένου επηρεάζονται από την αξιολόγηση των ψυχολόγων αναφορικά µε την κοινωνική προσαρµοστικότητα των κρατουµένων.
 Οι ψυχολόγοι παρέχουν µεγάλη ποικιλία υπηρεσιών στο σύστηµα της ποινικής δικαιοσύνης, συµπεριλαµβανοµένης της αστυνοµίας, της εισαγγελικής αρχής και των δικαστηρίων. Μία όµως κεντρική τους λειτουργία έγκειται στην αρωγή τους για τη µεταχείριση του καταδικασµένου πλέον εγκληµατία. Αν και το 1974 ο Μάρτινσον (Martinson) κατέληξε στο συµπέρασµα εξετάζοντας 231 έρευνες πάνω στην αναµόρφωση του εγκληµατία ότι κανένα είδος µεταχείρισης δεν έχει αποτέλεσµα και έµεινε στην ιστορία για το περίφηµο σλόγκαν του «τίποτε δεν αποδίδει» (nothing works), κατά τις νεότερες έρευνες πάνω στο θέµα παρατηρείται µία µερική επιτυχία των προγραµµάτων µεταχείρισης. Αυτό το παραγνώριζε ο ίδιος ο Μάρτινσον, που αναζητούσε ένα είδος θεραπείας για την αναµόρφωση των εγκληµατιών. Κάτι τέτοιο συνιστά όµως µία ουτοπία, καθώς υπάρχουν τόσα είδη εγκληµατών και εγκληµατιών, όσες και οι εγκληµατολογικές θεωρίες, γεγονός που παραπέµπει σε διαφορετική κάθε φορά µεταχείριση (differential treatment).
Οι παραδοσιακές λειτουργίες του ψυχολόγου στο σύστηµα ποινικής δικαιοσύνης συνίστανται στην αξιολόγηση, µεταχείριση, επανένταξη και έρευνα αναφορικά µε τους πληθυσµούς των κρατουµένων. Η αξιολόγηση του κρατουµένου αποτελεί µια διαδικασία συγκέντρωσης πληροφοριών απαραίτητων για τη λήψη αποφάσεων σχετικά µε την αγωγή του υποκειµένου και τον έλεγχο υποθέσεων που οδηγεί στο σχηµατισµό ενός µοντέλου, που µε τη σειρά του αναπαριστά τα προβλήµατα του, τα οποία χρειάζονται αντιµετώπιση. 
Οι ψυχοδυναµικές θεωρίες προσέφεραν στη µεταχείριση του εγκληµατία τη µέθοδο της ψυχοθεραπείας (psychotherapy). Στην ψυχοθεραπεία ή ψυχανάλυση ο ασθενής καλείται να εκφραστεί µε βάση τον ελεύθερο συνειρµό (free association), εκφράζοντας ότι του έρχεται αυθόρµητα στο µυαλό, καθώς καλείται να χαλαρώσει514. Ούτως ανοίγει κατά τον Φρόιντ η δίοδος προς όλα αυτά που πιέζουν το άτοµο και το υποσυνείδητο. Συνήθως µάλιστα ο ασθενής αντιστέκεται στη διαδικασία ελεύθερης έκφρασης του ασυνειδήτου. Ο θεραπευτής προβαίνει στην ερµηνεία της αντίστασης µαζί µε τον ασθενή, καθώς και στην ανάλυση των ονείρων του ως εναλλακτική δίοδο προς το υποσυνείδητο. Σταδιακά ο θεραπευόµενος αναπτύσσει µια σχέση µε το θεραπευτή που αποκαλείται σχέση µεταβίβασης, και αποτελεί το µοντέλο για το πώς συσχετίζεται εν γένει το άτοµο µε άλλα πρόσωπα. Το µοντέλο αυτό καταδεικνύει τα προβλήµατα που έχει το άτοµο στις κοινωνικές του συναναστροφές. Με τη σταδιακή αποκάλυψη της µεταβίβασης το άτοµο αποκτά αυτογνωσία και επανεκπαιδεύεται κοινωνικά κα συναισθηµατικά, ώστε να διαχειρίζεται πλέον υγιώς τις συναισθηµατικές και κοινωνικές καταστάσεις και αγωνίες της καθηµερινότητάς του, χωρίς να καταφεύγει στους αµυντικούς µηχανισµούς.
Η ψυχολογική θεραπεία που προτείνει ο Άντλερ στην ατοµική του ψυχολογία συνιστά µια παραλλαγή της ψυχανάλυσης και είναι οµοίως οµιλητική θεραπεία. Ξεκινά από την κατανόηση της θέσεως του ασθενούς, ακολουθεί η αποκάλυψη αυτής της θέσης στον ασθενή (self-understanding insight) και τέλος οδηγεί στην ενδυνάµωση του κοινωνικού του αισθήµατος.
Μία εφαρµογή της θεωρίας του Συµπεριφορισµού συνιστά η θεραπεία συµπεριφοράς (behavior therapy) - ή αν λάβει κανείς υπόψη την οπτική του Μπαντούρα περί της κοινωνικής µάθησης, η εφαρµοσµένη ανάλυση συµπεριφοράς (applied behavior analysis) ή κοινωνική εκπαίδευση (soziales Training) ή κοινωνική θεραπεία (sozialtherapie). Η τελευταία έχει αναπτυχθεί ειδικά για καθ’ έξη εγκληµατίες που αντιµετωπίζουν πληθώρα κοινωνικών και ψυχολογικών προβληµάτων, που τους ωθούν ως φαύλος κύκλος στο έγκληµα. Όπως πάντως και να το ονοµάσει κανείς ουσιαστικά πρόκειται για το ίδιο είδος συµπεριφορικής θεραπείας µε αρκετά γνωσιολογικά στοιχεία.
 θεωρία συµπεριφοράς στοχεύει µέσω της εκµάθησης ορισµένων συµπεριφορών στο άτοµο, να αλλάξει τα προβληµατικά στοιχεία της προσωπικότητάς του και συγκεκριµένα προβληµατικές συµπεριφορές που για διάφορους λόγους και µέσω µίας διαδικασίας εσφαλµένης ενίσχυσης έχουν µακροχρόνια αναπτυχθεί. Όσο παθολογικές και αυτοκαταστροφικές µπορεί να είναι οι συµπεριφορικές συνήθειες ενός ατόµου, πρόκειται κατά τους συµπεριφοριστές για το αποτέλεσµα αναστρέψιµων περιβαλλοντικών επιρροών που τις ενίσχυσαν και τις διατήρησαν.
Πριν εφαρµοστεί η θεραπεία συµπεριφοράς ή όπως αλλιώς την ονοµάσει κανείς, θα πρέπει να εντοπιστούν από τον ψυχολόγο και να περιγραφούν µε τη µεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια το πώς, πότε και από που προέρχονται τα προβλήµατα συµπεριφοράς που χρειάζονται επίλυση, καθώςκαι οι περιβαλλοντικές επιρροές που τα διαµορφώνουν. Έπειτα θα πρέπει να προσδιοριστούν και να αποσαφηνιστούν οι επιδιωκόµενες αλλαγές στον τρόπο συµπεριφοράς και να εντοπιστούν οι κατάλληλοι ενισχυτές (λ.χ. η απόκτηση σεβασµού ή η πρόκληση θαυµασµού), που θα προκαλέσουν σταδιακά την αλλαγή της συµπεριφοράς.
Η θεωρία συµπεριφοράς στοχεύει µέσω του παραδειγµατισµού, της αλλαγής ρόλων και της ανατροφοδότησης να αυξήσει τη συχνότητα κοινωνικά επιθυµητών συµπεριφορών, όπως η επιτυχία σε ακαδηµαϊκό επίπεδο, οι επαγγελµατικές ικανότητες ή η κοινωνική δράση, έχοντας ως δεδοµένο ότι οι συµπεριφορές αυτές είναι ασύµβατες µε τις αντικοινωνικές εκδηλώσεις. Οι παρεµβάσεις µάλιστα στη συµπεριφορά πέραν από την ατοµική µορφή µπορούν να λαµβάνουν και οµαδική µορφή, όπως εφαρµογή της θεραπείας σε µία σχολική τάξη, στο χώρο εργασίας, σε µία κοινότητα βίου.
Μία τέτοιου είδους υποκατηγορία της θεραπείας συµπεριφοράς στην οµαδική της µορφή που προτείνει ο Συµπεριφορισµός είναι η περίφηµη οικονοµία ή σύστηµα των κουπονιών (token economy). Με βάση την κατηγορία αυτοί οι τρόφιµοι ιδίως ψυχιατρικών κλινικών ή σωφρονιστικών καταστηµάτων και λοιπών ιδρυµάτων µεταχείρισης επιβραβεύονται µε κουπόνια (tokens) που δε συνιστούν τίποτε άλλο από είδη συµβολικής δευτερογενούς ενίσχυσης, προκειµένου να επιτύχουν κάποιους στόχους συµπεριφοράς (λ.χ. καθαρισµός δωµατίου, ανάπτυξη κοινωνικότητας, αυτοσυντήρηση). Παρέχονται µάλιστα και αρνητικά κουπόνια ή αφαιρούνται βαθµοί σε περιπτώσεις αρνητικής συµπεριφοράς λ.χ. ανάθεση αγγαρειών. Τα αποτελέσµατα αυτού του είδους θεραπειών που πρώτος καθιέρωσε ο Σκίνερ φαίνεται να οδηγούν πράγµατι στην ανάπτυξη υγιούς συµπεριφοράς εκ µέρους των συµµετεχόντων. Αµφισβητείται όµως στα περισσότερα τέτοιου είδους προγράµµατα η δυνατότητα γενίκευσης και η µονιµότητα αυτών των θετικών συµπεριφορικών αλλαγών.
 τροποποίηση πάντως της κοινωνικής συµπεριφοράς, όπως την περιγράφει µέσω της θεωρίας του ο Μπαντούρα αποτελεί µία πολλά υποσχόµενη θεραπεία, καθώς οι νέες ικανότητες που αποκτά το άτοµο έχουν περισσότερες πιθανότητες γενίκευσης, όταν το περιβάλλον διαβίωσης και εκπαίδευσης είναι παρόµοιο, ήτοι όταν λαµβάνονται υπόψη και οι κοινωνικές και περιβαλλοντικές παράµετροι. Ο Οσταπιούκ (1982) παρουσιάζει ως ένα τέτοιο µοντέλο ένα είδος πανδοχείου ή κοινοβίου που οργανώθηκε στο Μπίρνινχαµ και το οποίο στόχευε στο να καλλιεργεί σε πρώην κρατούµενους ικανότητες διαβίωσης στην κοινότητα µετά την αποφυλάκισή τους.
Στο ίδιο µήκος κύµατος κινείται και η οικογενειακή θεραπεία. Αυτή βασίζεται σε επιστηµονικά ευρήµατα που υποστηρίζουν ότι οι γονείς και τα αδέρφια των παραβατικών ατόµων ενισχύουν και διαµορφώνουν την παραβατική συµπεριφορά και ότι συχνά η οικογενειακή αλληλόδραση είναι ούτως ή άλλως προβληµατική. Η ανακατασκευή των οικογενειακών σχέσεων δύναται να εξυπηρετεί τότε τόσο κατασταλτικούς και µεταχειριστικούς, όσο και προληπτικούς σκοπούς. Το βασικό στην οικογενειακή θεραπεία είναι η εκµάθηση τεχνικών επίλυσης προβληµάτων, όπως η καλλιέργεια διαπραγµατευτικών τεχνικών για την αντιµετώπιση οικογενειακών κρίσεων.
Και η γνωσιολογική κατεύθυνση στην ψυχολογία προτείνει παράλληλα και σε συνεργασία µε τα αξιώµατα του Συµπεριφορισµού τεχνικές εκµάθησης κοινωνικών ικανοτήτων. Ο Κόλµπεργκ εισήγαγε µια γνωσιολογική θεραπεία κατά την οποία τα άτοµα που συµµετέχουν σε αυτή υποβάλλονται σε διληµµατικές καταστάσεις ως προς τη λήψη ηθικών αποφάσεων (λ.χ. διάρρηξη ενός φαρµακείου προκειµένου να ληφθεί ένα σωστικό φάρµακο) µέσω προσωπικών συνεντεύξεων. Ανάλογα µε τις απαντήσεις τους ο Κόλµπεργκ τους κατέτασσε στο αντίστοιχο επίπεδο της κλίµακας ηθικής αναπτύξεως και σχεδίαζε τεχνικές για την ανύψωση του επιπέδου της ηθικής τους κρίσης. Ο Κόλµπεργκ επιπρόσθετα προσπάθησε να προωθήσει ιδίως στα σωφρονιστικά ιδρύµατα προγράµµατα µεταχειρίσεως κρατουµένων που, σε αντίθεση µε τα ψυχοθεραπευτικά προγράµµατα των ψυχαναλυτών και τη θεραπεία συµπεριφοράς των συµπεριφοριστών, επικεντρώνονται στην προσπάθεια να αναπτύξουν στους κρατουµένους την ικανότητα λήψης ηθικών αποφάσεων, ώστε να καταπολεµηθεί το τεράστιο πρόβληµα της υποτροπής. Πρόκειται για τα περίφηµο πρόγραµµα «δίκαιη κοινότητα» (Just – community Programme) που έτυχε ευρείας αποδοχής στις Η.Π.Α.. Αυτό συνίσταται ουσιαστικά στη δηµιουργία οµάδων συζητήσεων κρατουµένων που στοχεύουν στη θέση υποθετικών ηθικών διληµµάτων, προκειµένου να ανορθωθεί συλλογικά το επίπεδο ηθικής κρίσης των ατόµων αυτών. Από έρευνες µάλιστα έχει καταδειχθεί ότι το ποσοστό επιτυχίας στην καταπολέµηση της υποτροπής ανέρχεται σε 15%. Παράλληλα αναπτύχθηκαν και άλλα προγράµµατα πάνω στη φιλοσοφία του Κόλµπεργκ, όπως το MRT (Moral Reconnation Therapy).
Στο ίδιο γνωσιολογικό µοτίβο εντάσσεται και το µοντέλο της αυτοδιδασκαλίας (self-instructional training, SIT). Αυτό αποτελεί µία διαδικασία προσωπικής συζήτησης που στοχεύει στον έλεγχο της παρορµητικής συµπεριφοράς. Οι προφορικές οδηγίες που καθοδηγούν τη συµπεριφορά υποστασιοποιούνται από τον θεραπευτή και επαναλαµβάνονται έπειτα από τον θεραπευόµενο, αρχικά ανοικτά και έπειτα συγκαλυµµένα, καθώς αποτελούν τµήµα πλέον της σκέψης του.
 λογική-συναισθηµατική θεραπεία (rational-emotive therapy) και η γνωσιολογική θεραπεία του Μπεκ (Beck’s cognitive therapy) αποτελούν δύο επίσης πολλά υποσχόµενες µεθόδους γνωσιολογικής ανακατασκευής. Οι µέθοδοι στηρίζονται στον εντοπισµό των παράλογων και δυσλειτουργικών σκέψεων, οι οποίες προκαλούν παράλογες απαιτήσεις και αυτές µε τη σειρά τους αρνητικές συναισθηµατικές καταστάσεις. Η γνωσιολογική ανακατασκευή λαµβάνει χώρα αφού εντοπιστούν οι εν λόγω απαιτήσεις µέσω ερωτήσεων, προκλήσεων και συζητήσεων. Με το να αµφισβητηθούν και µε το να διαχωριστούν οι ανάγκες από τις επιθυµίες και να επαναπροσδιοριστούν οι γνωσιολογικές υπεργενικεύσεις µέσω της ευθείας αντιµετώπισης ή των ψυχολογικών ασκήσεων στα οποία υποβάλλει ο θεραπευτής το θεραπευόµενο, σταδιακά αλλάζει η γνωσιολογική δοµή του τρόπου σκέψης του ατόµου αυτού. 
Στον ίδιο κύκλο εντάσσονται και γνωσιολογικές θεραπείες συµπεριφοράς, όπως η εκπαίδευση πάνω στην επίλυση διαπροσωπικών προβληµάτων (interpersonal problem-solving training), η εκπαίδευση αντικατάστασης της επιθετικότητας (aggression replacement training, ART) ή η αντιεπιθετική εκπαίδευση (Anti-Aggressivitäts-Training, AAT) που επικεντρώνονται στη θεραπεία του αρνητικού συναισθήµατος που διακρίνει τα επιθετικά άτοµα.

 Η ελληνική πραγµατικότητα
Η έλλειψη της ψυχολογικής µεταχείρισης του εγκληµατία
Το µοντέλο σωφρονιστικής πολιτικής που ακολουθείται στη χώρα µας και αποτυπώνεται στο κείµενο του νέου Σωφρονιστικού Κώδικα είναι εκείνο της δίκαιης αποκατάστασης ή δικαιικό πρότυπο ενόψει της υποχώρησης του ιδεώδους της µεταχείρισης του κρατουµένου ή της οποιασδήποτε µορφής σωφρονισµού του. Οι αρχές που διέπουν το παρόν πρότυπο είναι ο σεβασµός των θεµελιωδών δικαιωµάτων, πέραν της στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η εκούσια και µόνο συµµετοχή των κρατουµένων σε προγράµµατα αγωγής, µεταχείρισης, απασχόλησης και τέλος η ελαχιστοποίηση της παραµονής του κρατούµενου στο κατάστηµα κράτησης κλειστού τύπου και η µέριµνα για την κοινωνική του επανένταξη. 
Ωστόσο στο ∆ιεθνές Σύµφωνο για τα ατοµικά και πολιτικά δικαιώµατα (Ν.2462/1997) ορίζεται ότι στόχος ενός σωφρονιστικού συστήµατος θα πρέπει να είναι η αναµόρφωση και η κοινωνική επανένταξη των κρατουµένων. ∆εδοµένης της αυξηµένης τυπικής ισχύος του ∆ιεθνούς Συµφώνου κατά το άρθρο 28 του Συντάγµατος τίθεται ένα ζήτηµα σύµπλευσης της ουδέτερης προς το σωφρονισµό στάσης της ελληνικής σωφρονιστικής νοµοθεσίας µε την αντίστοιχη διεθνή.
 Πάντως οι Ευρωπαϊκοί Σωφρονιστικοί Κανόνες του 1987 που διατυπώνονται στη Σύσταση αρ. R 87 3 και ειδικότερα στην παράγραφο 66 αναφέρονται στην ανάπτυξη διαδικασιών για τη δηµιουργία και επανεξέταση της εξατοµικευµένης µεταχείρισης των κρατουµένων µετά από συνεχή συνεργασία του αρµόδιου προσωπικού µε το συγκεκριµένο κρατούµενο, στον οποίο αφορούν, ως αντικειµενικό σκοπό της µεταχείρισης και του σωφρονιστικού συστήµατος, ενώ η υπουργική απόφαση υπ’ αριθµ. 58819/2003 για τη λειτουργία των γενικών καταστηµάτων κράτησης τύπου Α και Β αναφέρει ότι η µεταχείριση των κρατουµένων προσανατολίζεται στη δίκαιη εκδίκαση της υπόθεσής τους και στην προσαρµογή τους στο νόµιµο κοινωνικό βίο, προβλέπει δε την εκούσια συνεργασία των κρατουµένων µε το ειδικευµένο επιστηµονικό προσωπικό για το σχεδιασµό προγράµµατος εποικοδοµητικής µεταχείρισης.
Ειδικά ως προς την ψυχολογική µεταχείριση των κρατουµένων αυτή επιβάλλεται ρητά από τους Ευρωπαϊκούς Σωφρονιστικούς Κανόνες, όπου στην παράγραφο 30.1 αναφέρεται ότι ο ιατρός του σωφρονιστικού καταστήµατος είναι επιφορτισµένος µε την εποπτεία της σωµατικής και ψυχικής υγείας των κρατουµένων, κατά την παράγραφο 31.1 είναι υποχρεωµένος να αναφέρει στον διευθυντή όλες τις περιπτώσεις κρατουµένων για τους οποίους θεωρεί ότι η σωµατική ή η ψυχική τους υγεία έχει ή πρόκειται να επηρεαστεί αρνητικά από τη συνέχιση ή από οποιαδήποτε συνθήκη της φυλακής. Τέλος κατά την παράγραφο 32 οι υγειονοµικές υπηρεσίες του ιδρύµατος πρέπει να επιδιώκουν τον εντοπισµό και τη νοσηλεία κάθε σωµατικής και ψυχικής ασθένειας και για το σκοπό αυτό πρέπει να παρέχονται στον κρατούµενο όλες οι ιατρικές και ψυχιατρικές υπηρεσίες. Κατά την παράγραφο 52 µάλιστα πρέπει να περιλαµβάνεται στο προσωπικό ικανός αριθµός ειδικών όπως ψυχίατροι, ψυχολόγοι και κοινωνικοί λειτουργοί.
 ελληνική νοµοθεσία πράγµατι έχει προβλέψει στο Νόµο 1851/1989 περί των βασικών κανόνων για τη µεταχείριση των κρατουµένων και συγκεκριµένα στο άρθρο 97 ότι στο προσωπικό των άλλων κατηγοριών των καταστηµάτων κράτησης υπάγονται µεταξύ άλλων και οι ψυχολόγοι. Στο άρθρο 108 µάλιστα περιγράφονται τα καθήκοντά τους, ήτοι ότι εξετάζουν τους κρατουµένους µε ειδικές δοκιµασίες (tests) για να διαπιστώσουν τυχόν διαταραχές των ψυχικών και πνευµατικών τους λειτουργιών ή της προσωπικότητάς τους και συντάσσουν έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης, δεν προβλέπει όµως σε µόνιµη βάση παροχή υπηρεσιών συµβουλευτικής και ψυχολογικής υποστήριξης, όπως επιτάσσουν οι ευρωπαϊκοί σωφρονιστικοί κανόνες και αποτελεί για δεκαετίες παράδοση στα αγγλοσαξονικά σωφρονιστικά συστήµατα (correction systems). Στην πράξη όµως δεν υπάρχουν µόνιµοι υπάλληλοι ή έστω συνεργαζόµενοι ψυχολόγοι στα καταστήµατα κράτησης, το ρόλο τους δε αναλαµβάνουν οι κοινωνικοί λειτουργοί, παρά το ότι δε διαθέτουν το κατάλληλο επιστηµονικό υπόβαθρο ως προς αυτό, και µόνο σε ακραίες περιπτώσεις εκδήλωσης µίας οξείας ψυχολογικής διαταραχής αποφασίζεται η µεταφορά του κρατουµένου σε ειδικό θεραπευτικό κατάστηµα.

 Αποτελεσµατικότητα και ηθική της ψυχολογικής παρέµβασης
Η αµφισβήτηση της αποτελεσµατικότητας της ψυχολογικής µεταχείρισης, καταργητικές τάσεις, η νοµιµοποίηση της παρέµβασης.
 Αναφορικά µε την αποτελεσµατικότητα και την ηθική της επέµβασης στην ψυχολογία του παραβάτη ή του ήδη κρατουµένου παρατηρείται µία επιµονή εκ µέρους της θεωρίας στην ψυχολογική µεταχείριση του εγκληµατία που δεν είναι ωστόσο κατά τη γνώµη του γράφοντος αδικαιολόγητη. Και αυτό γιατί οι πρωτογενείς παρεµβάσεις των ψυχολογικών διαταραχών ακολουθούν το µοντέλο της δηµόσιας υγείας (public health) που κυριαρχεί αυτή τη στιγµή στις Η.Π.Α. και υποθέτει ότι η πρόληψη αποτελεί την καλύτερη αντιµετώπιση του προβλήµατος σε σχέση µε τη δευτερογενή δράση.
Έµφαση δίνεται στην παρέµβαση σε νεαρή ηλικία µε στόχο την ανάπτυξη στρατηγικών επίλυσης προβληµάτων, επούλωσης των παιδικών ψυχικών τραυµάτων, αντιµετώπισης της επιθετικότητας και της βελτίωσης των κοινωνικών σχέσεων. Έµφαση δίνεται παροµοίως σε επικοινωνιακές, εκφραστικές ικανότητες, νοητικές διεργασίες, στη διαδικασία διαµόρφωσης αποφάσεων, την ανάπτυξη σεβασµού προς τους τρίτους, και την καλλιέργεια υπευθυνότητας, ενσυναίσθησης και συµπάθειας για τους άλλους.
Και επειδή υπάρχει επιστηµονική απόδειξη ότι η αντικοινωνική συµπεριφορά είναι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της προσωπικότητας του ατόµου που έχει αναγνωρισµένους πρόγονους παράγοντες στην παιδική ηλικία του εν δυνάµει παραβάτη, όπως λ.χ. οι υπανάπτυκτες κοινωνικές ικανότητες, προτείνεται η τροποποίηση των ατοµικών και οικογενειακών παραγόντων, προκειµένου να αναχαιτισθεί η εξελικτική πορεία της παραβατικότητας, µέσω της ανάπτυξης και της ενδυνάµωσης των χαρακτηριστικών που αποτελούν θύλακα αντίστασης ενάντια στην ψυχολογική δυσλειτουργία και το άγχος.
Κατά τη γνώµη του Μάρτινσον µε την εξαίρεση µερικών µεµονωµένων περιπτώσεων, καµιά προσπάθεια επανένταξης δεν είχε αποτέλεσµα πάνω στο φαινόµενο της υποτροπής.  Ο Μάρτινσον όµως υποτιµά τις δυνατότητες της εξατοµικευµένης µεταχείρισης του εγκληµατία, που θα πρέπει να θεωρείται ως επιβεβληµένη καθώς υπάρχουν πολλά είδη εγκληµάτων και εγκληµατιών. Η άποψη του θα πρέπει να θεωρείται πλέον ξεπερασµένη και ήδη παρατηρείται επιστηµονική κίνηση για την ανατροπή της. 
Βέβαια οι ψυχολόγοι που παρεµβαίνουν στις ζωές των παραβατών αντιµετωπίζουν ούτως ή άλλως σύγχυση στο ρόλο τους και ηθικά διλήµµατα.
Καταρχήν συγκρούσεις ανακύπτουν στα σωφρονιστικά καταστήµατα µεταξύ των απαιτήσεων για ασφάλεια και έλεγχο και των προτεραιοτήτων για µεταχείριση εκ µέρους των ψυχολόγων και των προσπαθειών να εισαχθούν στα σωφρονιστικά καταστήµατα νέα θεραπευτικά προγράµµατα, που σκοντάφτουν πάνω στην αδράνεια των ιθυνόντων, στην εχθρότητα και το συντηρητισµό του προσωπικού των καταστηµάτων αυτών.
Ένα πρώτο δίληµµα που αντιµετωπίζει ο ψυχολόγος είναι εκείνο της σχέσης εµπιστοσύνης που αναπτύσσεται µεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόµενου, το οποίο όµως ο ψυχολόγος είναι υποχρεωµένος να µοιράζεται µε τρίτους.Επιπρόσθετα ένα επίµονο δίληµµα έγκειται στο αν η µεταχείριση ατόµων που κρατούνται παρά τη θέλησή τους εξυπηρετεί τα συµφέροντα του εκάστοτε σωφρονιστικού καταστήµατος, της κοινωνίας ή του ίδιου του θεραπευόµενου.
Οι ψυχολόγοι µπορεί να επιθυµούν να περιοριστούν στο ρόλο του θεραπευτή, του διαχειριστή ή του ερευνητή, όµως αµφισβητείται αν υπάρχει χώρος εντός ενός σωφρονιστικού καταστήµατος ελεύθερος ηθικών διληµµάτων. Ένας επαγγελµατίας ψυχολόγος θα πρέπει να δέχεται τη συνεργασία και τον αυτοέλεγχο των κρατουµένων ως τον πρωταρχικό στόχο της παρέµβασης του, ότι η µεταχείριση υπηρετεί την κοινωνία και να προσπαθεί να συνεργαστεί µε το σύστηµα και να επιτύχει καλή συνεργασία.
Ο πρωτοπόρος ψυχολόγος αντιµετωπίζει τα προβλήµατα των κρατουµένων υπό το πρίσµα της κοινωνικής στέρησης και διάκρισης που αυτοί βιώνουν, αντιµετωπίζει µε σκεπτικισµό τους στόχους των εκπροσώπων του συστήµατος της ποινικής δικαιοσύνης και σαµποτάρει εκείνους που συνθλίβουν κοινωνικά τον θεραπευόµενό του, καθώς γι’ αυτόν προέχει η θεραπευτική σχέση.
 Αυτοί οι ρόλοι είναι κάθετα αντίθετοι µεταξύ τους και πολλοί ψυχολόγοι παλεύουν να κρατήσουν µια ισορροπία µεταξύ τους, όχι όµως ασυµβίβαστοι.
Υπάρχει λοιπόν ανάγκη για την επίτευξη πολλαπλών στόχων εκ µέρους του ψυχολόγου, µε την αναγνώριση ότι η ψυχολογία δε διαθέτει όλες τις απαντήσεις και ότι µια ελάχιστη απαίτηση είναι να γνωρίζει ο ψυχολόγος τόσο το κοινωνικό και νοµικό περιεχόµενο του συστήµατος της ποινικής δικαιοσύνης, όσο και εκείνο των προβληµάτων συµπεριφοράς που συναντά κανείς µέσα σε ένα κατάστηµα κράτησης, ώστε να µπορεί να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις του ρόλου του. Είναι όµως αναγκαίο αυτός ο τελευταίος να υπάρχει, προκειµένου να παράσχει το έργο του, ακόµη και αν αυτό είναι δυσχερές. Ο καταργητισµός δεν επιλύει, απλά αγνοεί το υπάρχον πρόβληµα της µεταχείρισης του εγκληµατία.

ΠΗΓΗ file:///C:/Users/marilena/Downloads/theories_eglim.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου