LOU

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2015

Επίδραση των ορμονών στη συμπεριφορά

Ορισμοί
Σε πολυκύτταρους οργανισμούς ο συντονισμός και η διεύθυνση των δραστηριοτήτων γίνεται βασικά από δύο συστήματα: το νευρικό και το ενδοκρινικό. Σχηματικά, θα λέγαμε πως το ν.σ. είναι πιο αρμόδιο για τις περιπτώσεις που απαιτείται γρήγορη απόκριση, ενώ το ενδοκρινικό για πιο αργές διεργασίες, όπως π.χ. η αναπαραγωγή, ο μεταβολισμός, η ομοιόσταση κλπ. Στην πραγματικότητα, δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί κάποια δραστηριότητα την οποία να εκτελεί το ένα από τα δύο συστήματα παντελώς έξω από την επιρροή του άλλου.
Το ε.σ. ελέγχει την ανάπτυξη, τον μεταβολισμό, την γονιμότητα, τη σεξουαλικότητα, την ισορροπία των υγρών, αλλαγές όπως η εφηβεία, η εμμηνόπαυση και ο ρυθμός γήρανσης, ενώ επηρεάζει τις συγκινήσεις και τις διαθέσεις. Η  δραστηριότητά του εκδηλώνεται μέσω της έκκρισης χημικών ουσιών που καλούνται ορμόνες. Στα ιατρικά εγχειρίδια ως: Ορμόνη ορίζεται η χημική ουσία που εκκρίνεται στα υγρά του σώματος από ομάδα κυττάρων σε ένα σημείο του σώματος, η οποία μεταφερόμενη σε κάποιο άλλο σημείο εξασκεί κάποιο φυσιολογικό έλεγχο σε συγκεκριμένα κύτταρα. Στις μέρες μας, ως συνέπεια των αποκαλύψεων πως ορισμένες ορμόνες δρουν τοπικά κι όχι απαραίτητα σε απομακρυσμένους ιστούς στόχους, ο αριθμός των ορμονών από καμιά εικοσαριά που θεωρούνταν παλιότερα, έχει ανέβει σε εκατοντάδες. Ομοίως, ως ενδοκρινείς αδένες πλέον θεωρείται πως μπορεί να είναι πάρα πολλοί ιστοί, (από λιγότεροι από 10 που θεωρούνταν), όπως π.χ. τα λιποκύτταρα που παράγουν την ορμόνη λεπτίνη, οι μύες που παράγουν τον αυξητικό παράγοντα IGF-2 ή ο πλακούντας που παράγει πλήθος ορμονών.
Όσον αφορά τη συμπεριφορά τώρα, οι συμπεριφοριστές θα την όριζαν ως το σύνολο των μετρήσιμων φυσιολογικών μεταβολών που λαμβάνουν χώρα σε ένα οργανισμό ως απόκριση σε ερεθίσματα. Αυτός ο ορισμός θεωρούσε “μαύρο κουτί” ό,τι συμβαίνει στο νου. Στις μέρες μας όμως που το “κουτί” έχει ανοιχτεί, δεν φαίνεται δικαιολογημένο να μελετά κανείς π.χ. τις μετρήσιμες εκφράσεις του προσώπου ενός ατόμου και να αφήνει απ’ έξω τα μη μετρήσιμα από τον εξωτερικό παρατηρητή συναισθήματα ή νοητικές εικόνες που τις προκάλεσαν. Σε μια τέτοια διευρυμένη αντίληψη της συμπεριφοράς θα μπορούσαν να χωρέσουν πλέον όλες σχεδόν οι ψυχονοητικές οντότητες.Μετά από αυτά, πώς προσδιορίζεται το αντικείμενο του μαθήματος; Τι ευρήματα θα πρέπει να παραθέσουμε ως ενδεικτικά της επίδρασης των ορμονών στη συμπεριφορά; Το ερώτημα δεν είναι καθόλου εύκολο να απαντηθεί. Για παράδειγμα, οι ορμόνες, από τα πρώτα στάδια της εμβρυϊκής ανάπτυξης έως και το θάνατο του ατόμου, παίζουν πολλούς και σπουδαίους ρόλους, όχι μόνο στις λειτουργίες αλλά και στις δομές του οργανισμού. Η τεστοστερόνη, η αυξητική ορμόνη, οι θυρεοειδικές και πολλές άλλες ορμόνες έχουν κρίσιμο ρόλο στη σωματική κατασκευή. Αυτό στην πραγματικότητα δεν είναι εκτός του θέματος του σημερινού μαθήματος. Ο φυλετικός καθορισμός και η ανάπτυξη των μυϊκών ιστών, οι διαστάσεις και το ύψος του ατόμου, αν θα είναι νάνος ή γίγαντας, αν θα είναι παχύς ή αδύνατος αλλά ακόμα και κρετίνος, φυσικά και έχουν μεγάλη σχέση με τη συμπεριφορά. Όμως, όχι μόνο οι δομές αλλά και όλες οι λειτουργίες σχετίζονται αμέσως ή εμμέσως με τη συμπεριφορά. Για παράδειγμα, η έλλειψη ινσουλίνης που μπορεί να οδηγήσει σε υπογλυκαιμία μπορεί να γίνει πρόξενος μέχρι και ψυχωτικού τύπου συμπεριφοράς, η ανισορροπία της έκκρισης αδρεναλίνης από τα επινεφρίδια έχει σημαντική επίπτωση στον τρόπο που αντιμετωπίζονται οι καταστάσεις στρες, ενώ δεν μπορούμε να φανταστούμε καμιά ομοιοστατική διαταραχή που δεν θα είχε επιπτώσεις στη συμπεριφορά. Συνεπώς, μια παρουσίαση της επίδρασης των ορμονών στη συμπεριφορά φαίνεται πως πρέπει να συμπεριλαμβάνει οποιαδήποτε ορμονική δράση. Αυτό όμως δεν είναι δυνατόν να επιχειρηθεί, όχι μόνο από της μισής ώρας διάρκεια του μαθήματος αλλά και λόγω του ότι τα σχετικά φαινόμενα είναι ουρανομήκους έκτασης και πολυπλοκότητας (2.200.000 ιστοσελίδες στο Google με τις λέξεις: hormonebehaviorbehaviour).Ευτυχώς όμως, το ότι πρόκειται για ένα μάθημα ψυχοφυσιολογίας κι όχι παθολογίας, μας δίνει τη δικαιολογία να επιλέξουμε να παρουσιάσουμε ορισμένα μόνο ευρήματα που κρίνουμε πως θα μας βοηθούσαν να αναπτύξουμε ένα σχετικό με το μάθημα προβληματισμό. Στη συμπεριφορά παίζει ρόλο ακόμα κι ο πόνος στο μικρό δακτυλάκι, κι αλίμονό μας αν δεν εγκαταλείψουμε κάθε σκέψη απόλυτης πληρότητας. Με βάση αυτό το σκεπτικό, επέλεξα να παραθέσω ορισμένα ευρήματα για το ρόλο των ορμονών του φύλου σε συγκεκριμένες μορφές συμπεριφοράς και δη στην: επιθετικότητα, σεξουαλικότητα, μητρότητα, διάθεση, γνωσιακές λειτουργίες, και δημιουργία δεσμού. 

Επιθετικότητα

(Με τον όρο επιθετικότητα θα εννοούμε την τάση για βίαιη συμπεριφορά- όχι το κυνήγι του αρπακτικού.)Από το πλήθος των μελετών που εστιάζονται στο ρόλο των ανδρογόνων στην επιθετικότητα των ζώων, επιλέγουμε ορισμένες αντιπροσωπευτικές. Wagner et al [11] στα ποντίκιαΗ επιθετικότητα μετρήθηκε μέσω του αριθμού των δαγκωμάτων. Βρέθηκε ότι τα άθικτα αρσενικά ήταν πολύ περισσότερο επιθετικά, σε σχέση με τα άθικτα θηλυκά ποντίκια. Όταν ευνουχίστηκαν, η επιθετικότητα των αρσενικών προσέγγισε εκείνη των θηλυκών. Η ωοθηκεκτομή δεν είχε κάποια ιδιαίτερη επίπτωση στην επιθετικότητα των θηλυκών. Η χορήγηση ανδρογόνων επανέφερε την επιθετικότητα των ευνουχισμένων αρσενικών στα προεγχειρητικά επίπεδα, αλλά δεν μετέβαλε εκείνη των άθικτων. Η χορήγηση ανδρογόνων στα θηλυκά προκάλεσε ελάχιστη αύξηση της επιθετικότητας. Η χορήγηση οιστρογόνων δεν προκάλεσε ιδιαίτερες αλλαγές σε καμιά ομάδα ζώων ως προς την επιθετικότητα. Οι vanWageneen & Hamilton [12], χορήγησαν συνθετική τεστοστερόνη σε εγκύους πιθήκους και παρατήρησαν ότι οι γενετικά θηλυκοί απόγονοι ήταν ψευδο-ερμαφρόδιτοι, με αρσενικά γεννητικά όργανα και αρσενική σωματική δομή. Δεν παρατηρήθηκαν αλλαγές στους γενετικά αρσενικούς απογόνους. Οι Goy et al [13] προκάλεσαν αρρενοποίηση θηλυκών πιθήκων με χορήγηση ανδρογόνων είτε στη μητέρα είτε απ’ ευθείας, με ένεση, στο έμβρυο και βρήκαν πως οι θηλυκοί πίθηκοι που έλαβαν ανδρογόνα κατά την εμβρυϊκή περίοδο, έδειχναν ανδρικού τύπου σεξουαλική και επιθετική συμπεριφορά. Η σύνδεση αυτή σεξουαλικής-επιθετικής συμπεριφοράς δείχνει να είναι ανεξάρτητη των γυναικείων γοναδικών ορμονών. Οι Eaton et al [14], έκαναν ωοθηκεκτομή και κατόπιν χορήγησαν ανδρογόνα σε αρρενοποιημένους, θηλυκούς καθώς και σε φυσιολογικούς θηλυκούς πίθηκους. Μόνο αυτοί που είχαν λάβει ανδρογόνα κατά την εμβρυϊκή φάση έδειξαν αρσενικού τύπου σεξουαλική καθώς και επιθετική συμπεριφορά. Συνοψίζοντας τα ευρήματα από την έρευνα σε ζώα θα καταγράφαμε:1.      Τα ανδρογόνα είναι υπεύθυνα για την αρρενοποίηση (σωματικές και πιθανώς νευρωνικές δομές που προσιδιάζουν στο αρσενικό) κατά την εμβρυϊκή περίοδο2.      Τα ανδρογόνα είναι απαραίτητα για την μεγαλύτερη επιθετικότητα των αρσενικών και αρρενοποιημένων θηλυκών.           
Στις γυναίκες, αν και δεν μπορούν να γίνουν πειράματα όπως στα ζώα, υπάρχουν κάποιες παρατηρήσεις παθολογικών περιπτώσεων ή κοριτσιών που οι μητέρες τους έκαναν ορμονοθεραπεία. Ο Reinisch ([50] το 1981) βρήκε μεγαλύτερη τάση επιθετικότητας των αρρενοποιημένων κοριτσιών σε σχέση με τα φυσιολογικά. Όμως, οι  (Ehrhardt AA & Baker SW. 1977) βρήκαν πως είναι μόνο ενεργητικότερα και αθλητικότερα και έχουν λιγότερο ενδιαφέρον για το γάμο και την τεκνοποίηση, ενώ ο (Ehrhardt, A. A., 1977) πως δεν αρχίζουν καυγάδες συχνότερα από τα άλλα κορίτσια ούτε έχουν λεσβιακές τάσεις. Οι Money, J., & Schwartz, M. F. Βρήκαν πως παρά την αυξημένη ψυχοκινητικότητά τους δεν δείχνουν παθολογικά επίπεδα επιθετικότητας ή παραπτωματικότητας.            
Οι άνδρες, όπως σχεδόν και όλα τα υπόλοιπα αρσενικά θηλαστικά, είναι περισσότερο επιθετικοί από τις γυναίκες. Η επίδραση των ανδρογόνων κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη και την εφηβεία θεωρείται καθοριστική γι αυτό. Πάρα πολλές μελέτες έχουν βρει συσχέτιση της τεστοστερόνης με την επιθετική συμπεριφορά σε άνδρες και σε γυναίκες. Υπάρχουν όμως και αρκετές που έχουν αποτύχει να αποκαλύψουν αυτή τη συσχέτιση. Οι βασικότεροι λόγοι γι αυτή την ασυμφωνία θα συζητηθούν αργότερα σε μια γενική αποτίμηση του πώς δουλεύουν οι ορμόνες. Χωρίς αμφιβολία όμως, ένα μεγάλος μέρος της ασυμφωνίας πρέπει να οφείλεται στις διαφορές μέτρησης της τεστοστερόνης (αίμα, ούρα, σάλιο, συχνότητα μετρήσεων, πότε στη διάρκεια της ημέρας αλλά και σε σχέση με γεγονότα), και κυρίως στο πώς ορίζεται η επιθετικότητα. Ενδεικτικά αναφέρουμε πως οι Bain et al [102] δεν βρήκαν διαφορές στα επίπεδα τεστοστερόνης πλάσματος, μεταξύ ανδρών που φυλακίστηκαν για εγκλήματα φόνου και εγκλήματα κατά της περιουσίας,  ομοίως ο Matthews [94] το 1979,   που συνέκρινε βίαιους και μη βίαιους άρρενες φυλακισμένους με βάση το χρονικό διάστημα εγκλεισμού, την ηλικία, το ύψος, και το βάρος, καθώς και οι Kreuz & Rose [87] το 1972, αρχικά. Όταν όμως πήραν υπ’ όψιν τους τη βιαιότητα του εγκλήματος που οδήγησε στη φυλακή, βρήκαν σημαντική συσχέτιση τεστοστερόνης- βιαιότητας. Ακόμα πιο ενδεικτικά οι Dabbs et al [88] το 1987, βρήκαν ότι 9 από τους 11 φυλακισμένους με την χαμηλότερη τεστοστερόνη είχαν διαπράξει μη βίαια εγκλήματα, ενώ 10 από τους 11 με την υψηλότερη τεστοστερόνη είχαν διαπράξει βίαια εγκλήματα.           
Η τεστοστερόνη πάντως δεν είναι η μόνη ορμόνη που σχετίζεται με την επιθετικότητα. Οι Trainor BC, Greiwe KM, Nelson RJ. Horm Behav. 2006 Aug;50(2):338-45. Epub 2006 Jun 6 (Individual differences in estrogen receptor alpha in select brain nuclei are associated with individual differences in aggression.)Pyter LM, Trainor BC, Nelson RJ. Eur J Neurosci. 2006 Jun;23(11):3056-62. (Testosterone andphotoperiod interact to affect spatial learning and memory in adult male whitefooted mice (Peromyscusleucopus)) βρήκαν πως και τα οιστρογόνα αυξάνουν την επιθετικότητα στις μικρή διάρκειας ημέρες του Χειμώνα ενώ την μειώνουν στις μεγάλης διάρκειας ημέρες του Καλοκαιριού. των ποντικών, με τρόπο μάλιστα διαφορετικό ανάλογα το μήκος της ημέρας. Εδώ οι εκπλήξεις ήταν δύο: η εμπλοκή των οιστρογόνων που εθεωρείτο πως δεν εμπλέκονται στην επιθετική συμπεριφορά και ο καθορισμός του τρόπου που εμπλέκονται από ένα περιβαλλοντικό παράγοντα.                        
Σεξουαλικότητα
Όσα παραπάνω ειπώθηκαν για την αρρενοποίηση σε σχέση με την επιθετικότητα αφορούν και τη σεξουαλικότητα. Τα ευρήματα από πάρα πολλά ζώα και ανθρώπους δείχνουν πως η τεστοστερόνη κατά την εμβρυϊκή ανάπτυξη καθορίζει την ανάπτυξη του αρσενικού ατόμου (ή την αρρενοποίηση του θηλυκού), καθώς και την εγκατάσταση προδιάθεσης (εγκεφαλικά κυκλώματα;) για αρσενικού τύπου σεξουαλική συμπεριφορά. Στη συνέχεια, κατά την εφηβεία, τα αγόρια αρχίζουν να εμπλέκονται σε σεξουαλική δραστηριότητα, όταν οι όρχεις αρχίζουν να παράγουν ανδρογόνα, ενώ η μείωση της ελεύθερης τεστοστερόνης φαίνεται να σχετίζεται με μείωση της σεξουαλικής δραστηριότητας στους ηλικιωμένους.           
Πολλές μελέτες επιβεβαιώνουν τη σχέση της τεστοστερόνης με τη σεξουαλική επιθυμία, τη συχνότητα οργασμών (υπάρχουν κι αντίθετα ευρήματα επ’ αυτού), τις σεξουαλικές φαντασιώσεις, τις διεγέρσεις και τον αυνανισμό. Τα επίπεδα της τεστοστερόνης αυξάνονται πριν και μετά τη σεξουαλική πράξη (πιθανώς όμως όχι μετά από αυνανισμό (Fox et al [88]).Αρκετές μελέτες επίσης έχουν δείξει πως τα ανδρογόνα είναι υπεύθυνα για την αύξηση της σεξουαλικότητας και της γυναίκας. Οι Kinsey et al [16], βρήκαν μικρή αλλαγή στη σεξουαλική επιθυμία σε γυναίκες μετά από ωοθηκεκτομή ή εμμηνόπαυση, ενώ η χορήγηση τεστοστερόνης προκάλεσε αύξηση της σεξουαλικής επιθυμίας στις γυναίκες αυτές [17]. Σε έρευνα των Trimble & Herbert [15], παρατηρήθηκε ότι χορήγηση τεστοστερόνης σε ωοθηκεκτομημένους θηλυκούς πιθήκους αύξησε την επιθετικότητα καθώς και την σεξουαλικότητά τους. Οι θηλυκοί αυτοί πίθηκοι παρακινούσαν τους αρσενικούς σε σεξουαλική δραστηριότητα. Αντίθετα, η απόσυρση από όλες τις ενδογενείς πηγές τεστοστερόνης, με ωοθηκεκτομή και αμφοτερόπλευρη επινεφριδιεκτομή, προκάλεσε τέλεια έλλειψη σεξουαλικής επιθυμίας. Η σπουδαιότητα των οιστρογόνων και της προγεστερόνης στη σεξουαλικότητα θηλυκών ανώτερων θηλαστικών μελετήθηκε από τον Herbert [18] το 1978. Βρέθηκε ότι οι ωοθηκικές ορμόνες εξυπηρετούν περισσότερο στον τομέα της θηλυκής σεξουαλικής ελκυστικότητας. Η ελκυστικότητα αυτή αποδόθηκε κυρίως στις έμμεσες δράσεις των ωοθηκικών ορμονών, όπως στο οίδημα του δέρματος των σεξουαλικών οργάνων και στην οσμή του κόλπου.  

Μητρότητα

Παραθέτουμε επιγραμματικά ορισμένα στοιχεία από το βιβλίο του Simon LeVay “Ο σεξουαλικός εγκέφαλος”. Εκδόσεις Σύναλμα.·        Σε ποντικίνα που της λείπει η υπόφυση που εκκρίνει προλακτίνη, αν της παρουσιάσεις ποντικάκια (έχει πάρει οιστρογόνα κλπ) δεν δείχνει μητρική συμπεριφορά. Τη δείχνει όμως αμέσως αν της κάνεις ένεση προλακτίνης 103·        Η προλακτίνη και τα πλακούντια λακτογόνα ενεργούν απευθείας στον εγκέφαλο- ειδικότερα στην οπίσθια περιοχή του υποθαλάμου που παίζει ρόλο στην πρόκληση της μητρικής συμπεριφοράς. Εγχύοντας τις ορμόνες σε αυτή την περιοχή οι ποντικοί φτιάχνουν φωλιά και αναζητούν νεογνά. 103·        Στον υπεροπτικό πυρήνα συμβαίνουν αλλαγές που διευκολύνουν το αντανακλαστικό της έκκρισης γάλακτος. Λίγες ώρες μετά την γέννηση μικρών οι νευρογλοιακές στιβάδες που βρίσκονται ανάμεσα σε γειτονικούς νευρώνες που περιέχουν ωκυτοκίνη, εμποδίζοντάς τους να συναφθούν, αποσύρονται κι αυτοί συνάπτονται. Προς το τέλος της γαλουχίας οι νέες συνάψεις εξαφανίζονται. Ο εγκέφαλος δεν είναι στατικό όργανο ούτε κατά την ενήλικη ζωή. 105·       Έγχυση ωκυτοκίνης στον εγκέφαλο επάγει άμεση μητρική συμπεριφορά ενώ ανταγωνιστές της καθυστερούν την εμφάνιση της Δεν την διακόπτουν 106 ·        Βασοπρεσίνη και βασοτοκίνη 106-7·        Στα πρωτεύοντα πιστεύεται πως η μάθηση και οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις παίζουν πιο σημαντικό ρόλο από τις ορμόνες 107·        Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα αρσενικά πρωτεύοντα έχουν σαφώς την ικανότητα να επιδεικνύουν μητρική συμπεριφορά. Όταν λείπει το θηλυκό… 108 Αναφορά στην προσωπική του εμπειρία σε σχέση με το ερώτημα “ποιος είναι ένας άνδρας, οι ορμονικές ή οι ηθικές του οδηγίες;”·        Δεν εξαρτώνται πλήρως από προγεννητικά οργανωμένα φαινόμενα στον εγκέφαλο 108·       Κοπέλες που εκτέθηκαν σε υπερβολικά ανδρογόνα κατά την εφηβεία δείχνουν μικρότερη μητρότητα 108 ·        “…κάθε θηλυκός αρουραίος ή οποιοσδήποτε νεαρός αρουραίος, ανεξαρτήτως φύλου, αν έρθει σε επαφή με νεογνά επί μερικές ημέρες, σταδιακά θα αναπτύξει μητρική συμπεριφορά απέναντι στα μικρά. Φαίνεται πως η σταδιακή ανάπτυξη της μητρικής συμπεριφοράς δεν εξαρτάται από τις ορμόνες… αλλά η φύση της δεν έχει κατανοηθεί πλήρως.” 

Διάθεση

Με την ψυχική διάθεση σχετίζονται τα πάντα. Από τις κοινωνικές επιτυχίες έως τον πόνο στο μικρό μας δαχτυλάκι. Κι επειδή η επίδραση των ορμονών στη διάθεση έχει και την αντίθετη κατεύθυνση, είναι πολύ δύσκολο να συμπεράνει κανείς με ασφάλεια πότε οι ορμονικές μεταβολές είναι το αίτιο και πότε το αποτέλεσμα των μεταβολών της διάθεσης. Γι αυτούς τους λόγους δεν θα καταπιαστούμε εν εκτάσει με το θέμα. Εδώ θα κάνουμε μόνο μια αναφορά που θα μας βοηθήσει στη συνέχεια στον γενικότερο προβληματισμό για το ρόλο των ορμονών στη συμπεριφορά. Τα ευρήματα για τη σχέση των ανδρογόνων με τη διάθεση είναι αντικρουόμενα. Άλλα συνδέουν τα ανδρογόνα με καταθλιπτικά συμπτώματα (και στις γυναίκες) και άλλα με συναισθηματική ευρωστότητα (κυρίως σε άνδρες). Οι Perry et al [43], βρήκαν αυξημένη καταθλιπτική συμπτωματολογία στο ενδιάμεσο των κύκλων λήψης αναβολικών σε αθλητές άρσης βαρών. Παρατηρήθηκαν επίσης περιπτώσεις αυτοκτονιών μη-καταθιπτικών νέων ανδρών που είχαν προηγουμένως σταματήσει τη χρήση αναβολικών. Με βάση τα δεδομένα που αφορούν τα άτομα που αποσύρονται από στεροειδή αναβολικά και τις γυναίκες που παρουσιάζουν επιλόχειο κατάθλιψη, προτάθηκε η ύπαρξη κάποιου κοινού αιτιολογικού υπόβαθρου που σχετίζεται με τα ανδρογόνα [44].  

Προεμμηνορυσιακό σύνδρομο

Μια ομοίως πολύ σπουδαία τηλεγραφική αναφορά για το σύνδρομο αυτό που παθοφυσιολογικά χαρακτηρίζεται από:
Αίσθημα τάσης και πρήξιμο των μαστών
Κούραση Αϋπνία Εξάψεις Πονοκέφαλο
Πόνους στους μυς και στις αρθρώσεις
Πόνο στο κάτω μέρος της κοιλιάς (λεκάνη, πύελος)
Διάρροια ή δυσκοιλιότητα
Ανορεξία ή βουλιμία και τάση για κατανάλωση γλυκών
Ενοχλήσεις στο στομάχι και φούσκωμα
Ψυχικά: Κατάθλιψη Τάση για κλάμα Αλλαγές διάθεσης Άγχος Ευερεθιστικότητα Εκνευρισμός Θυμός.
Οι γυναίκες που υποφέρουν από τα συμπτώματα του προεμμυνορυσιακού συνδρόμου δεν διαφέρουν από εκείνες που δεν υποφέρουν στα επίπεδα οιστρογόνων και προγεστερόνης. Η αφαίρεση της μήτρας δεν απαλλάσσει από το σύνδρομο, πράγμα που γίνεται όταν αφαιρεθούν οι ωοθήκες είτε αν αποτραπεί ο φυσιολογικός κύκλος και η ωορρηξία με ορμονικούς χειρισμούς. Αν όμως χορηγηθούν οιστρογόνα και προγεστερόνη, στο ίδιο ακριβώς ποσό, σε γυναίκες που υπέφεραν και σε άλλες που δεν υπέφεραν από το σύνδρομο, μόνο αυτές που πριν υπέφεραν το αναπτύσσουν ξανά. (“The truth about hormones“, AtlanticBooksVivienne Parry) Να ένα τρανταχτό παράδειγμα του πόσο δύσκολο είναι να απαντήσει κανείς απλά σε μια ερώτηση της μορφής: “είναι υπεύθυνες οι ορμόνες για το προεμμυνορυσιακό σύνδρομο;” 
Καθορίζεται η συμπεριφορά από τις ορμόνες;
Αναφέραμε ήδη επιγραμματικά ότι οι ορμόνες, σε κρίσιμες περιόδους της ανάπτυξης έχουν σημαντικό ρόλο για τη μετέπειτα δομή του οργανισμού. Ιδιαίτερη νύξη έγινε στον αρρενοποιητικό ρόλο των ανδρογόνων. Οι δομικές διαδικασίες φαίνεται πως συμπεριλαμβάνουν και νευρωνικά κυκλώματα που σχετίζονται με συγκεκριμένες συμπεριφορές, όπως είδαμε από τα παραδείγματα της επιθετικότητας, σεξουαλικότητας και μητρότητας.
Σε λειτουργικό επίπεδο στη συνέχεια, οι ορμόνες φαίνεται πως παίζουν ρόλο στη συμπεριφορά είτε α. ευοδώνοντας την ενεργοποίηση συγκεκριμένων νευρωνικών κυκλωμάτων είτε β. επιδρώντας σε διεργασίες που καθιστούν τον οργανισμό ικανό να πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Ο ρόλος τους είναι μέρος ενός εξαιρετικά πολύπλοκου μηχανισμού που ως φαίνεται, συνήθως μπορεί να λειτουργήσει με περισσότερους από έναν τρόπους, χαρακτηρίζεται δηλαδή από πλεονασμό. Στα ζώα, υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις πως οι ορμόνες ευοδώνουν την ενεργοποίηση ειδικών εγκεφαλικών κυκλωμάτων για κάθε είδος συμπεριφοράς. Για την επιθετικότητα π.χ. μπορεί να είναι η όρθωση των τριχών, η εμφάνιση νυχιών και δοντιών και η στάση του σώματος, για τη σεξουαλική συμπεριφορά η λόρδωση του θηλυκού και η τάση για διείσδυση του αρσενικού, για τη μητρική συμπεριφορά το φτιάξιμο φωλιάς και η αναζήτηση μικρών κλπ. Ακόμα όμως και στα ζώα, για την εκδήλωση της όποιας συμπεριφοράς συνεκτιμώνται κι άλλοι παράγοντες, για την επιθετικότητα π.χ. η κατάσταση του ζώου και του αντιπάλου, τα παράπλευρα οφέλη και πιθανές βλάβες, ο χώρος κλπ. Στον άνθρωπο, πέραν του ότι τα ειδικά κυκλώματα συγκεκριμένων συμπεριφορών είναι πολύ ασθενέστερα, οι εκτιμητικές διαδικασίες του έσω και έξω περιβάλλοντος είναι εξαιρετικά περισσότερες.           
Με άλλα λόγια θα λέγαμε πως οι ορμόνες μπορούν να τροποποιήσουν τις πιθανότητες εκδίπλωσης μιας συμπεριφοράς, την οποία όμως δεν προκαλούν με αυστηρά αιτιοκρατικό και αμετάκλητο τρόπο. Ακόμα και στα ζώα, αλλά πολύ περισσότερο στον άνθρωπο, αυτό που φαίνεται να κάνουν οι ορμόνες είναι να προδιαθέτουν για την εκδήλωση συμπεριφοράς προς κάποια κατεύθυνση. Μπορεί ακόμα να μην υποδείχνουν καν καμιά κατεύθυνση. Για την τεστοστερόνη π.χ. έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως μπορεί να συντελεί στη σεξουαλικότητα και την επιθετικότητα μέσω μιας τελείως μη ειδικής τάσης για ανάληψη δράσης που είναι σε θέση να προκαλεί. Αυτή η υπόθεση θα μπορούσε μάλιστα να ερμηνεύει γιατί τα ανδρογόνα μοιάζουν να συνδέονται άλλοτε με ευεξία και άλλοτε με κατάθλιψη: η τάση για δράση είναι θετική όταν ευνοείται από το περιβάλλον και τις λοιπές συνθήκες του ατόμου και πνιγηρή όταν περιορίζεται ή καταπνίγεται. Για το ρόλο της κοινωνικής συνδρομής επί της διαμόρφωσης πάγιων τρόπων συμπεριφοράς επιτρέψτε μου να καταθέσω μια προσωπική παρατήρηση. Αδέλφια γατάκια, όταν είναι μικρά, μπορεί να αντιδρούν στην παρουσία ανθρώπου με μικρές διαφορές στην επιθετικότητά τους. Όταν όμως πλησιάζοντας ένα παιδάκι για να τα χαϊδέψει, πιθανώς θα φοβηθεί και θα κλωτσήσει το γατάκι που είναι έτοιμο να γραντζουνίσει ή να δαγκώσει και θα φερθεί τρυφερά στο γατάκι που θα αφήσει να το χαϊδέψουν. Ελάχιστες επαναλήψεις αρκούν για να κάνουν το ένα γατάκι σταθερά επιθετικό και το άλλο σταθερά φιλικό ως προς τους ανθρώπους. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμιστεί είναι πως μια μικρή κατ’ αρχήν φυσιολογική διαφορά, ίσως ακόμα και απόρροια της επιρροής της στιγμής, μπορεί να γίνει αφορμή τεράστιων συμπεριφορικών διαφορών μέσω της ενίσχυσης από το περιβάλλον.Ας μην λησμονήσουμε μάλιστα πως οποιοσδήποτε νεαρός αρουραίος, ανεξαρτήτως φύλου, αν έρθει σε επαφή με νεογνά επί μερικές ημέρες, σταδιακά θα αναπτύξει μητρική συμπεριφορά. Αυτό είναι ένα ακόμα πιο κραυγαλέο παράδειγμα για το ρόλο του περιβάλλοντος στη συμπεριφορά. Φυσικά, δεν θα απορούσαμε καθόλου αν μια μελλοντική εργασία έδειχνε πως η παρουσία των νεογνών προκαλεί ορμονικές εκκρίσεις που ευνοούν στην ανάπτυξη της μητρικής συμπεριφοράς. Πλέον όμως θα ήταν πασιφανές πως οι ορμόνες είναι μέρος του μηχανισμού κι όχι η αρχή μιας αλυσίδας διαδικασιών που οδηγεί στη συμπεριφορά.            
Ένα γεγονός τεράστιας σημασίας που δεν παρουσιάστηκε σε όσα έως τώρα αναφέρθηκαν, γιατί συνιστά το αντίστροφο του θέματος που πραγματευόμαστε, είναι η επίδραση της συμπεριφοράς επί των ορμονών. Οι ορμόνες δεν επηρεάζουν μόνο τη συμπεριφορά, όπως αναφέρθηκε, αλλά επηρεάζονται καθοριστικά από αυτές. Η δραστηριότητα στην οποία εμπλέκεται ένα άτομο καθορίζει εν πολλοίς την ποιότητα και την ποσότητα των ορμονικών εκκρίσεων. Υπάρχουν πλήθος εργασιών που δείχνουν τις αυξομειώσεις της τεστοστερόνης π.χ. ανάλογα με το τι κάνει ένα άτομο και την έκβαση της προσπάθειάς του. Έχει βρεθεί ότι οι ορμόνες του στρες επιδρούν με τα κέντρα της επιθετικότητας στον εγκέφαλο αρουραίων με τρόπο φαυλοκυκλικό, ενισχυτικής δηλαδή ανάδρασης. Αν κανείς αναλογιστεί πόσο επιθετικότεροι γινόμαστε όταν είμαστε αγχωμένοι, φαίνεται εύλογο να υποθέσουμε πως το παραπάνω εύρημα δεν περιορίζεται στους αρουραίους. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Πως μπορούμε όταν είμαστε αγχωμένοι να θυμόμαστε πως είναι πιθανό να νιώσουμε μεγαλύτερο εκνευρισμό και επιθετικότητα και να έχουμε εκ των προτέρων σκεφτεί πως η αίσθηση ότι ο άλλος απαράδεκτος, απειλητικός, τρομερός είναι πιθανώς υπερβολική. Η τέτοιου είδους εκ των προτέρων γνώση μπορεί να μας βοηθήσει να μην εμπλακούμε σε έναν επιζήμιο καυγά όταν είμαστε αγχωμένοι, στο δρόμο, στη δουλειά, στο σπίτι.
            Υπάρχουν πολλά στοιχεία που δείχνουν πως οι ορμόνες πράγματι επηρεάζουν τη συμπεριφορά ποικιλοτρόπως. Δεν φαίνεται όμως ότι είμαστε έρμαια των έσω εκκρίσεών μας. Το νομικό σύστημα, τουλάχιστον ως προς το σκέλος των ορμονών φαίνεται πως έχει δικαίωμα να ζητά ευθύνες από τον MikeTaison για τους βιασμούς γυναικών, ακόμα κι αν στο αίμα του κυλά εξαιρετικά περισσότερη τεστοστερόνη. Το αν αυτός ο άνθρωπος γνωρίζει πώς θα μπορούσε να παρακάμψει τις πιθανώς αρνητικές προδιαθέσεις του όσο και στο ποιας μορφής συμπεριφορά ωθείται από την κοινωνική πραγματικότητα στην οποία αναπτύχθηκε και ζει, είναι άλλο θέμα που δεν μπορεί να αναλυθεί εδώ.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Donald W. Pfaff, M Ian Phillips, Robert T. Rubin, Principles of hormone/behavior relations, Elsevier Academic BooksSimon Le Vay, Ο σεξουαλικός πίθηκος, Εκδόσεις Σύναλμα.Vivienne Parry The truth about hormones Atlantic Books.Wagner, G. C., Beuving, L. J., & Hutchinson, R. E.  The effects of gonadal hormone manipulations on aggressive target-biting in mice. Aggressive Behavior, 1980, 6: 1-7. Van Wagenen, G., & Hamilton, J. B. The experimental production of pseudohermaphroditism in the monkey. In Essays in biology: In honor of Herbert M. Evans (pp. 581-607). Berkeley:University of
California Press, 1943.
 Goy, R. Early hormonal influences on the development of sexual and sex-related behavior. In F. O. Schmitt, G. C. Quarton, T. Melnechuck, & G. Adelman (Eds.), The neurosciences: Second study program (pp. 196-207). New York:Rockefeller
University Press, 1970.
 Reinisch, J. M. Prenatal exposure to synthetic progestins increases potential for aggression in humans. Science, 1981, 211: 1171-1173.   Ehrhardt AA & Baker SW. Fetal androgens, human central nervous system differentiation and behavior. In RC Friedman, RM Richart & RL vande Wiele (Eds), Sex differences in behavior (pp.33-51). 
New York: Wiley, 1977. Money, J., & Schwartz, M. F. Fetal androgens in the early treated andrenogenital syndrome of 46 XX hermaphroditism: Influence on assertive and aggressive types of behavior. Aggressive Behavior, 1976, 2: 19-30.Bain, J., Langevin, R., Dickey, R., & Ben Aron M. Sex hormones in murderers and assaulters. Behavioral Science and the Law, 1987, 5: 95-101
Matthews, R. Testosterone levels in aggressive offenders. In M. Sandler (Ed.), Psychomhharmacology of aggression (pp. 123-130). New York: Raven, 1979
Dabbs, J. M. Jr, Jurkovic, G. J., & Frady, R. L. Salivary and cortisol among  late-adolescent  male  offenders. J. Abnorm. Child Psychol, 1991,19: 469-478
Kruk MR, Halasz J, Meelis W, Haller J. Fast positive feedback between the adrenocortical stress response and a brain mechanism involved in aggressive behavior.
Fox, C.A, Ismail, A. A. A., Love, D. N., Kirkham, K. E., & Loraine, J. A. (1972). Studies on the relationship between plasma testosterone levels and human sexual activity. J. Endocrinol., 52, 51-58.         

Kinsey, A. C., Pomeroy, W. B., Martin, C. E. & Gebhard, P. H. Sexual behavior in the human female.
Philadelphia: Saunders, 1953.
 
Trimble, M. R., & Herbert, J. The effect of testosterone of oestradiol upon the sexual and associated behavior of the adult female rhesus monkey. Journal of Endrocrinology, 1968, 42: 171-185.
Herbert, J. Neuro-hormonal integration of sexual behaviour in female primates. In J. B. Hutchison (Ed.), Biological determinations of sexual behaviour (pp. 467-491). Chichester, England: Wiley, 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου